Μπάμπης Αλατζάς «Στη Μυτιλήνη χρωστάω όσα έκανα…»
Ο θάνατος του Μπάμπη Αλατζά από χθες το πρωί έχει συγκλονίσει την κοινωνία της Μυτιλήνης. Δεν θα σχολιάσουμε ότι όλοι τώρα τον θυμηθήκαν.... ας μείνουμε στο έργο του. Μια συνέντευξή του στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και στη Βαγγελιώ Χρηστίδου πριν 2,5 χρονιά περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη διαδρομή του.
Βαγγελιώ Χρηστίδου / 17 Μαρτίου 2012 / εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ
Μιλώντας κανείς με τον Μπάμπη Αλατζά, αυτό που παίρνει σίγουρα είναι πολλές γνώσεις για την ελληνική τηλεόραση και το θέατρο, αλλά και για την κρατική ραδιοφωνία των δεκαετιών ’70 και ’80, που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Ο ίδιος αποπνέει την αύρα ενός ανθρώπου που έχει περάσει όλη του τη ζωή στο χώρο της ηθοποιίας κι έχει ζυμωθεί και εμποτιστεί από ατελείωτες ώρες δουλειάς και πάρα πολλές και σημαντικές συνεργασίες. Έχοντας συμπληρώσει δεκαετίες στο σανίδι και στο «γυαλί», πάντα αντισυμβατικός και ενάντια στην εμπορευματοποιημένη κουλτούρα, το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στη Μυτιλήνη θέλοντας να μοιράσει πλέον το χρόνο του μεταξύ της γενέτειράς του και της πρωτεύουσας, αποφασισμένος να μείνει πιστός στην ηθοποιία, με την οποία πρωτοήρθε σε επαφή από τα μαθητικά του χρόνια.
Μέχρι και τα πρώτα νεανικά του χρόνια, ο Μπάμπης Αλατζάς δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα γίνει ηθοποιός. Τα μεγάλα του ενδιαφέροντα ήταν η Ιστορία, η Γεωγραφία, το ψάρεμα και η κολύμβηση.
Παρ’ όλα αυτά, τα ερεθίσματα υπήρχαν ήδη από την παιδική του ηλικία. Γεννημένος το 1949 στη Μυτιλήνη, μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου ο πατέρας αγαπούσε τον κινηματογράφο και η μητέρα του το θέατρο, ενώ στο σπίτι πάντα έπαιζε ραδιόφωνο με κλασσική μουσική και παλιές τζαζ επιτυχίες, που ήταν και η μεγάλη αγάπη του πατέρα του.
Ως παιδί, μαζί με τους συνομηλίκους του σύχναζε στο «τρίπτυχο» των κινηματογράφων της πόλης, τον «Αρίονα», τη «Σαπφώ» και τον «Ορφέα», όπου, εκτός άλλων, βρισκόταν συχνά σε μπελάδες, αφού οι υπεύθυνοι τους τσάκωναν να βλέπουν έργα ακατάλληλα για ανηλίκους, τρυπώνοντας στις αίθουσες με διάφορους τρόπους. Η ίδρυση του Δημοτικού Θεάτρου Μυτιλήνης τη δεκαετία τού ’60 ήταν η αφορμή για την έλευση στην πόλη σημαντικών θιάσων και γνωστών παραστάσεων της Αθήνας, τις οποίες επίσης συχνά παρακολουθούσε.
«Η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή ήταν το “βαρόμετρο” της Αθήνας όσον αφορά στο θέατρο», λέει ο ίδιος. Στο «βαρόμετρο» αυτό γαλουχήθηκε και είχε την πρώτη του επαφή με το «σανίδι» όσο ήταν μαθητής, παίζοντας τον «Κατσαντώνη» σε σχολική παράσταση, σε ηλικία εννέα ετών. Αργότερα, το 1964 και με παρότρυνση κυρίως του Αλέκου Πεσματζόγλου, μπήκε, «τυχαία» όπως λέει ο ίδιος, στη θεατρική ομάδα «Το Μπουρίνι», παίζοντας πρώτα σε μια παράσταση με κείμενα του Γιάννη Πασπάτη.
