Η "νησιωτικότητα" και οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ
Των Δημήτρη Λαβατσή και Παναγιώτη Λαμπρόπουλου * Η συζήτηση που γίνεται, με αφορμή το ενδεχόμενο της κατάργησης των μειωμένων κατά 30% συντελεστών του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, έκανε γνωστή σε πολλούς και πολλές τη λέξη «νησιωτικότητα».
Ταυτόχρονα όμως έφερε στην επιφάνεια και μια σοβαρή έλλειψη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ: την, ουσιαστικά, ανύπαρκτη προσέγγισή μας στο τι είναι νησιωτικότητα για την Αριστερά. Αυτή η έλλειψη τελικά μας οδηγεί, έτσι ώστε ο σχετικός λόγος αλλά και τα επιχειρήματα που ακούγονται από τον χώρο μας, για την αποτροπή της κατάργησης αυτών των μειωμένων συντελεστών, να είναι απελπιστικά ίδιος με αυτόν των αντιπάλων.
Εξηγούμαστε:
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα νησιά αποτελούν "ιδιόμορφους" καπιταλιστικούς σχηματισμούς, εντός του εθνικού σχηματισμού. Αυτή η ιδιομορφία τους, που έχει να κάνει με την ασυνέχεια του νησιωτικού χώρου, έχει ως συνέπεια η κοινωνικοοικονομική λειτουργία κάθε νησιού να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας "κλειστής κοινωνίας". Αυτή η λειτουργία, η "νησιωτικότητα", έχει αποτέλεσμα τα νησιά να αναπτύσσουν μια δική τους (το κάθε ένα ξεχωριστά) ταξική συγκρότηση, η οποία, αν και λειτουργεί εντός του πλαισίου του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, σε μεγάλο βαθμό έχει και μία ανεξάρτητη δυναμική.
Η ηγεμονεύουσες ομάδες στα περισσότερα από τα νησιά αποτελούνται κυρίως από μεσοστρώματα που έλκουν την εξουσία τους, από τη συμμαχία τους με το μεγάλο κεφάλαιο, που στις περισσότερες των περιπτώσεων λειτουργεί έξω από αυτά.
Σε αντιστοιχία με την εθνική συγκρότηση, τα μεσοστρώματα σε κάθε νησί κατακτούν την συναίνεση των άλλων τάξεων και ομάδων του πληθυσμού, αναγορεύοντας τα δικά τους συμφέροντα σε «καθολικά συμφέροντα» των κατοίκων του. Αυτό το "καθολικό συμφέρον" είναι που αναλαμβάνει να το προασπίσει η "τοπική πολιτική εξουσία", που διαμορφώνει με τη σειρά της ένα ιδιόμορφο τοπικό σύστημα εξουσίας, που, αν και αναφέρεται στο κεντρικό πολιτικό σύστημα και έλκει τη δύναμή του από αυτό, έχει έντονη αυτονομία και πολλές φορές κινητικότητα μεταξύ των τοπικών πολιτικών δυνάμεων.
Το μικρό μέγεθος των οικονομικών δραστηριοτήτων που κυριαρχεί στην πλειονότητα των νησιών και κατά συνέπεια ο κατακερματισμός του νησιωτικού κόσμου της εργασίας, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού αγροτών αλλά και η πολυδραστηριοτητά τους, καθώς επίσης και η πολυδραστηριότητα των μεσοστρωμάτων, καθώς και η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού δημοσίων υπαλλήλων (που δεν έχουν καμία οικονομική εξάρτηση και αναφορά από το τοπικό σύστημα) εμποδίζει την ανάπτυξη της ταξικής συνειδητοποίησης και κατ' επέκταση την εκδήλωση αγώνων με βάση τα ξεχωριστά και ιδιαίτερα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας σε αυτά.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι "ηγεμονεύουσες" ιδέες για το μέλλον των νησιών (και εντός της Αριστεράς) είναι οι ιδέες της "ήπιας ανάπτυξης", της «αειφορίας» κ.λπ., χωρίς όμως να αγγίζουν στο ελάχιστο την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών εντός των νησιωτικών κοινωνιών. Η «αναπτυξιολογία» είναι το βασικό χαρακτηριστικό όλων των παρεμβάσεων.
Ο κυρίαρχος λόγος όταν μιλάει για τη «νησιωτικότητα» στέκεται μόνο στα «εξωτερικά» της χαρακτηριστικά, δηλαδή τα μειονεκτήματα που εμφανίζουν τα νησιά έναντι της ηπειρωτικής χώρας και άρα και στις αναγκαίες, οριζόντιες πολίτικες για την άμβλυνση αυτών των μειονεκτημάτων.
Όμως ο «κόσμος των νησιών» δεν είναι ενιαίος και εμείς πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε (τη νησιωτικότητα) και ως την κατάσταση εκείνη όπου οι ανταγωνιστικές κοινωνικές σχέσεις, αν και επηρεάζονται από το γενικότερο πλαίσιο ανάπτυξής τους, εντός του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, εντούτοις, εξαιτίας της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας στα νησιά, αποκτούν και μια σχετική αυτονομία.
