Μνήμη Γιάννη Χάρη, του Παναγιώτη Σκορδά
Πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος άνθρωπος των ελληνικών γραμμάτων, ένας μαχητικός διανοούμενος, ένας αρθρογράφος, συγγραφέας, επιμελητής, μεταφραστής που πέρασε όλη του τη ζωή μέσα στα κείμενα και κατ΄ επέκταση μέσα στη γλώσσα.
Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάννη Χάρη «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη» (εκδόσεις «Πόλις», σήμερα κυκλοφορεί σε αναθεωρημένη έκδοση από την «Εστία»). Παρουσίασα αυτό το βιβλίο και έκανα μια μικρή συνέντευξη μαζί του. Στην παρουσίαση κατέληγα με τα εξής: «Η φωνή του Γιάννη Χάρη, φωνή νηφάλια, έγκυρη και τεκμηριωμένη από έναν άνθρωπο που για 30 χρόνια τρίβεται με τα κείμενα, έχει πολλά να πει σ΄ αυτούς που πραγματικά νοιάζονται για τα γλωσσικά μας πράγματα, έξω από δογματισμούς και άλλους, άσχετους φανατισμούς»
Στην μνήμη του αναδημοσιεύω και τη συνέντευξη, που φιλοξενήθηκε στο «Εμπρός» (Σάββατο, 21 Φεβρουαρίου 2004).
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιάννης Χάρης γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1953 στην Αθήνα. Από το 1971 ως το 2002 εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων για διάφορους οίκους και οργανισμούς: Ολκός, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (μεταξύ άλλων, έκανε τη φιλολογική επιμέλεια στα «Οράματα και θάματα» του Μακρυγιάννη), Ίκαρος (για τα τελευταία έργα του Οδυσσέα Ελύτη και τη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του), Μέγαρο Μουσικής Αθηνών κ.ά. Με τη Μεταπολίτευση εργάστηκε στο τότε ΕΙΡΤ, στο τμήμα ανασύνταξης, που συστάθηκε ειδικά για τη μεταγραφή του δελτίου ειδήσεων στη δημοτική. Δίδαξε επί 16 χρόνια ελληνικά στο Study in Greece και στο Beaver College, σε τμήματα Αμερικανών φοιτητών από αμερικανικά κολέγια. Σπούδασε βυζαντινή μουσική κοντά στον Σίμωνα Καρά, στον «Σύλλογο προς διάδοσιν της ελληνικής μουσικής», και εν συνεχεία συμμετείχε στην Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου, με την οποία ταξίδεψε στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Επίδαυρο, Βενετία, Μόσχα, Αζερμπαϊτζάν κ.ά.).Από το 1994 μετέφρασε το συνολικό έργο του Μίλαν Κούντερα (βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης ΕΚΕΜΕΛ 2011 για τη «Συνάντηση»). Από το 1999 ως το 2011 ήταν τακτικός επιφυλλιδογράφος στην εφημερίδα «Τα Νέα» και από το 2012 έως το 2022 στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Στις 11 Ιουνίου 2024 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.Υπήρξε αρθρογράφος σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, δημοσίευσε σε συλλογικούς τόμους και δίδαξε σε σεμινάρια για μεταφραστές. Έχει γράψει πέντε βιβλία για τη γλώσσα.
Γιάννης Χάρης: Κίνδυνος για τη γλώσσα είναι ή έλλειψη εμπιστοσύνης και η απαξίωσή της
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Σκορδά
Τριάντα χρόνια, κ. Χάρη, ασχολείστε με τα κείμενα και τη γλώσσα. Αξίζει να αγαπάμε και να φροντίζουμε τη γλώσσα μας;
«Μα τo θεωοώ αυτονόητο. Αφού αγάπη και φροντίδα της γλώσσας, σημαίνει καταρχήν αγάπη και φροντίδα του εαυτού μας. Έτσι αγαπάμε και φροντίζουμε και τον άλλο, τη σχέση μας με τον άλλο, με τη ζωή και με τον κόσμο».
Στον πρόλογο τον βιβλίου σας μιλάτε για μια «μνθολογημένη, άρα ψευδή εντέλει γλώσσα». Ποια είναι αυτή;
«Αναφέρομαι σε απόψεις που διακινούνται από ακροδεξιά ή άλλα συναφή περιθωριακά έντυπα και τηλεοπτικά κανάλια, τα οποία αγνοούν προκλητικά και την Ιστορία και την επιστήμη, αγνοούν το συναρπαστικό ταξίδι και την εξέλιξη της γλώσσας, τις σχέσεις της με άλλες γλώσσες και τα πολλά και διαφορετικά της στάδια. Αναφέρονται, λοιπόν, γενικώς και αορίστως σε μία και μοναδική, ανώτερη γλώσσα, που προέκυψε από παρθενογένεση και έζησε έγκλειστη σε χρυσό κλουβί, μια γλώσσα δηλαδή αδρανή και στατική, απλώς ανύπαρκτη -λες και για να αγαπήσουμε λόγου χάρη τη μάνα μας, θα πρέπει να είναι κάποια σταρ του σινεμά ή καλλονή».