Οι εξετάσεις στο Εθνικό
Μεγάλος «ηθικός αυτουργός» στην επαφή του με το θέατρο υπήρξε ωστόσο η θεία του, που ζούσε στην Αθήνα και δούλευε στο Εθνικό Θέατρο. Οι δωρεάν προσκλήσεις που η ίδια είχε από τη δουλειά της, ήταν και η αφορμή για να παρακολουθήσει ήδη από πολύ μικρός ο Μπάμπης Αλατζάς σημαντικές παραστάσεις, στην Επίδαυρο, το Εθνικό και άλλα μεγάλα θέατρα της χώρας, διασκεδάζοντας πολύ, ακόμη κι αν δεν καταλάβαινε τα έργα.
Μη ξέροντας τι θέλει να κάνει, τελειώνοντας το σχολείο αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αθήνα για να συναντήσει τη θεία του για άλλη μια φορά. Σύντομα επέστρεψε ωστόσο και πάλι στην πόλη του, όπου και ήρθε η «χαριστική βολή». Η νοικάρισσα της οικογένειας, ποιήτρια και διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου Νιόβη Γαβριήλ - Τριανταφύλλου, τον παρότρυνε να κάνει μαζί της μαθήματα ορθοφωνίας, προκειμένου να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο.
«Τι είχα, τι έχασα…», θυμάται ο ίδιος. «Πήγα και στις εξετάσεις στο Εθνικό, πέρασα δεύτερος. Μάλιστα θυμάμαι, η καθηγήτρια η Χατζηαργύρη έλεγε αργότερα στους μαθητές της: “Ο πιο θρασύς νέος που πέρασε ποτέ από το Εθνικό, ήταν ο Αλατζάς. Μπήκε μέσα σα να μην συνέβαινε τίποτα...»
Ένα απόσπασμα από τον «Άμλετ» τού Σαίξπηρ και ένα ποίημα του Καβάφη ήταν οι ερμηνείες που του εξασφάλισαν μια θέση στη Σχολή, η εισαγωγή στην οποία ήταν πολύ δύσκολη και τη χρονιά που έδωσε ο ίδιος, είχε αναλογία επιτυχίας έναν στους 22 υποψηφίους.
Θέατρο και τηλεόραση
Από τη στιγμή που τελείωσε τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μέχρι και το 1991, ο Μπάμπης Αλατζάς ασχολήθηκε ανελλιπώς με το θέατρο.
Ξεκίνησε την καριέρα του με σκηνοθέτη το Γιώργο Χριστοδουλάκη, ανιψιό του Αλέξη Μινωτή, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική. Μαζί με μια ομάδα ηθοποιών που είχαν επιστρέψει επίσης από τις ΗΠΑ, ανέβασαν στην Κρήτη τον «Ερωτόκριτο», ενώ στη συνέχεια δούλεψε με το Μάνο Κατράκη και με τη θεατρική ομάδα «Το Θέατρο του Πειραιά», μέλος της οποίας παρέμεινε μέχρι το 1991.
Το 1979 ξεκίνησε και η καριέρα του στην τηλεόραση, με πρώτο μεγάλο ρόλο την εμφάνισή του στο «Συμβολαιογράφο» της ΕΡΤ1. Έκτοτε έχει συμμετάσχει σε δεκάδες τηλεοπτικές σειρές, τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής τηλεόρασης, αναπτύσσοντας συνεργασίες με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Μανούσος Μανουσάκης και ο Ηλίας Μαρκίδης. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται οι σειρές «Κάθοδος» (ΕΡΤ 1983), «Τα φώτα της πόλης» (ΕΡΤ2 1986), «Το μονοπάτι της αγάπης» (ΑΝΤ1 1995), «Ψίθυροι καρδιάς» (Mega 1997), «Το τίμημα του πάθους» (ΑΝΤ1 1997), «Άγγιγμα ψυχής» (ΑΝΤ1 1998), «Τρικυμία» (ΑΝΤ1 1998), «Δροσουλίτες» (Star 2001), «Φιλί ζωής» (ΑΝΤ1 2002), «Ακροβατώντας» (Alpha 2003), «Μη μου λες αντίο» (ΑΝΤ1 2004), «Της αγάπης μαχαιριά» (ΑΝΤ1 2006), «Ο γητευτής» (ΑΝΤ 1 2007) κ.ά..
