Ο Lorqa συνδέει τη Λέσβο με τη Νέα Υόρκη μέσα από ηλεκτρονικά και παραδοσιακά ηχοχρώματα
Πίσω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Lorqa κρύβεται ο Αναστάσης Κοτσίνης, ένας μουσικός που ζει εδώ και χρόνια στο Μπρούκλιν και αγαπά εξίσου την ελληνική παραδοσιακή μουσική, με την trippy electronica.
Γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσι πριν από 32 χρόνια. Οι γονείς του είναι και οι δύο από τη Λέσβο και όταν εκείνος ήταν τεσσάρων αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, έτσι ο Αναστάσης μεγάλωσε στην Αθήνα. Στα 18 μπήκε στο Πανεπιστήμιο όπου σπούδασε μουσική και βρήκε ένα πρόγραμμα με έμφαση στη βιομηχανία. Μια βιομηχανία που πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 2000 δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που έχει εξελιχθεί τώρα. Κανείς δεν ήξερε πού θα καταλήξει η μόδα του streaming και η προσέγγιση των μαθημάτων ήταν πιο παραδοσιακή, ενώ πάντα υπήρχε ένα ερωτηματικό, μια υπαρξιακή ανασφάλεια. Έτσι λοιπόν, διεύρυνε τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και τις Επικοινωνίες.
Όταν αποφοίτησε το 2012, μετακόμισε στο βόρειο Νιου Τζέρσι όπου δούλεψε ως ντελίβερι και παράλληλα έκανε πρακτική στα Jungle City Studios στο Μανχάταν. Το στούντιο συνεργαζόταν με τα μεγαλύτερα ονόματα της δισκογραφίας, κάποια από αυτά ήταν και η Alicia Keys και ο Jay-Z. Μάλιστα ο στίχος “Concrete jungle where dreams are made of” από το τραγούδι τους ‘Empire State of Mind’, αναφέρεται σε αυτό.
Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν συμβεί πολλά. Το πρώτο άλμπουμ του Lorqa κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες και έχει τον τίτλο ‘Από μακριά’. Ένα μεσημέρι που βρισκόταν στην Αθήνα για μια γρήγορη επίσκεψη στα μέρη μας, ήπιαμε καφέ και μου μίλησε για το μουσικό του ταξίδι μέχρι εδώ, τα καλοκαίρια στην Ερεσό αλλά και το πρώτο του ολοκληρωμένο δημιούργημα.
Αναστάση, πώς είναι να κάνεις πρακτική σε ένα τόσο μεγάλο στούντιο στη Νέα Υόρκη; Αυτά που έκανες είχαν σχέση με τη μουσική σου εκπαίδευση ή ήταν περισσότερο χαμαλίκι; Ουσιαστικά ξεκίνησα με το να φέρνω καφέδες, καθάριζα επιφάνειες, αγόραζα μπανάνες και φρούτα για τον κάθε celebrity. Μηδέν λεφτά, μια βάρδια μπορεί να διαρκούσε και 27 ώρες. Μιάμιση ώρα με το τρένο για να φτάσεις Μανχάταν. Η βάρδια για παράδειγμα ξεκινούσε 10:00 το πρωί, μέσα στο 24ωρο μπορεί να κοιμόμουν μισή ώρα και ξυπνούσα στις 6:00 γιατί είχαμε κλείσει κάποιο event, μια συνέντευξη ενός A-list celebrity, οπότε έπρεπε να καθαρίσω το στούντιο για να έρθει το crew, γύρω στις 12:00 το μεσημέρι θα σκάσει ο διάσημος, μετά να ξεστήσω, να καθαρίσω και να επιστρέψω σπίτι μου την επόμενη μέρα στις 3:00 το πρωί.
Αυτό θυμίζει και Anne Hathaway στο ‘Devil wears Prada’. Ήταν χειρότερο μπορώ να σου πω. Όταν είσαι 22 είναι όλο ρομαντικό αλλά τώρα που το σκέφτομαι ξανά, καθόλου. Σίγουρα όμως ήταν μεγάλη εμπειρία. Την πρώτη μέρα που ξεκίνησα με έστειλαν σε ένα πολύ ακριβό βιολογικό μαγαζί μακριά για να αγοράσω φρούτα, δημητριακά και χυμούς για ένα συγκρότημα που λεγόταν Kings Landing. Και ενώ σιχτίριζα που έπρεπε να τρέχω 15 blocks μακριά να αγοράσω φρούτα και λαχανικά για μια μπάντα που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους, από την άλλη ήμουν τόσο ψάρακλας επειδή ήμουν σε ένα τέτοιο στούντιο, με SSL κονσόλες 32 καναλιών, δερμάτινους καναπέδες και κουρτίνες που κόστιζαν περισσότερο από το νοίκι μου και δεν έλεγα τίποτα. Την επόμενη ημέρα μου έδωσαν να υπογράψω ένα συμβόλαιο εχεμύθειας και είδα ότι το Kings Landing δεν είναι τελικά το όνομα μιας μπάντας που δεν την ξέρει κανείς αλλά ψευδώνυμο για το σέσιον της Beyoncé.
