Το μοιρολόι της Παναγιάς (όπως τραγουδιόταν παλιά στην Αγιάσο)
Γράφει ο Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής
Η εβδομάδα των παθών του Χριστού έχει να προσφέρει πλούσιο λαογραφικό υλικό. Μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται το μοιρολόι της Παναγιάς που τραγουδιέται από γυναίκες το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης (μετά τα 12 Ευαγγέλια) ή το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, την ώρα που στολίζεται ο επιτάφιος. Τα τελευταία χρόνια στην Αγιάσο τραγουδιέται το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής.
Το μοιρολόγι της Παναγιάς παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ορισμένα βυζαντινά κείμενα όσο και με κείμενα της νεότερης λαϊκής παράδοσης. Το ύφος του εμφανίζει συγγένεια με τον Επιτάφιο θρήνο ή “Εγκώμια” που ψέλνονται το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής στην ακολουθία του Επιταφίου, ενώ οι λεπτομέρειες της αφήγησης παραπέμπουν σε νεότερα δημοτικά τραγούδια.
Εκτός από τη δημώδη ποίηση, στη λόγια Βυζαντινή απαντάται η χριστιανική τραγωδία “Χριστός Πάσχων”, κείμενο το οποίο έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο έργο αυτό, που αποτελείται από 2.600 στίχους οι 1.304 προέρχονται από γνωστές τραγωδίες (του Ευριπίδη, του Αισχύλου, του Λυκόφρονα). Ο συγγραφέας παραβάλλει την Παναγία με την Εκάβη, ενώ η Παναγία όταν θρηνεί χρησιμοποιεί τα λόγια της Μήδειας που θρηνεί για τα παιδιά της. Εκτός από τις επιδράσεις των κλασικών, το κείμενο αυτό έχει δεχτεί την επίδραση από το Κοντάκιο του Ρωμανού και τα Σταυροθεοτόκια.

Στον Χριστό Πάσχοντα εμφανίζεται η έκκληση της Παναγίας στο Χριστό να φανερώσει τη θεϊκή του φύση, το θέμα της απόγνωσής της και της επιθυμίας της να αυτοκτονήσει, καθώς και το παράπονό της πως θα απομείνει ολομόναχη αν την εγκαταλείψει ο γιος της. Η απελπισία αυτή της Παναγίας παρουσιάζεται ως βασικό μοτίβο σε νεότερα δημοτικά τραγούδια, καθώς επίσης και το ζήτημα της κατάρας της Παναγίας, βασικό μοτίβο στο μοιρολόι της.
Ακολουθεί η παραλλαγή του μοιρολογιού της Παναγιάς, όπως τραγουδιόταν παλιά στην Αγιάσο και όπως τη διέσωσε από μνήμης ο παππούς μου Παναγιώτης Προκοπίου Κουτσκουδής (1885-1978) και το κατέγραψε η θεία μου Ειρήνη Σιδερή-Κουτσκουδή.1
Καλό ’νι το Άγιος ο Θεός, καλό ’νι να το λέμι
όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τ’ ακού’ αγιάζει
και κείνος που τ’ αφουγκραστεί Παράδεισου θα λάβει.
Παράδεισου και λειτουργιά μες στ’ άγιου μουναστήρι.
Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
η Παναγιά η Δέσποινα κάθητο μοναχή της.
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Ακού’ βροντές, βλέπ’ αστραπές, γροικά σεισμούς μεγάλους
βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της,
βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα θολωμένα
και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
Βλέπει το Γιάννη κι έρχεται κλιαμένος και δαρμένος,
κλιαμένος και βρεχάμενος και καταλυπημένος.
Κρατούσε και στο χέρι του μαντήλι ματωμένο,
Κρατούσε και στο άλλο του μαλλιά της κεφαλής του.
-Γιάννη μου, τ’ έχεις κι έρχεσαι κλιαμένος και δαρμένος
κλιαμένος και βρεχάμενος και παραπονεμένος;
Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε για το χαρτί σου χάσις;
-Στόμα δεν έχω να το πω, μιλιά να το μιλήσω
μηδέ καρδιά μου δε βαστά να σου το μολογήσω.
