Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς…
Μάρτιος του 1977, κατάταξη στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο. Μετά από δυό μήνες βασική εκπαίδευση μετάθεση στη Μυτιλήνη. Έμπαινε η άνοιξη για τα καλά κι εγώ μέσα στο τρένο παρέα με ένα σάκο και ένα σακβουαγιάζ ταξιδεύω για το λιμάνι του Πειραιά. Το «Σαπφώ» έδενε μακριά από τον σταθμό κι ο σάκος μου πληγώνει τον ώμο. Αναχώρηση στις 10.00 και μετά τις 12.00 που πέρασε το κάβο ντόρο κατάλαβα τι σημαίνει Αιγαίο. Τα χαράματα φτάσαμε στην Χίο και ηρέμησε η θάλασσα. Και μετά στο λιμάνι της Μυτιλήνης.
Το στρατόπεδο ήταν μακριά και μετά από δυο ώρες φτάσαμε στην Καλλονή στην Μονή Λειμώνος. Το 523 Τάγμα Εθνοφυλακής είχε έλθει από τα Σέρβια Κοζάνης, μαζί με πολλές άλλες μονάδες, καθώς είχε αλλάξει το δόγμα αμύνης κι ο εχθρός ήταν πλέον προς Ανατολάς. Και οι θάλαμοι ήταν οι παλιοί στάβλοι του μοναστηριού.
Δεν μείναμε πολύ καιρό και μεταφερθήκαμε σε ένα βουνό, τον Πετσοφά, κοντά στον δρόμο από την Καλλονή προς τον Μόλυβο. Ξεροβούνι με λίγα πεύκα και πουρνάρια.
Πρώτες ημέρες σε αντίσκηνα δύο ατόμων επί εδάφους. Και μετά τρεις ημέρες ελεύθεροι υπηρεσίας για να κόψουμε πλατάνια και λυγαριές και να φτιάξουμε κρεβατίνες για να σηκώσουμε τα αντίσκηνα καθώς η παραμονή θα είχε διάρκεια. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν Τάγμα Ανεπιθύμητων… μπορεί και να ήταν. Τον Ιούλιο με μετέφεραν στον Λόχο Διοικήσεως καθώς ανέλαβα υπηρεσία γραφείου κι έτσι μεταφέρθηκα σε ΤΟΛΛ με λαμαρίνες καυτές το καλοκαίρι και παγωμένες τον χειμώνα. Στον προαύλιο της Αγίας Τριάδος έξω από την Καλλονή ήταν εγκατεστημένος ο λόχος. Όταν μπήκε ο χειμώνας ζόρισαν τα πράγματα. Η σόμπα του θαλάμου θα ζέσταινε αν είχαν βρει να κόψουν ξύλα οι θαλαμοφύλακες, αλλιώς καρφοπέταλα. Και για μπάνιο κάτω από ένα μεγάλο πεύκο ένα καζάνι ζέσταινε νερό με ξύλα που θα κουβάλαγε ο κάθε ενδιαφερόμενος για μπάνιο. Γύρω καλάμια και το νερό ή καυτό ή κρύο. Ευτυχώς βρέθηκε στην Καλλονή ο ξενοδόχος άλλης εποχής που με ένα τάλιρο περιμέναμε στην ουρά με το σαπούνι και την πετσέτα ανά χείρας για μια μικρή και σπάνια απόλαυση. Και μετά την άνοιξη του 1978, μπήκαμε σε κτίρια πάλι πάνω στο βουνό, αλλά και πάλι για μπάνιο στον ξενοδόχο. Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά. Γιατί μετά από δύο χρόνια την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1979, ήμουν ακόμη στο βουνό.
Η μέρα δύσκολη ξεκίνησε με γαλέτα και τσάι και μέτραγα ακόμη επτά μήνες για την απόλυση. Βράδιασε… Καθαρός ουρανός, παγωνιά, στο βάθος ασάλευτος ο κόλπος της Καλλονής και όλοι κοιμούνται εκτός από τις σκοπιές και τους θαλαμοφύλακες.