Για σας η καλή χρήση της γλώσσας ποια γνωρίσματα έχει;
«Ακριβολογία, σαφήνεια, προπαντός επίγνωση της εκάστοτε επικοινωνιακής ανάγκης και προσαρμογής σ’ αυτήν. Εννοώ, πιο απλά, να ξέρουμε κάθε φορά σε τι επίπεδο επικοινωνούμε: αν δηλαδή μιλάμε με το φιλαράκι μας ή με το αφεντικό μας, αν γράφουμε ραβασάκι ή σε εφημερίδα, και εκεί πάλι αν πρόκειται για ρεπορτάζ ή επιφυλλίδα και τα λοιπά, τέλος αν γράφουμε λογοτεχνία ή δοκίμιο. Έτσι, ανάλογα, προσαρμόζεται και το λεξιλόγιο και το όλο ύφος.
Στο βιβλίο σας επισημαίνετε μια σειρά από σημερινά γλωσσικά λάθη. Ποια είναι αυτά και με ποιο σκεπτικό στέκεστε σ' αυτά;
«Θα προσέξατε ότι επιχειρώ να διακρίνω δύο κατηγορίες λαθών. Η μία είναι τα λάθη που κάνουμε από άγνοια ή από κεκτημένη ταχύτητα, ακολουθώντας ξένους συντακτικούς τρόπους και τα λοιπά. Πιο πολύ όμως με ενδιαφέρει μια άλλη κατηγορία, τα λάθη που κάνουμε από ανασφάλεια, από έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα μας και στο αισθητήριο μας. Και τότε αλληθωρίζουμε προς άλλες, παλαιότερες γλωσσικές μορφές, που όσο κι αν είναι δικές μας κι αυτές, δεν παύουν να αποτελούν διαφορετικά συστήματα, με τους δικούς τους κανόνες. Και η μεν πρώτη κατηγορία λαθών δείχνει πάντως τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται μια γλώσσα, από τα αρχαιότερα χρόνια. Αναφέρομαι παραδείγματος χάρη στο «απ' ανέκαθεν» (λάθος που μας έρχεται από τους ελληνιστικούς χρόνους!), στα «η διεθνή, της διεθνή», στις προστακτικές «υπέγραψε μου» και τα λοιπά, λάθη που δημιουργούνται σε προβληματικά σημεία του γλωσσικού συστήματος, και τολμώ να πω ότι υποστηρίζονται ακριβώς από γλωσσικό αίσθημα, που προσπαθεί, όπως σ' όλες τις γλώσσες, να εξομαλύνει, να προσαρμόσει. Αλλά η δεύτερη κατηγορία είναι αυτό που θα το χαρακτήριζα «τζάμπα λάθη», λάθη που οφείλονται κατά κανόνα σε γλωσσική εκζήτηση. Αναφέρομαι ταραδείγματος χάρη στη μόδα να συντάσσονται με γενική ρήματα που ουδέποτε συντάσσονταν έτσι: «μετέρχεται όλων των μέσων», «διέφυγε του κινδύνου», ή «απάδουν τέτοιων θεωριών»! Ή τα «εισέρχεται του ναού». Ή ο «νόστος», όλο και πιο συχνά στη θέση της νοσταλγίας. Όμως νοσταλγία είναι το άλγος του νόστου, ο πόνος της επιστροφής -γιατί νόστος, όπως ξέρετε, σημαίνει επιστροφή. Και ξαφνικά ακούμε για τον «νόστο της επιστροφής», που σημαίνει «η επιστροφή της επιστροφής»! Και πόσα άλλα, τζάμπα, όπως είπα, έτσι για να τα πούμε πιο κολλαριστά, πιο λόγια. Όπως τα «φίλια πυρά», αντί για τα «φιλικά πυρά», που λέγαμε ως τώρα. Και τους «όμβρους», στο δελτίο καιρού, κάτι που δεν το ακούγαμε ούτε στις πιο καθαρεύουσες ημέρες».
