Το μπλόκο των Ναζί στην Αγιάσο στις 28 Μαρτίου 1944 (Α' μέρος)
Γράφει ο Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής
ΜΕΡΟΣ Α΄
Αρχές του 1944. Οι φριχτές μέρες της πείνας του χειμώνα του ’41 προς το ’42, που κόστισαν πεντακόσιες περίπου ψυχές στην Αγιάσο, έχουν περάσει. Η πανωλεθρία των Γερμανών στο Στάλινγκραντ, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η ήττα του Ρόμελ στην Αφρική δείχνουν καθαρά πως το ναζιστικό θεριό είναι πια θανάσιμα λαβωμένο. Ο κόσμος κάνει κουράγιο, λαχταρώντας την επικείμενη απελευθέρωση και την πολυπόθητη ειρήνη. Άνδρες και γυναίκες στρατεύονται στον ΕΛΑΣ, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, που καταφέρνει σκληρά χτυπήματα εναντίον των καταχτητών, απελευθερώνοντας τη μια μετά την άλλη τις κατεχόμενες περιοχές της πατρίδας μας. Στη Λέσβο συγκροτούνται τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, που μαζί με την τοπική ηγεσία του ΕΑΜ εδρεύουν στην Αγία Παρασκευή, με σκοπό τη δημιουργία «Ελεύθερης Περιοχής της Λέσβου» με κέντρο την Αγία Παρασκευή και τον περιορισμό των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην περιοχή της Μυτιλήνης.

Στην Αγιάσο το κλίμα ζεσταίνεται από τις Αποκριές κείνης της χρονιάς. Ο καρνάβαλος, με τη μορφή του Αστρονόμου, προφητεύει το τέλος του φασισμού και τον ερχομό της λευτεριάς, ζεσταίνοντας τις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων και θεριεύοντας τις ελπίδες. Στο «Χάνι» της εκκλησίας της Παναγίας, μέσα σε μια καμαρούλα, στεγάζεται το Αναγνωστήριο, ο ναός του πνεύματος και του λαϊκού μας πολιτισμού. Εκεί μέσα βρίσκουν πνευματική τροφή τα ανήσυχα μυαλά, ρουφούν άπληστα τη γνώση των βιβλίων, σμιλεύονται συνειδήσεις και χαρακτήρες, γεννιούνται ευγενή οράματα για ένα καλύτερο αύριο. Το Μάρτη του ’44 η κεντρική οργάνωση του ΕΑΜ Λέσβου παίρνει απόφαση να γιορταστεί η εθνική επέτειος στα διάφορα μέρη του νησιού με ανοιχτές οργανωμένες εκδηλώσεις, χωρίς όμως να προκληθούν οι γερμανικές αρχές κατοχής, για να αποφευχθούν ενδεχόμενα αντίποινα. Οι Γερμανοί την παραμονή της εθνικής επετείου κάνουν συλλήψεις στην πόλη της Μυτιλήνης για να σκορπίσουν το φόβο.
Στην Αγιάσο, όταν έγινε γνωστή η απόφαση αυτή, καταρτίζεται πλατιά επιτροπή που θα οργάνωνε το γιορτασμό, με τη συμμετοχή του παπά-Χριστόφα Κανιμά, του Διοικητή Χωροφυλακής Αγιάσου Εμμανουήλ Βαποράκη, του δασκάλου Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, του Στρατή Καβαδέλη, του Λεωνίδα Κουζέλη και άλλων. Ο παλαίμαχος κομμουνιστής Προκόπης Μπουρλής θυμόταν ότι στο κελί του παπά-Κανιμά πραγματοποιήθηκε μια από τις συνεδριάσεις της επιτροπής οργάνωσης του γιορτασμού. Στις 24 Μαρτίου 1944 γίνεται η τελική σύσκεψη της ΕΠΟΝ Αγιάσου στο σπίτι του Μιχάλη Ι. Πασχαλιά, κάτω ακριβώς απ’ το κτίριο όπου στεγαζόταν η Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής Αγιάσου. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης φτάνει από τη Μυτιλήνη ο εαμίτης σύνδεσμος Απόστολος Τριανταφύλλου, για να αναφέρει την απόδραση από τη Γκεστάπο του Μανώλη Λαμπαδαρίδη και την έγκριση πραγματοποίησης της εκδήλωσης.