Ο ίδιος χωρίζει την καριέρα του σε δύο περιόδους, τις δουλειές που έκανε μέχρι το 1991 και αυτές που ακολούθησαν από το 1993 κι έπειτα. Από τις σειρές που συμμετείχε, ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα «Τα Λαυρεωτικά», με σκηνοθέτη το Γιώργο Μιχαηλίδη, που προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1982 και είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Η σειρά αναφερόταν στις συνθήκες διαβίωσης των μεταλλωρύχων του Λαυρίου την εποχή τού Σερπιέρι, Ιταλού μεταλλειολόγου, που είχε δει την οικονομική δυνατότητα του Λαυρίου και ίδρυσε τη μεταλλουργική εταιρεία «Roux - Serpieri - Fressynet C.E.». «Ήταν μια σπουδαία δουλειά και η αφορμή για να ξεσηκωθεί ο κόσμος και να απομακρυνθεί το άγαλμα του Σερπιέρι», θυμάται ο ίδιος.
Σταθμοί στην πορεία του υπήρξαν επίσης οι «Ψίθυροι Καρδιάς», το σήριαλ του ΑΝΤ1 που αφηγήθηκε όσο κανένα τις συνθήκες ζωής και τα έθιμα των Τσιγγάνων και στο οποίο ο Μπάμπης Αλατζάς ερμήνευσε το ρόλο του Λάμπρου.
Οι εμπειρίες του ήταν και όμορφες και περίεργες. «Ο κόσμος μπορεί να αντιδράσει περίεργα», λέει. «Προσωπικά δεν μπορώ ποτέ να τον αντιμετωπίσω με το “στυλάκι” του ηθοποιού, τους νιώθω όμως όλους πολύ κοντά μου, αν και υπήρχαν στιγμές που αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Μέχρι και χαστούκι έχω φάει από γυναίκα, γιατί είχε επηρεαστεί που είχα σκοτώσει δύο παιδιά στο “Μονοπάτι της Αγάπης”. Ευτυχώς, με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα, οι συνεργασίες μου ήταν όλες πολύ καλές.»
Καλλιτεχνικός διευθυντής στη Μυτιλήνη
Τις χρονιές 1992 και 1993 έκανε ένα «διάλειμμα» από τις δουλειές στην Αθήνα και με αφορμή το θάνατο του πατέρα του, αλλά και την κούραση από τις απανωτές συνεργασίες, επέστρεψε προσωρινά στη Μυτιλήνη, όπου, με προτροπή του τότε δημάρχου Νότη Παναγιώτου, ανέλαβε τις αρμοδιότητες του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δήμου Μυτιλήνης, έχοντας την ευθύνη για τη διοργάνωση του «Λεσβιακού Καλοκαιριού», αλλά και αρκετών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο χειμώνα.
«Τότε έβαζα μουσική στο “Hott Spott” και δεν είχα αρχικά σκοπό να αναλάβω κάτι τέτοιο», λέει ο ίδιος. «Δέχτηκα όμως μετά χαράς, γιατί, παρ’ όλο που ο Νότης ο Παναγιώτου ήταν πολύ αυστηρός, ήταν παράλληλα και πολύ σπουδαίος άνθρωπος, ένας καθηγητής που λάτρευα στο γυμνάσιο και οικογενειακός φίλος. Ήταν και το “σαράκι”, που λένε… Κουράστηκα πάρα πολύ, υπήρχαν μέρες που κοιμόμουν στο γραφείο μου στο Δημοτικό Θέατρο, αφού είχα να κάνω με πολλά συγκροτήματα, τόσο από την Ελλάδα όσο αι από το εξωτερικό, αλλά παρά την κούραση, ήταν μια δουλειά που άξιζε. Έκανα καλές επιλογές προγραμμάτων και το ευχαριστήθηκα.»
Η αγάπη για το ραδιόφωνο
Δεν ήταν όμως μόνο η ηθοποιία αυτή που χαρακτήρισε τη ζωή του. Το ραδιόφωνο που έπαιζε στο σπίτι της οικογένειάς του, τον έκανε να αγαπήσει ιδιαίτερα την τζαζ μουσική και τα blues. Το μόνο μουσικό όργανο που έπαιξε ήταν το «μπόνγκο», με το οποίο συνόδευε το 1964 ένα συγκρότημα φίλων στη Μυτιλήνη, μέλη του οποίου ήταν ο Νίκος Τσιριγώτης, η Τασούλα Θωμαΐδου, ο Λάκης Σταυρακέλλης κ.ά..