Η Beyoncé πώς ήταν; Απίστευτη επαγγελματίας, συνεπής, ευγενέστατη, δουλευταρού. Είχε πλήρη επίγνωση του τι έκανε εκεί. Πάρα πολύ ευγενική, δηλαδή με χαμόγελο, με το ευχαριστώ, με την καλημέρα της, την καληνύχτα της.
Τελικά πώς έφυγες από εκεί; Ήταν αμοιβαία η απόφαση γιατί τους εξέφρασα ότι δεν ήθελα να είμαι μηχανικός, πίσω από την κονσόλα σαν ηχολήπτης, το παιδί για όλες τις δουλειές. Εκείνη την περίοδο έβραζα δημιουργικά και τα μυαλά μου βρίσκονταν στα σύννεφα. Ήθελα να είμαι παραγωγός και μουσικός, κάτι που εξέφρασα στα αφεντικά και δεν ενοχλήθηκαν. Ήμουν ειλικρινής και δεν είχα τίποτα να χάσω. Δεν καταλάβαινα σε τι θέση βρισκόμουν αλλά όσο κοντά και να βρισκόμουν στην αφρόκρεμα της διεθνούς δισκογραφίας, άλλο τόσο ήμουν μακριά.
Ουσιαστικά σε κατάπινε και δεν έκανες αυτό που ήθελες εσύ. Ακριβώς. Για να φτάσεις σε σημείο που μπορείς να συνυπάρχεις σε αυτόν τον χώρο πρέπει να περάσεις 15 χρόνια τουλάχιστον με το να μην έχεις ζωή. Έβλεπα κόσμο που δεν είχε κοιμηθεί για 5-6 μέρες, που δεν είχε δει την οικογένειά του και να είναι με χάπια και σακούλες κάτω από τα μάτια. Να τους μιλάς και να μην καταλαβαίνουν τίποτα. Ήταν τόσο ανισόρροπο το ποιος βρίσκεται πίσω και ποιος μπροστά από την κονσόλα. Αυτό ήταν κάτι που δεν μου ταίριαζε.
Και το δικό σου προσωπικό ταξίδι πως πήγε; Στα 23 μου λοιπόν τελείωσε η φάση αυτή, μετακόμισα στο Μπρούκλιν, έφυγα από το ντελίβερι, είχα χωρίσει με τη σχέση μου και δεν ήξερα που πήγαιναν τα τέσσερα. Εκεί, ένας φίλος, μου πρότεινε δουλειά σερβιτόρου σε ένα καινούργιο εστιατόριο. Οπότε έκανα ό,τι κάνει κάθε wannabe καλλιτέχνης στη Ν. Υόρκη όπου το πρωί είσαι σερβιτόρος και το βράδυ παίζεις μουσική – DJ sets. Έκτοτε ξεκίνησε το ταξίδι μου.
Ό,τι κάνω το κάνω επειδή μου αρέσει, με ενδιαφέρει και είχα την ευκαιρία να εργαστώ με ανθρώπους που αγαπούσαν επίσης αυτό που έκαναν. Αυτό είχε επίδραση πάνω μου, το είδα σαν πρόκληση. Έκανα και σεμινάρια κρασιών. Αποφάσισα να δεχτώ μια πρόταση σε ένα εστιατόριο και εξελίχθηκα σε αυτόν τον κλάδο. Με λίγη τύχη κατάφερα σήμερα να είμαι front house manager σε ένα εστιατόριο στο Μανχάταν, ενός σελέμπριτι Ισραηλινού σεφ. Αυτό το περιβάλλον έχει αρκετή πρόκληση, είναι αρκετά απαιτητικό, οπότε έχει συγκεκριμένη προσέγγιση.
