Skip to main content
|

Βρεξ' δε βρεξ'...

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

ΒΡΕΞ’ ΔΕ ΒΡΕΞ’…

 

Γράφει ο Μιχάλης Λημναίος

Ένα ζευγάρι σαν και τα πιο πολλά στο χωριό, ο Τιμολής, με την κυρά του την Ασπασίγια.

Τον καιρό που ’ταν μικρός ακόμα ο Τιμολής, νιάνιαρο, κι ήρτε η ώρα να τον βαφτίσουν, συνήθεια απαράβατη ήταν στο χωριό, το όνομα του παιδιού να το διαλέγει αποκλειστικά ο νονός. Οι γονέοι του μικρού καθόλου λόγο δεν είχαν σ’ αυτό, άσε που ο πατέρας δεν παρίστατο ούτε στο μυστήριο της βάφτισης. Έτσι λοιπόν, τη μέρα που ’ταν ορισμένη για την βάφτιση του μικρού, ο πατέρας έλειπε ολημερίς στα χωράφια και σαν γύρισε το βράδυ άλλη έννοια δεν είχε, παρά να πληροφορηθεί το όνομα του κανακάρη του.

«Τί του βγάλαν μουρή του μουρό;»

«Τιμολέων» αποκρίθηκε η μάνα.

«Άαα, κρίμας του μουρό! Τσι φαίνουντου να ’νι τσι ξυπνητό…» . Μάλλον δεν του άρεσε και πολύ το όνομα του νεοφώτιστου, ε, δεν ήταν κι από τα συνηθισμένα ονόματα του χωριού. Κι έτσι ο μικρός μεγάλωσε με τόνομα: Τιμολής.

Όσο για το όνομα της μετέπειτα συμβίας του, της Ασπασίγιας, αυτηνής η νονά έτυχε νάναι από τις λίγες γραμματιζούμενες στο χωριό. Ήταν δασκάλα. Και τ’ όνομα που διάλεξε για την αναδεξιμιά της ήταν Ασπασία. Βλέπεις θαύμαζε την αρχαία συνονόματη, τη σύντροφο του μεγάλου Περικλή, για την ευφυία της και τον δυναμισμό της. Κι αυτή βέβαια μεγάλωσε με το αγιαπαρασκευώτικο ιδίωμα, τα θηλυκά ονόματα που τελειώνουν σε -ια να καταλήγουν σε -για. Όπως η Μαρία γινόταν Μαρίγια, η Σοφία Σουφίγια κλπ. Έτσι και η Ασπασία έγινε Ασπασίγια.

Σαν παντρεύτηκαν όμως ο Τιμολής κι η Ασπασίγια κι έκαναν τους δυο γιούς, η παλιά συνήθεια να διαλέγουν τα ονόματα των μικρών οι νονοί είχε σχεδόν ατονήσει. Κι έτσι τον πρώτο τους τον γιο τον είπαν Χαράλαμπο (Χαρλαμέλ’ τον φώναζαν), από το όνομα του πατέρα του Τιμολή. Ενώ στον πιο μικρό έδωσαν το όνομα του πατέρα της Ασπασίγιας. Ευστράτιο. Αυτόν τον φώναζαν Στρατήγ’.

Μεγάλωναν λοιπόν οι δυο γιοί, σαν που μεγάλωναν στο χωριό τα πολλά τα κοπελάρια. Ούτε με ανέσεις ιδιαίτερες, μα δεν πείνασαν κιόλας. Καλοί νοικοκυραίοι οι γονιοί τους. Με τα λίγα πρόβατα, με τα λιοχώραφα τους, το ένα στο «Γιουρνήσι» και τ’ άλλο στην «Καμάρα» και το ανοιχτό το χωράφι στο κάμπο, που τόσπερναν, αλλά και το μικρό τ’ αμπέλι τους στην «Αρακλή», λίγο ή πολύ ψευτοζούσαν, όπως ο πολύς ο κόσμος τα χρόνια εκείνα.