Η εγκατάστασή του στην Αθήνα τού έδωσε στη συνέχεια την ευκαιρία να ακούσει πολλούς σημαντικούς ερμηνευτές στο «Jazz Club» της Πλάκας, «το καλύτερο μαγαζί που υπήρξε», κατά τον ίδιο, ενώ στη συνέχεια έκανε τις δικές του μουσικές εκπομπές με jazz, bebop και blues.
Αναπόφευκτα, ενεπλάκη και στο ραδιοφωνικό θέατρο. Ήταν η εποχή που μεγαλουργούσε το Τρίτο Πρόγραμμα και ο ίδιος συμμετείχε στο «Θέατρο της Δευτέρας», πλάι σε μεγάλους και αξιόλογους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, όπως ο Λυκούργος Καλλέργης και ο Θάνος Κωτσόπουλος. Έπαιζε σε ραδιοφωνικά σήριαλ, μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι και άλλα, που στο σύνολό τους έφτασαν τα 70, ενώ έχει τις καλύτερες αναμνήσεις από τις χρονιές που διευθυντής του ραδιοφώνου ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.
«Ευτυχώς που υπάρχει το Τρίτο Πρόγραμμα ακόμη και σήμερα», λέει ο Μπάμπης Αλατζάς. «Ξεχωρίζει ακόμη από τους άλλους σταθμούς, που παίζουν μόνο εμπορικές επιτυχίες και πληρώνονται από τις εταιρείες. Δυστυχώς, εδώ και 30 χρόνια υπάρχει συνεχής παρακμή στον τομέα του ραδιοφώνου.»
«Έχουμε κρίση πολιτισμική»
Την ίδια παρακμή βλέπει με λύπη του και στους τομείς του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
«Τώρα τα κανάλια παρουσιάζουν η μια εκπομπή την άλλη», λέει. «Φταίνε οι υπεύθυνοι των καναλιών, που ορίζουν το πρόγραμμα. Τα ιδιωτικά κανάλια, όταν πρωτοξεκίνησαν, λειτουργούσαν αλλιώς. Μετά όμως τα ρήμαξαν, άρχισαν τα μηχανάκια τής AGB και αυτά τα καθορίζουν όλα, και προσωπικά δεν τα εμπιστεύομαι. Όσο για τον κινηματογράφο, βλέπω τους περισσότερους νέους να μη νοιάζονται και να τους ενδιαφέρει μόνο το να πιούνε ποτό στα μπαράκια. Πού είναι οι φοιτητές της Μυτιλήνης, που παλιότερα πήγαιναν σε όλες τις εκδηλώσεις και τις ταινίες; Πού ήταν φέτος το χειμώνα ο κόσμος στην Κινηματογραφική Λέσχη στο Δημοτικό Θέατρο; Μόνο 25 - 30 άτομα πήγαιναν και ο λόγος δεν ήταν η είσοδος, αφού και στο παρελθόν πληρώναμε είσοδο, αλλά οι Κινηματογραφικές Λέσχες της πόλης ήταν γεμάτες. Τώρα κατεβάζουν ταινίες από το ίντερνετ, έχουν μάθει στα εύκολα και δεν υπάρχει δικαιολογία γι’ αυτό. Θυμάμαι είχα πάει να δω ταινία στον “Αρίονα”, έπαιζε το “Σέρλοκ Χολμς” και το “Λάρισα Εμπιστευτικό”, και μια παρέα αποφάσισε να πάει στην ελληνική γιατί δε θα μπορούσαν να την κατεβάσουν ακόμη από το ίντερνετ, όπως την ξένη. Μίκρυναν οι άνθρωποι, έγιναν τόσοι δα, μικράκια, μωρέλια… Η κρίση είναι κυρίως πολιτισμική και όχι οικονομική. Κι αυτήν τη στιγμή, αυτό που υπάρχει είναι η κουλτούρα του φόβου, σε όλο της το μεγαλείο. Στον κινηματογράφο οι ταινίες σε τρομάζουν. Στην τηλεόραση οι ειδήσεις, το ίδιο. Σου δημιουργούν σύγχυση στο μυαλό, να φοβάσαι να αντιδράσεις. Κι ακούς και τους δημοσιογράφους, μόλις δουν πτώμα να τρέχουν από πάνω, σαν τα κοράκια. Ο καλλιτέχνης πίσω από το ψέμα αναδύει την αλήθεια. Ο πολιτικός και ο δημοσιογράφος πίσω από το ψέμα κρύβουν την αλήθεια κι αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά μας, και ας έρθει όποιος μπορεί να μου αποδείξει το αντίθετο… Ένα άναρχο κράτος είμαστε, που οι αναρχικοί ωχριούν μπροστά του. Υπάρχει παντού διαφθορά, ο κοινωνικός ιστός είναι διαλυμένος, από πού να πιάσεις και πού να αφήσεις. Παρ’ όλα αυτά, εγώ αισιοδοξώ πως κάτι θα γίνει και θα προκύψουν καινούργια πράγματα.»