Στις 25 του Μάρτη, αφού η εκδήλωση προπαγανδίστηκε τις προηγούμενες μέρες σ’ όλο το χωριό, η πλατεία της αγοράς και οι γύρω δρόμοι κατακλύζονται από πρωτοφανή κοσμοσυρροή. Η ΕΠΟΝ αναλαμβάνει το οργανωτικό βάρος της εκδήλωσης. Χώρος της γιορτής ορίστηκε το κεντρικό καφενείο «Καφενταρία». Μετά την τέλεση της δοξολογίας, εκφωνούνται οι ομιλίες για την εθνική επέτειο και για το νόημά της και απαγγέλλονται πατριωτικά ποιήματα. Ενώ όμως το πρόγραμμα εξελίσσεται κανονικά, μια ομάδα νεολαίων, μεταξύ των οποίων ο Όμηρος Κοντούλης, ο Μιχάλης Συνοδινός, ο Θωμάς Σπλιαδής, η Κορνηλία Νιγδέλη, ο Γιάννης Βέτσικας, ο Γιάννης Κουρβανιός και άλλοι, βγαίνουν από το Αναγνωστήριο, που στεγαζόταν - όπως προείπαμε - στο «Χάνι» της εκκλησίας, κρατώντας την ελληνική σημαία. Τη σηκώνουν ψηλά και φωνάζουν συνθήματα κατά των Γερμανών και υπέρ των Συμμάχων (Κάτω οι Γερμανοί, Ζήτω οι Σύμμαχοι, Κάτω οι προδότες, Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός).

Ο ασυγκράτητος αυθορμητισμός τους πυροδοτεί τον πατριωτισμό των Αγιασωτών και σα φωτιά ξαπλώνεται σ’ όλη την Αγιάσο. Ο ανθρώπινος χείμαρρος ξεχύνεται στους κεντρικούς δρόμους του χωριού τραγουδώντας αντάρτικα και αντιστασιακά τραγούδια. Δυο επονίτισσες και δυο επονίτες, εναλλασσόμενοι ανά τέσσερις, κρατούν τη γαλανόλευκη και οδηγούν την πορεία - διαδήλωση προς το Σταυρί. Εκεί ο Μιχάλης Συνοδινός σαλτάρει στο γεφύρι και με φλογερή ομιλία του προς το πλήθος καταφέρεται ανοιχτά κατά της γερμανικής κατοχής, παροτρύνοντας τον κόσμο να αγωνιστεί για λευτεριά και καλύτερη ζωή. Από κει τα πλήθη κρατώντας την ελληνική σημαία κατευθύνθηκαν προς το Ηρώο όπου και κατέθεσαν στεφάνι. Αγέρας λευτεριάς φυσά στην Αγιάσο, που ως το βράδυ πανηγυρίζει, σα να ’χε κιόλας έρθει η άγια ώρα του λυτρωμού...!
Όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα, όταν μετά το ξέσπασμα πρόβαλε η σκληρή πραγματικότητα. Ήταν γνωστό πως οι Γερμανοί είχαν «μάτια και αυτιά» στην Αγιάσο. Θα μάθαιναν, λοιπόν, οπωσδήποτε τα όσα έγιναν και όλοι περίμεναν την αντίδρασή τους. Γι’ αυτό, τοποθέτησαν σκοπούς πάνω σε υψώματα, από τους Λάμπου Μύλους ως την Αγιάσο, που θα ειδοποιούσαν με φωτιές και καπνούς στην περίπτωση που θα εμφανιζότανε οι Γερμανοί. Οι σκοπιές συνεχίστηκαν για δυο ακόμα μέρες, χωρίς να πραγματοποιηθεί καμιά ανησυχητική κίνηση Γερμανών προς το χωριό. Έτσι, την τρίτη μέρα τα μέτρα ασφαλείας χαλάρωσαν και για τον πρόσθετο λόγο ότι είχε χιονίσει πάρα πολύ και το κρύο ήταν τσουχτερό. Οι Γερμανοί, που είχαν ήδη μάθει τα καθέκαστα, διάλεξαν εκείνη ακριβώς τη μέρα για να χτυπήσουν αιφνιδιαστικά, υπολογίζοντας στο δικαιολογημένο κατά κάποιο τρόπο εφησυχασμό του κόσμου.