Όσο δούλευες στην εστίαση έγραφες; Οι μελωδικές στροφές είναι 24ωρου. Από τότε που ήμουν 13-14 ετών έπιανα κάποιο όργανο και κάτι γινόταν. Στο πανεπιστήμιο έκανα ιδιαίτερα μαθήματα, θεωρία κτλ. Το πιο ενδιαφέρον που δεν περίμενα να λάβω μέρος ήταν η χορωδία της σχολής. Σε κάποια φάση μάθαμε το Requiem του Mozart. Εγώ ήμουν τενόρος και ο τρόπος που γίνονταν οι πρόβες, ο τρόπος που έμπαιναν οι αντρικές φωνές και ύστερα οι γυναικείες και να είναι 90 άτομα συγχρονισμένα και να ακούγεται κάτι που δεν περίμενες ποτέ, μου έκανε πολλή εντύπωση. Δεν ήταν και το πιο εντατικό πρόγραμμα αλλά έκανα κάποια μαθήματα κιθάρας, φωνητικών, θεωρία και όλα αυτά με βοήθησαν να εξελιχθώ μουσικά. Δεν ήθελα όμως να ακολουθήσω τις pop συγχορδίες. Εγώ άκουγα παραδοσιακά ελληνικά, Θανάση Παπακωνσταντίνου μέχρι κλασικές περίεργες μουσικές, τέκνο αλλά και πιο experimental καταστάσεις. Δεν ήθελα να γράψω pop μουσική.
Με την παραδοσιακή μουσική πως δέθηκες; Ήταν ξεκάθαρα λόγω της επαφής με τη Λέσβο και συγκεκριμένα με την Ερεσό. Το περιβάλλον μου άκουγε παραδοσιακά αλλά όχι τόσο λαϊκά. Έτυχε οι παρέες που είχα να το διαμορφώσουν γιατί ήταν της αμπελοφιλοσοφίας αλλά με έναν έξυπνο τρόπο, αντροπαρέα που ιντρίγκαρε ο ένας το μυαλό του άλλου. Από την πιο ηλίθια θεωρία συνωμοσίας, μέχρι Νίτσε. Αυτό μου έβραζε τα μυαλά ώστε να σκέφτομαι ότι το αυθαίρετο είναι το πραγματικό. Ακούγαμε ρεμπέτικα, Ηπειρώτικα, λίγο Δόμνα Σαμίου και την ‘Κανελόριζα’ που την άκουσα για πρώτη φορά στην παραλία της Ερεσού από κάτι τύπους 10-15 χρόνια μεγαλύτερούς μου. Αυτός ο μη δήθεν τρόπος μετάδοσης είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο σε μένα στα 15 μου, από ένα περιβάλλον που μπορεί όλοι να σου λένε: «Εδώ μιλάμε μόνο για τέχνη».
Πώς δεν αποφάσισες να ακολουθήσεις αυτό το μουσικό είδος και ένιωσες την ανάγκη να κάνεις την πρόσμιξη με ηλεκτρονικούς ήχους; Ποια ήταν η σκέψη που σε έκανε να τα ενώσεις; Η πρώτη μου αγάπη ήταν η ηλεκτρονική μουσική. Η ένωση πήρε πολύ χρόνο για να ζυμωθεί. Ήταν ξεκάθαρα δική μου εξερεύνηση του πώς μπορώ να συνδυάσω αυτές τις δυο αγάπες. Σαν μουσική προσέγγιση, μελωδικά, είχα κάτι που έπαιρνε μια ενδιαφέρουσα μορφή. Αυτό προέρχεται από το αντί-pop παρελθόν μου. Δεν αφορίζω πλέον πράγματα. Υπάρχουν pop κομμάτια που είναι πανέμορφα και είναι pop για έναν συγκεκριμένο λόγο.
Αν ένα κομμάτι γαληνεύει κάποιον σημαίνει ότι έχει μια μαγεία μέσα του. Όταν το επεξεργάζεσαι αυτό και το αντιλαμβάνεσαι μετά κατεβάζεις τα τείχη που έχεις χτίσει και το βλέπεις αντικειμενικά. Είναι σημαντικό από που προέρχεται αυτό που γράφεις. Αν γράφεις για να πουλήσεις και να βγάλεις χρήμα, ναι με ενοχλεί κυρίως η πρόθεση. Πριν κάποια χρόνια ένα παιδί έκραζε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη για τα pop κομμάτια που έγραφε. Του έλεγα λοιπόν ότι η pop μουσική είναι δύσκολη διότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός σε σχέση με την πειραματική μουσική. Έχει πατήματα που είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν. Πρέπει να είσαι ταλαντούχος και πολύ έξυπνος για να επιβιώσεις.