Μοιράζοντας το χρόνο
Έχοντας περάσει το τελευταίο διάστημα στη Μυτιλήνη, ο Μπάμπης Αλατζάς επιχείρησε φέτος την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στην πόλη του, ανεβάζοντας την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», με ερμηνεύτρια τη Νατάσσα Λούπου. Παρ’ όλο που ήταν μονόλογος, είδος δύσκολο για το κοινό, πήγε καλά. Άλλωστε, αν και η σκηνοθεσία δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, υποστήριξε την προσπάθεια με όλο του το «είναι», όπως κάνει και με όλες τις δουλειές που αναλαμβάνει.
Λίγο πριν βγει στη σύνταξη, με ένα νέο ρόλο να τον περιμένει στην καινούργια σειρά του Μανούσου Μανουσάκη για τον ερχόμενο χειμώνα, έχει πάρει ορισμένες αποφάσεις για το πώς θα κινηθεί από εδώ και πέρα στη ζωή του.
«Σιχαίνομαι το κινητό, το ίντερνετ και δε βλέπω τηλεόραση, παρά μόνο ταινίες σε DVD. Στο σινεμά θα πάω 10 - 15 φορές το χρόνο, επιλεκτικά σε κάποια έργα, συνήθως όχι αμερικάνικα. Προτιμώ τον ευρωπαϊκό και τον ασιατικό κινηματογράφο», λέει περιγράφοντας τα «θέλω» και «δε θέλω» του. Από τότε που γύρισα στη Μυτιλήνη παίζω πολύ τάβλι. Έχω φίλους πολλούς, όλους τους «παλιο…Μυτιληνιούς». Στην Αθήνα, από την άλλη, έχω τη ζωή μου με τη γυναίκα μου και τη δουλειά μου. Η μεγάλη μου αγάπη ήταν το θέατρο και δεν το κρύβω. Θυσίασα πολλά γι’ αυτό. Τις σχέσεις, την υγεία μου. Τώρα σκέφτομαι πως θέλω να μοιράσω το χρόνο μου καλύτερα, αφού δε θέλω να αφήσω τη δουλειά στην Αθήνα, αλλά θέλω να κάνω πράγματα και στη Μυτιλήνη. Εξάλλου εδώ χρωστάω τα όσα έκανα, στο λιμάνι, τις παραλίες, τα σοκάκια, τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσα, όλα αυτά είναι οι μνήμες μου. Και ο ηθοποιός αυτό κάνει, ανακαλεί τις μνήμες του. Δόξα τω Θεώ, παντού μπορούν να γίνουν πράγματα, αρκεί να βρεθούν άνθρωποι που θα αγαπούν πραγματικά αυτό που θα κάνουν κι ας έχουν κι άλλη δουλειά. Δεν πειράζει, ας δουλέψουν λίγο παραπάνω, δε θα πάθουν τίποτε. Σ’ αυτήν τη δουλειά, αν δε δοθείς, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Είναι σκληρή, αλλά όμορφη δουλειά, και αυτό θα ήθελα να πω και στους ερασιτέχνες ηθοποιούς της Μυτιλήνης, με τους οποίους θα μου άρεσε να συνεργαστώ. Υπάρχει πολύ καλό δυναμικό, αλλά λείπει η πειθαρχία. Κι εγώ θέλω φαντάρους…»
Από το αρχείο της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ συνέντευξη - αφιέρωμα στον ηθοποιό Μπαμπή Αλατζά .