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της νησιωτικότητας είναι ότι, σε αντίθεση με μια γεωγραφική ή διοικητική περιφέρεια του ηπειρωτικού χώρου, όπου η συνέχεια του εδάφους και άρα η ευκολία μετακίνησης, ανταλλαγών κ.λπ. δημιουργούν την αίσθηση της «ταυτότητας τού ανήκειν» σε έναν «ευρύτερο χώρο», στην περίπτωση των νησιών τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ η ταυτότητα τού «ανήκειν» περιορίζεται κυρίως από τα όρια του νησιού και αυτό έχει τη σημασία του, με την έννοια ότι με αυτόν τον τρόπο και σε μεγάλο βαθμό με τον τονισμό της «ιδιαιτερότητας» του κάθε νησιού (σε αντίθεση με τα άλλα νησιά, αλλά και την ηπειρωτική χώρα) αναπτύσσονται τοπικισμοί, μέσω των οποίων, στην πράξη, επιτυγχάνεται και η αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, εντός του κάθε νησιού ξεχωριστά.
Τελικά εμείς τη νησιωτικότητα πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως μια κατάσταση που έχει πολλές διαστάσεις και δεν πρέπει να τη βλέπουμε μόνο ως προς τη σχέση των νησιών με την ηπειρωτική χώρα, αλλά και ως προς τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των νησιών, αλλά και εντός του κάθε νησιού ξεχωριστά.
Τι γίνεται όμως με τους μειωμένους συντελεστές του ΦΠΑ;
Οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου δεν πρέπει να καταργηθούν. Όχι γιατί αν θα γίνει αυτό θα είναι «η ταφόπλακα στην ανάπτυξη των νησιών» όπως ισχυρίζεται ο κυρίαρχος (τοπικονησιωτικός) λόγος (δυστυχώς και μέρους της Αριστεράς), αλλά γιατί, αν γίνει αυτό, τότε καταργείται η μοναδική, στην πράξη, αποδοχή της «νησιωτικότητας», δηλαδή η μοναδική θετική διάκριση υπέρ (κάποιων) νησιών ως προς τη σχέση τους με τον ηπειρωτικό χώρο.
Αν το δούμε, όμως, έτσι, τότε το θέμα φεύγει από την οικονομική του διάσταση και αποκτά διάσταση καθαρά πολιτική. Ταυτόχρονα όμως, αναδεικνύοντας αυτή την πολιτική διάσταση, σχεδόν αυτόματα αναδύεται και η προβληματικότητα μιας θετικής διάκρισης που όμως δεν έχει αναφορά σε «ανθρώπους» και τις σχέσεις τους σε κάθε νησί, ξεχωριστά, αλλά σε «πράγματα» και «χώρο» και μάλιστα όχι «σε όλο τον χώρο», αλλά σε ένα μέρος του.
Κατά τη γνώμη μας, αυτή η προβληματικότητα οφείλεται στους παρακάτω λόγους:
α) Οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ, ΔΕΝ ισχύουν «για τους κατοίκους των νησιών», αλλά για όλους όσοι σε μια δοσμένη χρονική στιγμή βρίσκονται σε ένα νησί, άσχετα εάν αυτοί είναι κάτοικοι του ή όχι. Έχουν δηλαδή αναφορά στον «χώρο» και όχι στους «ανθρώπους που κατοικούν στον χώρο».
Με αυτόν τον τρόπο, οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ δεν είναι «θετική διάκριση» υπέρ των ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα νησί (διά μέσου της υποστήριξης των διαφόρων δραστηριοτήτων που αυτοί οι άνθρωποι αναπτύσσουν), αλλά υπέρ μέρους των «πραγμάτων» που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε ένα νησί, δηλαδή μιας σειράς προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία είτε παράγονται είτε εισάγονται προς κατανάλωση στον «χώρο/νησί».
Έτσι, περισσότερο κερδισμένοι είναι όσοι μπορούν να εκμεταλλευτούν πιο αποτελεσματικά αυτό το πλεονέκτημα που τους προσφέρει ο «χώρος» σε σχέση με τα «πράγματα» και ειδικότερα εκείνες οι ομάδες των τοπικών πληθυσμών που έχουν προνομιακή σχέση με προϊόντα και υπηρεσίες που είτε «εισάγονται» στα νησιά είτε «εξάγονται» από αυτά δηλαδή οι επιχειρηματίες που μπορούν να κινούνται σε μια τιμολογιακή πολιτική χαμηλότερων τιμών ώστε να επωφελούνται τα μέγιστα από την αύξηση του όγκου της πελατείας του (π.χ. τουρισμός, σούπερ μάρκετ, μεγάλες αλυσίδες κ.λπ.).