Η παραδοσιακή και η ηλεκτρονική μουσική ζυμώνονταν μέσα μου για πολύ καιρό και ήθελα να βρω έναν τρόπο να τα φέρω αυτά τα δυο μαζί χωρίς να είναι κιτς. Υπήρχε ένα τρεντ όπου έπαιρνες ένα ήδη υπάρχον κομμάτι, έριχνες ένα μπιτάκι από πίσω και έβγαινε. Αυτό για εμένα μοιάζει απίστευτα κιτς και τεμπέλικο. Το είχα άχτι και σαν τελειομανία. Κάθε καλλιτέχνης που αφοσιώνεται σε αυτό που κάνει ψάχνεται ώστε να το κάνει ακόμη καλύτερο. Το πάντρεμα έγινε εν μέσω πανδημίας. Είχα την ευχέρεια του χρόνου.
Ποια είναι τα τωρινά σου ακούσματα; Ξεχώρισα τώρα τελευταία τους Λάμδα. Το τελευταίο άλμπουμ τους το ‘ΤΡИА’ είναι προσεγμένη και ολοκληρωμένη δουλειά. Τους έχουν παρομοιάσει με τους Radiohead, κάτι που δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση. Γενικά, στο διεθνές ρεπερτόριο τελευταία άκουσα τον Floating Points. Μου αρέσει γιατί είναι απλός και έχει βρει τον εαυτό του μέσα από τη μουσική που παρουσιάζει. Και η Rosalia μου αρέσει και μάλιστα την άκουγα όταν έγραφα το ‘Από μακριά’. Παντρεύει το παραδοσιακό φλαμένκο με το μοντέρνο.
Πολλοί που άκουσαν κομμάτια μου έλεγαν ότι μοιάζουν με το στυλ της. Όταν το σκέφτηκα μετά συμφώνησα. Συνδυάζει κάτι πάρα πολύ φυσικό και πηγαίο, η παραδοσιακή κουλτούρα επαναφαντασιωμένη με τις δυνατότητες που σου δίνει η ηλεκτρονική μουσική. Όταν το κάνεις αυτό με υπευθυνότητα μπορείς να έχεις ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα.
Στην Αμερική έχεις ανοιχτεί δισκογραφικά; Έχουν δείξει ενδιαφέρον ή το άνοιγμά σου έγινε μόνο στην Ελλάδα; Όχι, δεν έχω κάνει κάποιο άνοιγμα στις ΗΠΑ σε σοβαρό επίπεδο. Προωθώ το υλικό μου στην Ελλάδα επειδή γράφτηκε εδώ και πηγάζει από την Ελλάδα. Με ενδιαφέρει να δω τι ανταπόκριση θα έχει στο ελληνικό κοινό. Επιδιώκω κάποια στιγμή να παρουσιάσω τον Lorqa στο αγγλόφωνο κοινό σε συνεργασία με μια φίλη μου από το Μπρούκλιν.
Τι άλλα μουσικά πράγματα έκανες πριν; Από τότε που μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησα να κάνω μπάντες, γνώρισα πολλούς μουσικούς. Στην Ελλάδα είχα επίσης ένα συγκρότημα αλλά το έχουμε πλέον διαλύσει. Στις ΗΠΑ γνώρισα την πρώην bandmate μου για 8 χρόνια, την Ελένη, η οποία μάλιστα έκανε το mastering στον δίσκο μου ‘Από μακριά’. Μαζί ξεκινήσαμε την μπάντα DizeeChroma, βγάλαμε δύο ΕP και είχαμε χωθεί βαθιά στη μουσική σκηνή του Μπρούκλιν σε σημείο που το 2017 – 2018 σκεφτόμασταν να μπούμε ως DJ duo σε φεστιβάλ πάνω στα βουνά της Ν. Υόρκης. Αυτό το είχα φουλ άχτι. Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο που δεν ρωτούσαμε καν αλλά μας έστελναν τα venues οι μπάντες καθώς φέρναμε κοινό. Στην τελευταία μεγάλη συναυλία που είχαμε κάνει στο Elsewhere, ένα από τα μεγαλύτερα venues στο Μπρούκλιν, αντίστοιχο του Six D.O.G.S, ήταν ένα κυνηγός ταλέντων της χώρας και ένιωθα βασιλιάς. Κάναμε τόση δουλειά που δεν είχαμε καταφέρει να κάνουμε τίποτα ουσιαστικά ως προς το να γραφτεί κάτι για εμάς σε ένα περιοδικό και να μας γνωρίσουν. Παράλληλα, όταν έπιασε η πανδημία έσπασε το γκρουπ και βρέθηκα σε μια περίοδο που κατάφερα να επιστρέψω στην Ελλάδα και να φανταστώ η ζωή μου στην Αθήνα. Ήθελα πρώτα δω αν μπορώ να εδραιωθώ στην Αθήνα και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Το υλικό το έχω παίξει σε κόσμο που δεν έχει σχέση με τον χώρο.