Υπάρχουν κίνδυνοι που απειλούν τη γλώσσα μας, και εάν ναι σε ποιους χώρους τους εντοπίζετε;
«Φοβούμαι ότι κίνδυνος για τη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς αυτό που περιέγραψα με τη δεύτερη κατηγορία λαθών. Και δεν εννοώ επ' ουδενί τα ίδια τα λάθη, αυτά ή και σοβαρότερα ακόμη. Εννοώ την έλλειψη εμπιστοσύνης στη γλώσσα μας. Γιατί η Ιστορία μάς δείχνει ότι μια γλώσσα χάνεται όταν εκλείψουν βιολογικά οι ομιλητές της, όπως παραδείγματος χάρη με τις φυλές του Αμαζονίου. Ή όταν αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν οι ομιλητές της με τη βία, φυσική ή ψυχολογική, όπως συμβαίνει με γλώσσες μειονοτήτων και τοπικά ιδιώματα, που τα κυνηγά το επίσημο κράτος ή τα εγκαταλείπουν οι ομιλητές τους, για λόγους κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, την «αυτόβουλη» εγκατάλειψη, θα μπορούσαμε να δούμε τη μοναδική και πάντως μακρινή αναλογία με τα σημερινά δεδομένα. Και προς αυτή πλέον την κατεύθυνση μπορεί να δουλεύει ακριβώς η κινδυνολογία για τη γλώσσα, η απαξίωση της γλώσσας της σημερινής».
Πληθαίνουν όμως οι φωνές που μιλούν για παρακμή και φθορά της γλώσσας στις μέρες μας, εστιάζοντας μάλιστα την κριτική στον τρόπο διδασκαλίας της γλώσσας στο Δημοτικό και των αρχαίων στο Γυμνάσιο και στην καθιέρωση του μονοτονικού. Το πολυτονικό μάλιστα χρησιμοποιείται ολοένα και από περισσότερους συγγραφείς. Ποια είναι η γνώμη σας για όλα αυτά;
«Λπό τα αρχαιότερα ήδη χρόνια, δεν θα βρείτε εποχή που να μην αναπαράγεται με πανομοιότυπο τρόπο ο θρήνος για την παρακμή της γλώσσας. Αποκορύφωμα, η ελληνιστική εποχή, όπου η ιερή σήμερα για μας γλώσσα των Ευαγγελίων χαρακτηρίζεται «έκφυλος», «πάνυ αηδής» και τα λοιπά. Όσο για τη σχολική πραγματικότητα, με όλα τα τεράστια περιθώρια για βελτίωση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ποτέ άλλοτε δεν διδάχτηκε συστηματικότερα η γλώσσα στο σχολείο. Το ίδιο και τα αρχαία στο Γυμνάσιο, όπως δείχνει μια απλή σύγκριση των αναλυτικών προγραμμάτων. Εδώ μάλιστα θα επικαλεστώ τον καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, από τους βασικότερους κάποτε θεωρητικούς της παρακμής της γλώσσας, που διακηρύσσει σήμερα ότι η γλώσσα βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ο ίδιος άλλωστε, μια και με ρωτάτε και για το πολυτονικό, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι στη νεοελληνική γλώσσα το πολυτονικό δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά».
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ελληνική απειλείται με συρρίκνωση εξαιτίας της μαζικής εισβολής ξένων λέξεων και της επέλασης της αγγλοαμερικανικής, που είναι η βασική γλώσσα της παγκοσμιοποίησης. Πώς κρίνετε αυτή την άποψη;
«Η γλώσσα επέζησε και μεγαλούργησε μαζί και με δάνεια κάθε λογής, ακόμα και απροσάρμοστα, από τα αρχαιότερα χρόνια. Δεν εννοώ, βεβαίως, ότι πρέπει να επαναπαυόμαστε. Οφείλουμε όμως να δούμε ότι μέσα σε ελάχιστα χρόνια οι κομπιούτερ έγιναν και «υπολογιστές», το ίντερνετ «διαδίκτυο», και άλλα πολλά».
Υπήρξατε διορθωτής και επιμελητής του Οδυσσέα Ελύτη, ενός ποιητή που είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα. Τι σας έχει μείνει απ' αυτή τη συνεργασία;
«Το ότι ο Ελύτης (για να περιοριστώ σε όσα συζητήσαμε εδώ), πλάι στην πίστη με την οποία περιέβαλλε τη γλώσσα συνολικά, στάθηκε πάντα ανυποχώρητος στη γλώσσα τη σημερινή, με απόλυτο σεβασμό στο γραμματικοσυντακτικό σύστημα της, χωοίς κανένα «συνεπήγετο» και 'ηρνείτο', αλλά και «πώπωτε» και «όμβρους».