Είμαι μαζί με τον Μίλτο στο toll του εφοδιασμού, έχουμε πυρώσει την ξυλόσομπα και πάνω της σε ένα ταψάκι ζεσταίνουμε μια κονσέρβα κορν-μπιφ που θα συνοδεύσει το κρασί που αγοράσαμε από το ταβερνάκι της Αγιά-Παρασκευής. Ο Μίλτος είναι από την Καισαριανή και είναι καλλιτέχνης. Σπουδαστής στην σχολή του Κουν και εξαιρετικός μπουζουξής αλλά και λάτρης των τραγουδιών του Λευτέρη Παπαδόπουλου.. Σιγοτραγουδήσαμε πολλά αγαπημένα τραγούδια του εκείνο το βράδυ, όμως ο Μίλτος ξεχώρισε ένα…
«Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ’ αυτό τον μαύρο τον ουρανό Αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις».
Πολλές φορές είπαμε το …Αχ χελιδόνι μου… ένα Αχ, που έβγαινε με βαθύ αναστεναγμό και πίκρα στα χείλη. Το κρασί τέλειωνε, κόντευε να ξημερώσει κι ο Μίλτος συνέχιζε…
«Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη δεν βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς Μόνο ο ντελάλης της αγοράς σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει Άχου καρδούλα μου…»
Εκείνη τη νύχτα έγινα λάτρης κι εγώ του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ένας από τους πολλούς, σίγουρα χιλιάδες θαυμαστές του, που έχουν τραγουδήσει, ερωτευτεί, χαρεί, συγκινηθεί, ονειροπολήσει αλλά και έχουν χορέψει με τα τραγούδια του. Αλλά και έχουν σεργιανίσει στις γειτονιές της Αθήνας και τα στενά δρομάκια της Πλάκας.
Εκείνο το κρύο βράδυ τα έφερα όλα στην σκέψη μου, χόρευαν όμορφες εικόνες μπροστά μου καθώς ένοιωθα πως βάδιζα σε μέρη που αγάπησα…
Οι εικόνες αυτές πέρασαν από μπροστά μου με ταχύτητα, βάρυναν το βλέμμα, έδωσαν νόημα στα …αχ. Ίσως έφταιγε η μέρα που ξημέρωνε, μπορεί και το κρασί, τρέχανε οι χαμένοι μήνες και οι μέρες… οι αμέτρητες μέρες σε αντίσκηνα, σε παγωμένους θαλάμους, μέσα στο υπόστεγο του εφοδιασμού, ανέβαιναν στα βαρέλια, τρύπαγαν τα κιβώτια και τα σακιά.
Έχουν περάσει πολλές παραμονές Πρωτοχρονιάς, όμως αυτή που έμπαινε το 1979, θα μου μείνει χαραγμένη στην μνήμη για πάντα. Καθώς ξημέρωνε και από το στενό παράθυρο του υπόστεγου, φαινόταν πέρα από τον κόλπο της Καλλονής μια… παγωμένη κίτρινη γάζα να ζωγραφίζει τον ορίζοντα, ο Μίλτος χάιδεψε τις χορδές του μπουζουκιού και μου ‘πε «σήκω ρε φίλε να χορέψεις»… και άρχισε να σιγοψιθυρίζει, με φωνή σβηστή,
«Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα
στην μικρή την πλατεΐτσα που σε γνώρισα
κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε
και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε…»
Η σόμπα κόντευε να σβήσει, οι λαμαρίνες είχαν παγώσει, σηκώθηκα, μου πέρασαν ξάφνου από μπροστά μου όσα ωραία άφησα πίσω, όσα μου στέρησαν κοντά δύο χρόνια, όσα με περίμεναν και γονάτισα. Είχε δίκιο ο Τσιτσάνης, ο ζεϊμπέκικος είναι χορός μοναχικός και ήμουνα μόνος εκείνο το ξημέρωμα, εντελώς μόνος…
«…κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε…»
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην 77Β ΕΣΣΟ και σε όσους με διαβάζουν και έχουν ζήσει παρόμοιες παραμονές Πρωτοχρονιάς.
πηγη: https://dete.gr/i