Γιατί Lorqa; Μου άρεσε ηχητικά, είναι απλό, εχει πέντε γράμματα και δύο συλλαβές, δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Έχει κάτι ελκυστικό, αισθησιακό από τον τρόπο που προφέρεται. Εκείνη την εποχή που δημιουργούσα τη μουσική μου ταυτότητα, είχα κάνει μια παύση πάνω σε ισπανόφωνους-λατινοαμερικάνους συγγραφείς και ποιητές, τη γενιά των 27, στην οποία ήταν μέλος και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Μάλιστα ένας φίλος μου, μου χάρισε την τριλογία τραγωδιών του Λόρκα η οποία περιείχε τον Ματωμένο Γάμο, τη Γέρμα… Μέσα στην πανδημία λοιπόν αποφάσισα να υιοθετήσω το όνομα και απλά για να το κάνω πιο δικό μου έβαλα το «q» αντί για «c».
Ο τίτλος του δίσκου σου ‘Από μακριά’ πώς προέκυψε; Έχει να κάνει με την απόσταση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη; Είναι και γεωγραφικό και πνευματικό το κόνσεπτ. Και σαν ύφος, γιατί έρχονται κοντά δύο διαφορετικά στυλ μουσικής, δηλαδή η θαλασσοφερμένη βουνίσια παραδοσιακίλα με στοιχεία από μπετό, υπόγεια, δυνατά ηχοσυστήματα. Όμως υπάρχει και η αμφιταλάντευση της ταυτότητας. Και Έλληνας και Αμερικανάκι, Αθηναίος, Νεουορκέζος, νησιώτης και όλα αυτά συνυπάρχουν μαζί. Μου δόθηκε το πάτημα σαν φράση μέσω του «Πεχλιβάνη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου που λέει «Μια νύχτα θα ‘ρθει από μακριά, βρε αμάν, αμάν, αέρας πεχλιβάνης». Αυτό έπαιζε σε λούπα και αναμένοντας το υλικό να γεννηθεί με τον πιο φυσικό τρόπο, ένιωσα ότι συνωμοτούσαν συμπαντικές δυνάμεις ώστε να δοθεί το πάτημα για να το κάνω αυτό. Ήταν αναπόφευκτο και μου έδωσε τη δύναμη να μπορέσω να πάω με το κύμα.
Όλα τα πράγματα ήρθαν και έκατσαν τόσο φυσικά γιατί πολλές φορές τα ζορίζω ή τα πιέζω. Το να είσαι μεγαλομανής σαν δημιουργός έχει και τις αρετές του. Όταν αφήσεις στην άκρη τη μεγαλομανία και το κόμπλεξ και τα δεις από μακριά συνειδητοποιείς ότι έχεις μάθει πολλά πράγματα. Όταν πια σε επισκέπτεται η «μούσα» έχεις την ικανότητα να αντιδράσεις. Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν, αυτό έγινε. Υπήρξε ροή, δεν υπήρχε αντίσταση. Αντιδρούσα σε αυτά που έρχονταν. Αρκεί να πατήσει κάποιος το play και θα μάθει όσα χρειάζεται για μένα.
Θα κάνεις live παρουσίαση στην Αθήνα; Το συζητάμε. Σίγουρα κάποια στιγμή το καλοκαίρι. Έχω αρχίσει και γνωρίζομαι μέσω των social media με alternative μπάντες και ανυπομονώ. Φιλοδοξώ να κάνω ένα live εδώ ώστε να γνωρίσει ο κόσμος την αισθητική μου. Είχα την τιμή να ανοίξω τη συναυλία του Παύλου Παυλίδη στην Ερεσό και ήταν πολύ ωραία και σουρεάλ εμπειρία.
Ακούστε το άλμπουμ ‘Από μακριά’ του Lorqa στις πλατφόρμες: Spotify| YouTube |Bandcamp