Η Κυριακή αργία στην Οθωμανική Λέσβο (1909-11)
Χρόνος ανάγνωσης :
4'του Αριστείδη Καλάργαλη
Με το Σύνταγμα των Νεοτούρκων το 1909, εκτός όλων των άλλων, καθιερώθηκε και η Κυριακή αργία στα μέρη που κατοικούσαν χριστιανοί Οθωμανοί. Ωστόσο, από τους πρώτους μήνες του 1909 υπήρξαν «κρούσματα αντιδράσεως» στη Μυτιλήνη, στις κωμοπόλεις Πλωμάρι, Πολυχνίτος και σε άλλα χωριά της Λέσβου καθώς «μπακάληδες, ψωμάδες, χασάπηδες, λαχανοπώλαι, ζαχαροπλάσται και τα ρέστα» ζητούσαν επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος λειτουργίας των καταστημάτων.
Καταστηματάρχες με επώνυμες καταχωρήσεις τους στη μοναδική ημερήσια εφημερίδα της Λέσβου, Σάλπιγξ, δηλώνουν τον Απρίλιο του 1909, ότι λόγω «παραβιάσεως της υποχρεώσεως, την οποίαν άπαντες ανελάβομεν περί τηρήσεως της Κυριακής αργίας, αναγκαζόμεθα και ημείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, ιδιοκτήται Ζαχαροπλαστείων, να δηλώσωμεν εις την πελατείαν μας και το σεβ[αστόν] δημόσιον ότι εις το εξής θα μένωσιν ανοικτά καθ’ εκάστην Κυριακήν και τα ιδικά μας καταστήματα». Σε επόμενο φύλλο, κάποιος καταγγελλόμενος διευκρινίζει ότι «το κατάστημά μου ανοίγει την Κυριακήν εις τας 5 μ.μ. προς πώλησιν μόνον ζύθου τη εγκρίσει αυτών των Προέδρων των συντεχνιών και σωματείων». Εκφράζει το παράπονό του γιατί του «έθραυσαν διά λίθων μακρόθεν ριφθέντων την ύελον της προθήκης μου αξίας 20 μετζιτίων».
Αυτά συμβαίνουν στο χωριό Πολυχνίτος, μεταξύ των καταστηματαρχών. Από το ίδιο χωριό στέλνεται και προειδοποιητικό κείμενο: «Αφ’ ου αι επ’ εκκλησίαις διδασκαλίαι, και αι διαλέξεις και αι ιδιαίτεραι συστάσεις δεν ίσχυσαν να τους διδάξωσιν τα προς την θρησκείαν και την πατρίδα των καθήκοντα, πιστεύομεν η τελευταία ημών αύτη σύστασις να τους συνετίσει αναλογιζομένους ότι δυνατόν ο λαός διά συλλαλητηρίου να τους αποδοκιμάσει».
Ο χρονογράφος της εφημερίδας Μανώλης Βάλλης, ο οποίος κατάγεται από το ίδιο χωριό, απευθυνόμενος σε όσους επιθυμούν και προσπαθούν για την κατάργηση της Κυριακής αργίας γράφει: «Δεν έχω όρεξιν να επικαλεσθώ τα θρησκευτικά και κοινωνικά των ανθρώπων αυτών καθήκοντα», γιατί αμφιβάλλει αν υπάρχουν σε ανθρώπους που μοναδικό σκοπό έχουν το κέρδος και τον πλουτισμό. Όμως πρέπει να καταλάβουν αυτοί «οι ολίγοι Ρωμιοί» ότι «η Κυριακή αργία κατέστη πλέον δι’ ημάς τους ορθοδόξους επιθυμητή και σεβαστή ως δεύτερον σύνταγμα».
Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν στο νησί κοινωνικά λαϊκά κινήματα, κόμματα και συνδικάτα έρχεται ο επαγγελματίας δημοσιογράφος, και προοδευτικός διανοούμενος, και υπερασπίζεται μια κατάκτηση: «Και θυσίας εάν απαιτεί, και ζημίας τινών εάν επιφέρει το θείον έθιμον, το ουδένα όμως βλάπτον, το ουδένα ζημιούν, τους πάντας δε καθαγιάζον και προάγον πρέπει να υποστηριχθεί». Γιατί η κατάργηση της αργίας θα επιφέρει «το ξεχαντάκωμα της αναπαύσεως των ειλώτων υπαλλήλων».
Και τίθεται το θέμα «πώς οι αντιδρώντες αυτοί θα συνετισθώσι». Εκτιμά ότι τα ονομαζόμενα σοβαρά μέτρα, όπως διαταγές, παρέμβαση του Μητροπολίτη ή δημοσιοποίηση των ονομάτων στον Τύπο, δεν θα φέρουν αποτέλεσμα. Τολμά ο δημοσιογράφος, τον Μάιο του 1909, να προτείνει δράση των γαβριάδων κατά όσων επαγγελματιών καταστρατηγήσουν την Κυριακή αργία:
«Υπάρχουσιν όμως και άλλα μέτρα μη σοβαρά εκ του προχείρου υπαγορευόμενα και λαμβανόμενα. Το φόβητρον των εξηνανταβελόνηδων αυτών αντιδραστικών είναι οι γαβριάδες. Ένας δι’ ενός λακτίσματος ανατρέψας πλήρη κόφινον υαλικών ενός μπακάλη και άλλος καταβρέξας διά πετρελαίου τα λαχανικά λαχανοπώλου· το δε αποτέλεσμα θαυμάσιον».