Σαν πήγαν στο σκολειό οι μικροί, ένα χρόνο διαφορά είχαν στην ηλικία, δεν μπορούμε να πούμε ότι τάπερναν και ιδιαίτερα τα γράμματα. Με το ζόρι το τέλειωσαν το Δημοτικό.

Και στα χρόνια τα κατοπινά βοηθούσαν όσο μπορούσαν στις δουλειές του πατέρα τους. Μέχρι που απόκτησαν κι από ένα άλογο ο καθένας τους. Που το καμάρωναν και το περιποιούνταν σαν νάταν το παιδί τους. Και πανηγύρι δεν έχαναν, και στο δικό τους, αλλά και στα γύρω τα χωριά. Απ’ τον Μανταμάδο, και τα χωριά του κάμπου της Καλλονής. Κι απ’ το μοναστήρι του Λειμώνα μέχρι και την Πέτρα.

Ήρθε η ώρα να βγάλουν και το στρατιωτικό τους. Που ύστερα απ’ αυτό ελεύθεροι πια ήταν, και με την ευχή των γονιών τους, να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια.

Κι ως είχαν όμορφο παρουσιαστικό και λεβεντιά, δεν άργησαν να το καταφέρουν.

Ο μεγάλος ο Χαράλαμπος, μια χρονιά, στη χάρη της Παναγιάς, στην Πέτρα, εντόπισε την όμορφη Σκουταριώτισα, την Αριστοθέα, πάνω που χόρευε το συρτό. Αμέσως την αγάπησε. Ρώτησε κι έμαθε, τη ζήτησε από τους γονείς της και ο γάμος τους δεν άργησε. Με όλα τα πρέποντα και τα έθιμα της εποχής και του καινούργιου τόπου. Στην εκκλησία του χωριού, που κι αυτή στο όνομα της Παναγίας ήταν αφιερωμένη.

Ο γαμπρός μας λοιπόν, ο Χαράλαμπος, μιας και δεν είχε ούτε σταθερή δουλειά ούτε γνώριζε κάποια τέχνη, δεν έμενε παρά να ασχοληθεί με την καλλιέργεια των μποστανικών στα χωράφια του πεθερού του, στον κάμπο της Άναξου.

Τον άλλο χρόνο ήρθε η σειρά και του Στρατήγη. Στη μεγάλη γιορτή του Ταξιάρχη του Μανταμάδου, την Κυριακή των Μυροφόρων, δυο βδομάδες ύστερα από το Πάσχα, γνώρισε κι ερωτεύτηκε την Ταξούλα, την κόρη του καλύτερου αγγειοπλάστη του χωριού. Παντρεύτηκε σε λίγους μήνες αργότερα κι αποκαταστάθηκε εδώ. Και όπως κι ο μεγάλος ο αδερφός του, και τούτος ο νιόγαμπρος έτοιμη δουλειά βρήκε στο καμίνι των πεθερικών του, στον Άγιο Στέφανο.

Κάπως έτσι, το πρώτο το ζευγάρι της ιστορίας μας, ο Τιμολής κι η Ασπασίγια, έμειναν μόνοι στο χωριό. Αποδέχτηκαν αγόγγυστα τη μοίρα, να φύγουν μακριά οι γιοί τους, τα παλληκάρια τους.

«Μόνου καλά να πιρνούν στα σπίτια ντουν, τσι δε πειράζ’», μονολογούσαν κάθε λίγο και λιγάκι.

Τηλέφωνα δεν υπήρχαν ακόμα στα χωριά και οι γιοί δεν τόχαν και πολύ με την αλληλογραφία. Σε μερικά γράμματα που πήραν απ’ τους γέρους τους, δεν αξιώθηκαν ν’ απαντήσουν.

