Οι καμένοι και τα βούρλα
Για την εθνική επέτειο του μπάσκετ ξεκίνησα να γράψω, αλλά άλλαξα ρότα πριν καλά καλά ολοκληρώσω την πρώτη αράδα. Ποιος νοιάζεται για το Ευρωμπάσκετ 2005 και για τον Διαμαντίδη, όταν είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης στη σκατοψυχία και στον μισανθρωπισμό;
Όσες κούπες και αν σηκώσουμε στη μπάλα, πορτοκαλί ή ασπρόμαυρη, δεν έχουν το παραμικρό νόημα αν γίνουμε όλοι Τσιάρτες.
Κάποτε ταξίδευα στις διεθνείς διοργανώσεις του μπάσκετ ζαλωμένος με γαλανόλευκη σημαία και μάλιστα τη στόλιζα μπροστά στο έδρανό μου, για να δείχνω από πού έρχομαι και με ποιον είμαι.
Από τότε που μαγάρισαν τη σημαία οι λογής λογής πατριδοκάπηλοι, την κλείδωσα ερμητικά στο συρτάρι με τα αζήτητα. Δεν πρόκειται να την ανασύρω από αυτό, παρά μόνο όταν αισθανθώ υπερήφανος για τον τόπο μου και τους συμπατριώτες μου. Και δεν βλέπω να συμβαίνει σύντομα κάτι τέτοιο.
Πρόσφατα ξεκίνησα να φτιάχνω μία μαύρη λίστα, με τις πόλεις και τα νησιά που αρνούμαι να επισκεφτώ επειδή με κάνουν να ντρέπομαι για την ελληνική καταγωγή μου.
Αυτό το συναίσθημα συνήθως προκύπτει από τη μαζική αντίδραση των κατοίκων τους ενάντια στους πρόσφυγες, στους μετανάστες και στους άλλους αναξιοπαθούντες αυτού του κόσμου. Ή ακόμη και στα ζώα.
Το προηγούμενο λήμμα στον κατάλογο της αισχύνης ήταν η Νάξος, με αφορμή την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να αρνηθεί την ονομασία «Μανώλης Γλέζος» στο Γενικό Λύκειο του νησιού.
Στην περίπτωση της Νάξου είχαμε κατάφωρη προσβολή της ιστορικής μνήμης, με άξονα πάντοτε την καλπάζουσα αμορφωσιά και τη συλλογική τάση προς τη μεσαιωνική ακροδεξιά.
Το κατόρθωμα των κατοίκων των Καμένων Βούρλων, ωστόσο, ξεπερνά κάθε προηγούμενο βδέλυγμα και κάθε πανελλήνιο ρεκόρ απανθρωπιάς.
Πολίτες της λουτρόπολης του Ευβοϊκού, που δεν είναι δα ακριτική ούτε «υποφέρει» από το μεταναστευτικό όπως τα νησιά, βγήκαν στους δρόμους για να αποτρέψουν την προσωρινή εγκατάσταση 39 ανήλικων προσφυγόπουλων στον τόπο τους, εμποδίζοντας μάλιστα την πρόσβαση των φορτηγών που μετέφεραν εφόδια επιβίωσης (τροφή και κουβέρτες).
Πολλοί γονείς πήραν παραμάσχαλα και τα παιδιά τους, φοβούμενοι μη τυχόν και μεγαλώσουν δίχως ρατσιστικά αισθητήρια ο μικρός Ιόλαος και η μικρή Ιοκάστη.
Φοβούνται, οι φθονεροί γονείς, ότι θα έρθουν οι ξένοι να μας αλλοιώσουν τον πολιτισμό. Εγώ πάλι φοβάμαι ότι οι ξένοι δεν θα βρουν πολιτισμό για να αλλοιώσουν, όταν -με το καλό- έρθουν.
Οι κυρ Παντελήδες φαίνεται ότι έγιναν πλειοψηφία στην πολιτικά αναλφάβητη ελληνική κοινωνία. Ή τουλάχιστον δρουν σαν πλειοψηφία εφ’ όσον τους ανέχεται με τη σιωπή της (και με την ψήφο της) η αποχαυνωμένη πλειονότητα.
Εάν υπάρχει πολιτικό προσωπικό που οφείλει να λογοδοτήσει σε αυτό το διαρκές έγκλημα ενάντια στη χώρα, αυτό αποτελείται από όλες τις εκφάνσεις της Δεξιάς και κυρίως από τις δύο τελευταίες φαιογάλαζες κυβερνήσεις.
Η Νέα Δημοκρατία τόσο του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και του Αντώνη Σαμαρά νομιμοποίησε με χίλιους τρόπους τη μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό. Και έκανε τη χώρα σαν τα μούτρα της.
Οι καμένοι και τα βούρλα αποθρασύνονται επειδή βλέπουν στα υπουργικά και βουλευτικά έδρανα ανθρώπους με παρόμοια μυαλά και παρόμοιο μίσος στο βλέμμα.
Οργανώνουν παραβατικές κινητοποιήσεις και σηκώνουν χέρι σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, επειδή αντιλαμβάνονται ότι η εξουσία θα τους πει μπράβο, ενώ η αστυνομία θα κοιτάζει αλλού.
Το αυγό του φιδιού το κράτησαν ζεστό όχι μόνο οι συμμορίτες της Χρυσής Αυγής, αλλά και οι Βορίδηδες και οι Γεωργιάδηδες και οι Μπογδάνοι και οι Βελόπουλοι και οι Πλεύρηδες.
Και δεν είναι εύκολο πράγμα, να βρεθεί αντίδοτο στο δηλητήριο, τώρα που αυτό πέρασε στις φλέβες των νοικοκυραίων.
Η λίστα με τις περιοχές στις οποίες έριξα μαύρη πέτρα στο δόξα πατρί ολοένα μεγαλώνει. Περιλαμβάνει νομούς, νησιά, κωμοπόλεις, προάστια, χωριά, λίγο ακόμη και θα πιάνει την Ελλάδα ολόκληρη.
Μιας και ξεκίνησα αυτό το κείμενο με αναφορά στο μπάσκετ, σημειώνω ότι το γαλατικό χωριό που αντιστέκεται δεν βρίσκεται μέσα στα ελληνικά σύνορα, αλλά στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού.
Ζωντανό σύμβολο ενάντια στη διάχυτη αθλιότητα της χώρας που τη γαλούχησε, η οικογένεια Αντετοκούνμπο προσέφερε οικονομική βοήθεια στους πλημμυροπαθείς της Καρδίτσας, αυτούς που μέχρι τώρα εισπράττουν από το Κράτος μόνο λεζάντα και κούφια λόγια.
Αντίθετα με εκατομμύρια αμνήμονες νεοέλληνες, ο Γιάννης, τα αδέλφια του και η μάνα τους δεν λησμονούν ποτέ ότι η σπορά τους προέρχεται από ένα τρύπιο φουσκωτό.