Η Κυριακή αργία πρέπει να εφαρμόστηκε παρόλες τις προσπάθειες κατάργησής της. Μετά δύο χρόνια, το 1911, έρχεται να εργαστεί στη Μυτιλήνη ο Σμυρνιός δημοσιογράφος Κώστας Τζελέπης. Την πρώτη Κυριακή της εγκατάστασής του στην πόλη, αναγκάζεται να ξυριστεί, στο δωμάτιο τού ξενοδοχείου του, από κάποιον μαθητευόμενο κουρέα, λόγω της αργίας των καταστημάτων. Πάλι από το χρονογράφημά του μαθαίνουμε ότι στη Σμύρνη, ανακοινώθηκε η εφαρμογή της αργίας, οι συντεχνίες πραγματοποίησαν συνεδριάσεις, αντάλλαξαν γνώμες, έδωσαν συμβουλές, απείλησαν, αλλά μετά ο καθένας παραβίαζε τις αποφάσεις. «Οι μπακάληδες επώλουν διά της μεθόδου του πορτιού, εν ω οι ταβερνιάρηδες […] υπεχώρουν τάχα εις την ασθενή απαίτησιν του πρώτου τυχόντος μεθυσμένου διά να ανοίξουν τις ταβέρνες των και τα μπουκάλια των ποτών των». Τα ίδια έγιναν και στη Μυτιλήνη, μόνο που «στο τέλος έπεσε ξύλο και το πράγμα διορθώθηκε» του λέει ο μικρός κουρεύς.
Την ίδια χρονιά εκδίδεται η εφημερίδα Αγών, με σκοπό να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα «ιδία των λαϊκών τάξεων». Από το άρθρο που τιτλοφορείται «Προς Θεού», μαθαίνουμε ότι υπάρχει καταστρατήγηση της Κυριακής αργίας. Ο συντάκτης διαπιστώνει ότι «μια μεγάλη αδικία επιτελείται εν τη πόλει μας εις βάρος των πτωχών υπαλλήλων από μερικούς καταστηματάρχας, παρά των οποίων θ’ ανέμεναμεν περισσοτέραν λογικότητα και δικαιοσύνην». Εκτός της δεκατετράωρης καθημερινής εργασίας «είναι ηναγκασμένοι οι πτωχοί αυτοί νέοι να εργάζονται και την Κυριακήν και δη –απίστευτον!– μέχρι της 6ης εσπερινής». Και προειδοποιεί η εφημερίδα ότι γνωρίζει τους καταστηματάρχες που είναι αντεργατικοί, και ότι «θα δημοσιεύσομεν τα ονόματά των, εάν εξακολουθήσουν την απάνθρωπον πορείαν των».
Από τα δημοσιεύματα διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η αργία της Κυριακής δεν εφαρμοζόταν συνεχώς και από όλους. Κάποιοι καταστηματάρχες με προσχήματα άνοιγαν τα μαγαζιά τους. Η θρησκευτική πίστη και οι νουθεσίες της Εκκλησίας δεν είχαν αποτέλεσμα στους «εξηνταβελόνηδες» — μόνο οι δυναμικές δράσεις καταστροφής των προϊόντων, προθηκών καταστημάτων, αλλά και ο ξυλοδαρμός κάποιων!
Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου, το 1912, με αστυνομική απαγόρευση παρέμειναν κλειστά τα καταστήματα τις Κυριακές. Πάλι από χρονογράφημα, τον Ιούνιο του 1917, μαθαίνουμε την εφαρμογή του. Ο χρονογράφος και διανοούμενος Παναγιώτης Περρής παρουσιάζει την εφαρμογή του μέτρου, και το συνδέει με τον εκκλησιασμό:
«Έρχομαι λοιπόν εγώ και σου επιβάλλω το αστυνομικό αυτό μέτρο και σε υποχρεώνω κάθε Κυριακή να πηγαίνεις στην εκκλησιά […] για να μη χάσεις τη θρησκευτική αυτή ετικέτα που σου κόλλησε ο παππάς μαζί με τον κανδυλανάπτη και το νονό σου […] κλείω καφενεία, γαλακτοπωλεία, οινοπνευματοπωλεία, για να σε υποχρεώσω επειδή δεν έχεις πού να πας να διευθυνθείς στην εκκλησιά […] να θυμάσαι άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδος ότι ζεις μεταξύ χριστιανών και ότι αποτελείς μέλος αυτής της ομάδας η οποία συνέρχεται επί το αυτό κάθε Κυριακή για να απατήσει και απατηθεί για να κοροϊδεύσει και κοροϊδευθεί».
Ο Περρής, το γνωρίζουμε από άλλα κείμενά του, ήταν υπέρ του διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Οπότε, πέραν του θέματος της αργίας, θέτει και το ζήτημα των αστυνομικών μέτρων στην καθημερινότητα των πολιτών. «Αλίμονο όμως στο άτομο, στη κοινωνία και στο έθνος εκείνο που περιμένει να διδαχθεί και εκτελέσει τα καθήκοντά του από την Αστυνομία». Το μέτρο το χαρακτηρίζει μεσαιωνικό, γιατί «αντίκειται λιγάκι στο τακτ που πρέπει να χαρακτηρίζει τας σχέσεις Θεού και ανθρώπων».
Εκατό χρόνια μετά, ξανασυζητάμε το ίδιο θέμα. Διαπιστώνουμε ομοιότητες και διαφορές και, βέβαια, τη θλιβερή διαχρονικότητά του.