Κι ένα πρωί, η μάνα η Ασπασίγια δεν βάσταξε:

«Τι πουλλά τσι λίγα άντρα μ’, άϊντι να πας σύ. Να πάρ’ς του μ’λάρ’, σιγά σιγά, να δούμι τί κάν’ οι προυκουμέν’ μας… Αφού δε ένι άξ’ ένα γράμμα να γράψ’ν…»

«Δίτσου έχ’ς βρε γ’ναικα. Άσι να κουμαντάρου πρώτα τα ζα, τρεις μέρις θα λείψου…»

Και σαν έφεξε ο Θεός την μέρα, τ’ άλλο το πρωί, κίνησε για το ταξίδι του ο Τιμολής. Με γεμάτο, ίσαμε πάνω, με καλούδια το χιϊμπέ, για τους γιούς, φορτωμένο κατασάμαρα στο μουλάρι, κι ένα κουμάρι νερό για το δρόμο, το μονοπάτι τον έβγαλε πρώτα στο Κλωμηδάδο. Χωρίς να σταματήσει, παρά μόνο στη γούρνα να ποτίσει το ζωντανό του, συνέχισε για τ’ άλλο το μονοπάτι το μακρύ, όσο που φάνηκε κατά τις δέκα το πρωί το μεγάλο το χωριό, ο Μανταμάδος.

Εύκολα βρήκε το σπίτι του γιού του, του Στρατήγη. Ξεπέζεψε, ξεσαμάρωσε κι άδειασε στο καλάθι που τούφερε η νύφη του, τα ρεγάλα από τη μια σακούλα του χιϊμπέ.

«Καλώς ντου πατέρα» τον αγκάλιασε ο μικρός ο γιός, «έλα μέσα να τα πούμι… Άιντι τσι δε θα πάγου σήμιρα στου καμίν’, σαν να τούξιρα… Ούλα τούτα η μάνα μ’ τάστ’λι; Λαδουτύρια, μ’τζήθρις, τραχανό, απάξις, λουκάν’κα, λιές παστουμένις, σταφίδις, σύκα… Κρασί μπρούσκου, σούμα μυρουδάτ’… Ακόμα τσι τσιφαλούρια παστουμένα, βουβαρίτ’κα, έβαλι… Τσι σ’λήνις γιμουστές… Γεια σου ρε μάνα μιρακλίδ’σα!»

Ευχάριστα πέρασε το μεσημέρι και τ’ απόγεμα της μέρας, με κουβέντα, καλαμπούρια και παλιές ιστορίες. Η νύφη, η Ταξούλα, πρώτης τάξης νοικοκυρά, και με το πρώτο τους παιδί στην κοιλιά της ακόμα, τον καλοείδε τον μουσαφίρη, τον πεθερό της.

Μια κουβέντα μόνο του γιού τον προβλημάτισε λιγάκι τον γέρο πατέρα. Τότες που ρώτησε πώς τα περνάν στο καινούργιο σπιτικό και πήρε την απάντηση: «Καλά είμαστι πατέρα, φτο να πεις τσ’ μάνας μ’. Μόνου να, παρακαλώ ντου Θιό, μέρα νύχτα, να μη βρέχ’, για να ξιρινόντιν στουν ήλιου τ’ ατζιά, τα γραγούδια, τσ’ ούλα φτάνα που πλάθουμι…»

Σαν ξημέρωσε η μέρα η καινούργια, κίνησε ο Τιμολής για τον άλλο το γιό, τον μεγάλο, του Χαρλαμέλ’. Λίγη ανηφοριά είχε ο δρόμος, ίσαμε να φτάσει στο πρώτο το χωριό, την Κάπη. Μα το μουλάρι ήταν δυνατό ζο, ανάγκη δεν είχε. Και στο κατόπι ο δρόμος, μονοπάτι κι αυτός, σχετικά νταπανωμένος, χωρίς πολλές ανηφοριές και κατηφοριές, πέρασε πρώτα από τα Γέλοια, ύστερα από το Ψηλομέτωπο και βγήκε στη Στύψη.

Κι ύστερα από μια ώρα δρόμο φάνηκε ο κάμπος της Πέτρας. Σκέτη κατηφοριά τώρα, μέσα από μονοπάτι φιδίσιο με τα χωράφια γεμάτα λιόδεντρα, μπήκε στο χωριό κι ανέβηκε το βράχο ν’ ανάψει ένα κερί στην Παναγιά. Τάμα τόχε από χρόνια πολλά πριν, τότε που αρρώστησε σοβαρά η κυρά του η Ασπασίγια.