Έτσι τα οφέλη από την ύπαρξη των μειωμένων συντελεστών δεν διαχέονται με τον ίδιο τρόπο και ένταση στους περισσότερους κατοίκους των νησιών: λόγω επίκλησης των μεταφορικών και με εκμετάλλευση της ολιγοπωλιακής (καρτελίστικης πολλές φορές) λειτουργίας των τοπικών αγορών σε βασικά είδη εξαιτίας του γεγονότος ότι ο όποιος ανταγωνισμός περιορίζεται στα όριο του κάθε νησιού ξεχωριστά, ενώ οι μετακινήσεις των καταναλωτών από το ένα νησί στο άλλο είναι απαγορευτικές.
Από αυτή την άποψη αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να μην καταργηθούν οι μειωμένοι συντελεστές: σε μια τέτοια περίπτωση τα βάρη της όποιας αύξησής του θα πέσουν κυρίως στον κόσμο της εργασίας των νησιών, που είναι και η πλειοψηφία των τοπικών καταναλωτών.
β) Επιπλέον, οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ δεν ισχύουν για όλα τα νησιά, αλλά μόνο για τα νησιά του Αιγαίου, δεν αφορούν την Κρήτη, αλλά και (το σημαντικότερο) τα Ιόνια, δεν αφορούν δηλαδή το σύνολο του νησιωτικού χώρου, αλλά μέρος του.
Αυτό το γεγονός είναι που κάνει δύσκολα κατανοητή την ανάγκη της ύπαρξης αυτής της θετικής διάκρισης και που, σε τελική ανάλυση, κάνει προβληματική την ανάπτυξη συμμαχιών για την υπεράσπισή της, έξω από τα όρια των περιοχών που έχουν συμφέρον από τη διατήρησή της και προφανώς δυσκολεύει την ανάπτυξη «συμμαχιών» και εντός του νησιωτικού χώρου στο σύνολό του. Τελικά αυτή η προβληματικότητα, μοιραία, αφενός μεν ακυρώνει στη συνείδηση των πολλών την ανάγκη ύπαρξης της «θετικής διάκρισης», ενώ ταυτόχρονα δεν είναι ικανή να άρει τους τοπικισμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στα διαφορετικά νησιά.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια οριζόντια πολιτική, η οποία όμως αυτό που κάνει είναι να αναδεικνύει με τέτοιο τρόπο το θέμα της νησιωτικότητας, που ουσιαστικά αναπαράγει την κυρίαρχη λογική (τα νησιά ως «χώρος» είναι προβληματικές περιοχές σε σχέση με τον ηπειρωτικό «χώρο»), καθόλου όμως δεν παίρνει υπόψη της τις άλλες διαστάσεις της νησιωτικότητας, δηλαδή τα αντίπαλα ταξικά συμφέροντα εντός των νησιών, αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των νησιών.
Εφόσον τα πράγματα είναι έτσι, τότε εμείς ως πολιτικός χώρος αυτό που πρέπει να κάνουμε, και με αφορμή τις αγωνίες αλλά και τους αγώνες που αναπτύσσονται σχετικά με το ενδεχόμενο της κατάργησης των μειωμένων συντελεστών του ΦΠΑ, είναι να δομήσουμε τη νησιωτική μας πολιτική πάνω σε άξονες οι οποίοι πραγματικά μπορούν να αποτελούν θετική διάκριση για τους νησιώτες και μπορούν να διαμορφώσουν ένα ευρύτερο μέτωπο και συμμαχίες.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο για εμάς είναι να προτάξουμε αιτήματα και πολιτικές που θέτουν το θέμα στην πραγματική του διάσταση: που παίρνουν υπόψη το σύνολο των διαστάσεων της «νησιωτικότητας» και που θα έχουν αποτέλεσμα να λειτουργήσουν θετικά, όχι μόνο για τα νησιά, γενικά, αλλά για τον κόσμο της εργασίας των νησιών ειδικά.
Μιλάμε δηλαδή για πολιτικές υπέρ των νησιών, που θα ηγεμονεύονται από μεροληψία υπέρ του κόσμου της εργασίας που ζει σε αυτά, που θα λειτουργούν θετικά προς την κατεύθυνση όπως:
1. Την υποστήριξη και ενίσχυση με δίκαιο τρόπο του εισοδήματος, όπως (π.χ.) με μειωμένους κατά ένα ποσοστό (π.χ. 20%) συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος των κατοίκων των νησιών (προφανώς με αντίστοιχα αυξημένο αφορολόγητο).
2. Την υποστήριξη και ενίσχυση βασικών δικαιωμάτων, όπως είναι οι μετακινήσεις, (π.χ.) επιδότηση της μετακίνησης, με όλα τα μέσα των κατοίκων όλων των νησιών είτε στην ηπειρωτική Ελλάδα είτε μεταξύ των νησιών.
3. Την προστασία και υποστήριξη των δραστηριοτήτων των κατοίκων όλων των νησιών μέσω π.χ. της επιδότησης της μεταφοράς των προϊόντων που παράγονται στα νησιά προς την ηπειρωτική Ελλάδα και με μεγαλύτερο ποσοστό εάν οι μεταφορές αφορούν «ενδονησιακές» ανταλλαγές.
* αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η ΑΥΓΗ