-Για κάν’ αχείλι πες μου το, γλώσσα και λάλησέ το,
σφίξε και την καρδούλα σου και ομολόγησέ το.
-Το δάσκαλό μου πήρανε γοι άνομοι γ’ Εβραίοι
οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα ληστή τον σύρναν
δα να ’κανε και φονικό και τον ετυραγνήσαν.
Σαν πεύκο τον εκόβανε, σαν δρυ τον πελεκούσαν
και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο τα ρίχναν.
Και βγάζαν κόκκινο καπνό και πράσινες φωτίτσες.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό τη βρέξανε, τρία κανάτια μόσχου,
τέσσερα με ροδόσταμο ώστε να συνεφέρει.
Σαν ήρτε και συνέφερε, τούτο το λόγο λέγει:
-Ας έρτει Μάρθα και Μαρία, τ’ Αγιού Γιαννιού η μάνα
και του Λαζάρου γ’ αδερφή, να φύγουνε αντάμα.
Όσ’ είσθε φίλοι, τρέξετε, όσ’ είστ’ εχθροί, χαρείτε,
όσ’ αγαπάτε το Χριστό, ελάτε να τον δείτε.
Τρέξανε από πίσω της χιλιάδες μιλιγιούνια
βγήκανε και μικρά παιδιά ’πό μέσα απ’ την κούνια
και πήραν στράτα το στρατί, δίπλα το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μπρος στου Χαρτζά την πόρτα.
-Ώρα καλή σου, μάστορα, εσέ και την υγειά σου,
εσέ και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου (ή το χαρέμι σου)
για πες μου, σε παρακαλώ, τι ’ν’ η δουλειά που φτιάχνεις;
-Τρία καρφιά παράγγειλαν γοι φίλοι μου γ’ Εβραίοι
μα γω για το χατίρι τους θε να τα κάνω πέντε.
Να μπουν τα δυο στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια
και τ’ άλλο το φαρμακερό να μπει μες στα τζιγέρια.
-Παρακαλώ σι, μάστορα, μην τύχει και τα κάνεις
κι αν θέλεις δίνω σ’ τα, φλουριά δεν τα λυπούμι
αν θέλεις και χρυσαφικά και κείνα θα τα βρούμι.
-Ό,τι κι αν τάξεις, Παναγιά, εγώ θε να τα κάνω
γιατί τα περιμένουνι στο Γολγοθά επάνω.
-Ατζίγκανι, κολόπανι, σκυλί, καταραμένε,
να λιέσι ’πί χουριό εις χουριό, κατάσταση μην κάνεις
μηδέ στην τραχηλίτσα σου πουκάμισο να βάνεις,
τ’ αμόνι σου να καίγεται και το σφυρί σ’ να λειώνει,
να σου γαβγίζουν τα σκυλιά κι εσύ να κοτσιγρώνεις.
Ποτές πα στο καμίνι σου αχλιά μην αποτάξεις,
ποτές μες στη σακούλα σου παράς να μη στεριώσει
κι εκεί πο ’χεις τη μόνια σου χόρτου να μη φυτρώσει.
Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τς έβγαλι στου Βόσκοντα την πόρτα.
-Ώρα καλή σου, Βόσκοντα, εσέ και την υγειά σου
Μαζί και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου.
Μην έτυχε να δεις εσύ του γιο μ’ του χαϊδεμένου
όπου τουν έχου μουναχό τσι μοσχαναθριμμένου;
-Βλέπεις εκείνο το βουνό, το μαυραχνιασμένου;
Εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.
-Το ’να σου χίλια να γινεί, τα δυο χίλις χιλιάδις
ν’ αυξάνουν να πληθαίνονται σαν άμμος της θαλάσσης.
Σαν πέτρες να ’νι τα τυριά, σαν ποταμός το γάλα,
σα μυρμηγκιά να βγαίνουνε τα πρόβατα απ’ τη μάντρα.
-Αγείτι να παγαίνουμι προτού να τον σταυρώσουν
Πριν τον καρφώσουν με καρφιά και τόνε θανατώσουν.
Στο δρόμο που βαδίζανε είδαν ένα ζευγάρι.
-Καλώς τα κάνεις, μάστορα, και διάφορο να έχεις.
Μην είδες συ το γιόκα μου τον πολυαγαπημένου,
όπου τον έχω μοναχό και μοσχανιθριμμένου;
-Πάνω σ’ εκείνο το βουνό το μαυραχνιασμένου
εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.
-Ζυγός σ’ να γίνει μάλαμα, τ’ αλέτρι σου ασήμι
και το σιτάρι που έσπειρες αδρύ μαργαριτάρι.
Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
και τώρα πλια εφθάσανε στου Γολγοθά την πόρτα.
Βρήκαν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
βλέπουν και τα παράθυρα κι αυτά παραντωμένα.
Γονάτισε η Δέσποινα κι αυτά τα λόγια λέγει:
-Θε μου, κι αν είμαι χριστιανή και είμαι βαφτισμένη,
Θέλω η πόρτα του ληστού ν’ ανοίξει στηλωμένη.
Άνοιξ’ η πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου
η πόρτα απ’ το φόβο της γύρισε άνω κάτω.
Βλέπει μια χάβρα από Βραιγιούς, βλέπει και ατσιγγάνους
Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άϊ Γιάννη.
-Γιάννη μου, πού ‘ν’ ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου;
-Το απορώ, ω Δέσποινα, να μη βλέπεις το γιο σου,
το γιο όπου εγέννησες, το πλάσμα το δικό σου.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό, το νεκροσταυρωμένο;
Αυτό ’νι το παιδάκι σου το πολυαγαπημένο.
-Για δε, τον έχουνε γυμνό και αξελημανάρη
του βάλαν και στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι.
Πήραν τ’ αργυροστέφανο και του ’βαλαν αγκάθι
πήραν τ’ αργυζώναρο και του ’βαλαν βατάρι.
-Δεν είν’ κρημνός να κρημνισθώ, γιαλός να πέσου μέσα,
δεν έχου κουρουψάλιδου να κόψου τα μαλλιά μου;
Σταυρέ μου, για χαμήλωνε και κλίνε προς τα κάτω
Να κλαίγω και να σε φιλώ ώστα να σε χορτάσω.
-Πάψε, μητέρα μου, μην κλαίς και διάφορο δεν έχεις
για το Μεγάλο Σάββατο, τότε να μ’ απαντέχεις.
Όταν σημαίνουν γ’ ακκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,
τότε θα με δεχθείς κι εσύ με τις χρυσές λαμπάδες.
Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και κάνε μια παρηγοριά για τους νεκρούς στον Άδη.
Βάλε κρασί στο μαστραπά και πίτα στο πανέρι
και κάνε μια παρηγοριά ο κόσμος να την εύρει,
να κάμουν μάνες για παιδιά, παιδιά για τες μανάδες,
να κάμουν οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες.
Πέρασι γη Αγιά Καλή κι αυτά τα λόγια λέγει:
-Ποιος είδε γιο πα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άιντε κι εσύ, Αγιά Καλή, σκύλα καταραμένη
καθημερνώς της θάλασσας το κύμα να σε δέρνει.
Παπάς να μη σε λειτουργά, ψάλτης να μη σε ψέλνει
ποτέ λιβάνι και κεριά κανείς να μη σου φέρνει.
Ποτέ να μη δοξάζεσαι, μηδέ να λειτουργιέσαι.
Σύρε να πας να κατοικείς σ’ ένα ερημονήσι,
χριστιανός να μην ερθεί για να σε προσκυνήσει.
Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.

Παραπομπές:
1: Ειρήνη Σιδερή-Κουτσκουδή «Στης Αγιάσου τις ανηφοριές. Τραγούδια». Μυτιλήνη 2000. (σελ. 178-182)