Κι ύστερα τράβηξε για το δρόμο, που θα τον έβγαζε στο χωριό του γιού του, στο Σκουτάρο. Ρωτώντας τον πρώτο χωριάτη που συνάντησε, έμαθε πως ο γιός, ο Χαράλαμπος ο αγιαπαρασκευώτης, αυτές τις μέρες μένει στην κούλα του πεθερού του, στο χωράφι, στην Άναξο.

Εύκολα τη βρήκε την καθισιά του γιού. Εξάλλου «μι του ρώτ’μα πας στην πόλη», όπως λέει κι ο λαός. Χαρές και γλέντι κι σ’ αυτό το σπίτι. Είδε και το πρώτο του εγγόνι, το Τιμολέλ’.

Αλλά κι εδώ, πάλι τον μεγαλοδύναμο μπέρδεψε στις δουλειές του ο Χαράλαμπος.

«Καλά είμαστι ρε πατέρα, δόξα ντου Θιο! Τσι γω, τσι γι Αριστουθιά, τσι του Τιμουλελ’! Αλλά, να, οι δ’λιές μας απ’ ντου Θιό κριμόντιν. Ούλου να βρέξ’ παρακαλούμι, να γνόντιν τα μπουστάνια μας τσι τα μπαχτσαβαν’κά μας. Αλλιώς, χουρίς βρουχή θα π’νάσουμι…».

Την άλλη μέρα το πρωί, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Το ίδιο μονοπάτι, που χρόνια τώρα περπατούν αυτοί και τα φορτωμένα τα ζα τους με κάθε είδους εποχιακά λαχανικά, οι «Κ’σταριώτις οι μπαχτσιαβάν’δις», που έρχονται στην Αγία Παρασκευή από τον μακρινό Σκουτάρο να ξεπουλήσουν την πραμάτεια τους.

Περνώντας από την βρύση, τον «Κουρού Τσεσμέ» και το γεφύρι της «Κρεμαστής», ύστερα από πέντε ωρών δρόμο, ξεπέζεψε στο σπίτι του. Που τον περίμενε πώς και πώς, με φανερή την αγωνία, η κυρά του η Ασπασίγια.

«Καλώς τουν, καλώς τουν»

«Νάσι καλά βρε γ’ναίκα! Μόνου βάλι μ’ να πιω μια σούμα. Γάνιασα τόσου δρόμου, πά στου μ’λάρ…»

«Έλα, κάτσι, τσ’ έχου μαγειριμένα πράσα μι ντου καβρουμά. Αλλά πέ μ’, να χαρείς, τι κάν’ οι μ’κροί, τσ’ ένι συνέχεια έφτου ι νους μ’»

«Τί να σ’ πω βρε γ’ναίκα; Καλά ένι, καλά τσ’ είδα. Αλλά, να, βρέξ’ δε βρέξ’, ντουν έναν θα ντου πάρ’ ι διάβουλους…!»

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Μιχάλης Λημναίος
Μιχάλης Στ. Λημναίος

Γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή Λέσβου. Αποφοίτησε από τη Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Εργάστηκε  στον ιδιωτικό τομέα, σε βιομηχανίες, όπως και στην εκτέλεση έργων.Συνταξιοδοτήθηκε όταν εργαζόταν στον ΟΤΕ, που στα τελευταία χρόνια είχε τη θέση του Προϊσταμένου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Οργανισμού στον Νομό Λέσβου.

Υπηρέτησε την τοπική Αυτοδιοίκηση για οκτώ χρόνια.Φανατικός θιασώτης της παράδοσης της πατρίδας του, συμμετείχε, θεσμικά ή εξωθεσμικά, σε πολιτιστικούς και λαογραφικούς συλλόγους.Είναι παντρεμένος με τη δασκάλα  Γαρυφαλάνθη (Ανθή) Κομνηνάκα και έχουν δύο δίδυμους γιούς. 

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις