12 χρόνια μετά... η «εκδίκηση» - δικαίωση του Μουσταφά
του Γιάννη Μακριδάκη *
Προχθές είδα τον Μουσταφά και δεν τον αναγνώρισα. Εκείνος με είδε δηλαδή, γεια σου Γιάννη, μου είπε χαμογελαστός μέσα στην εκκλησιά του Ταξιάρχη των Μεστών και φάνηκε στο ημίφως η τεχνητή του οδοντοστοιχία, ποιος είναι αυτός, αναρωτήθηκα προς στιγμήν αλλά καθώς πλησίαζε, τα μάτια του μου φέρανε στον νου τον Μουσταφά της εποχής εκείνης, πριν δώδεκα χρόνια ακριβώς, όταν εμένα λίγο έλειψε να με σκοτώσουν κι εκείνον τον έδιωξαν άρον άρον από το νησί οι γνωστοί κρατικοί λειτουργοί και φύλακες των νεοελλήνων.
Ήτανε τότε ο Μουσταφά ένας καθωσπρέπει οικογενειάρχης, σύμφωνα με όλα τα μικροαστικά πρότυπα, είχε μαγαζί κι έκανε εμπόριο, είχε νοικιασμένο ρετιρέ στο κέντρο της πόλης, είχε γυναίκα, παιδί και τετράπορτο αμάξι, όλα τα είχε ολόσωστα, αλλά είχε και κάτι που τα ακύρωνε όλα αυτά με μιας, ήτανε Τούρκος παντρεμένος με Ρωμιά της Πόλης, χιώτικης καταγωγής κι είχαν αποφασίσει να επιστρέψουν για να ζήσουν στο νησί που είχαν φύγει οι προπαππούδες της.
Μια φορά την εβδομάδα λοιπόν ερχόταν τότε στο γραφείο του Πελινναίου ο Μουσταφά και τον μάθαινα εγώ ελληνικά, κι αυτός εμένα τουρκικά. Δεν ήθελε και πολύν καιρό για να γίνουμε στόχος των τσακαλιών της ΕΥΠ, που άρχισαν τις παρακολουθήσεις και τις εφόδους στα σπίτια μας, ώσπου εγώ μια μέρα ξύπνησα με τα όπλα στον κρόταφο κι ο Μουσταφά, ποτέ δεν μου πε τι του κάνανε, αλλά το κλεισε το μαγαζί κι έφυγε στην Αθήνα, άνοιξε εκεί ένα παρόμοιο, επί της Χαριλάου Τρικούπη.
Δεν τον ξανάδα ποτέ από τότε μέχρι προχτές που τον είδα στα Μεστά. Γερασμένο κι αλλαγμένο. Είχε κοτσίδα όμως τα γκρίζα του μαλλιά, δεν ήτανε πια ένας καθωσπρέπει οικογενειάρχης με καθαρό σβερκάκι αλλά λιγδιασμένο από τις τεμενάδες της αναξιοπρέπειας μέτωπο, όπως οι περισσότεροι νεοέλληνες, όλοι όμως εκεί στο χωριό τον εκτιμούσαν, όλοι του σφιγγαν το χέρι και τον περίμεναν σαν μάνα εξ ουρανού, μέχρι και μετάνοιες του ‘καναν ελαφριές εμπρός του .
Αχ ρε Γιαννάκη, μου πε η Βγενού σαν μπήκα στην πλατεία των Μεστών, κάποτε σε μαλώναμε και σου τραβούσαμε τ’ αυτί που μάθαινες τούρκικα και που πήγαινες απέναντι αλλά τώρα μονάχα από τους Τούρκους ζούμε, κάθε μέρα τα πούλμαν έρχονται, να ναι καλά οι αθρώποι, έτσι μου πε η Βγενού, μαζί κι η κόρη της που χει εστιατόριο κι εγώ θυμήθηκα τότε που τους έλεγα ότι το νησί πάντα από την απέναντι ακτή ζούσε και πως από κει θα ξαναζήσει, πως είναι ξεκάθαρα φανερά όλα και πως η Ιστορία το χει δείξει πεντακάθαρα το μέλλον. Αλλά εκείνοι με πικάρανε που είχα πάρε δώσε με «βρομότουρκους» και κουβέντα να ακούσουνε δεν θέλανε.
Με την πικρή ικανοποίηση στο στόμα μπήκα στον Ταξιάρχη. Γεμάτη η εκκλησία κόσμο. Ένα γκρουπ μέσα κι ο ξεναγός μπροστά να λέει κάτι στα τουρκικά. Η καντηλανάφτρα σε μια καρέκλα δίπλα στο παγκάρι, να κάθεται αμίλητη και να κοιτάζει το πλήθος που είχε κατακλύσει τον ναό. Πήγα κοντά της και την ρώτησα τι γίνεται. Να τους έχει ο Θεός καλά τους Τούρκους, μου λέει, δες το μανουάλι, γεμάτο κεριά είναι, κάθε μέρα έρχουνται, να ναι καλά οι αθρώποι, και στο παγκάρι μόνο οι Τούρκοι ρίχνουνε λεφτά, Έλληνας ούτε πατάει στην εκκλησιά, ούτε κερί ανάβει, δόξα να χει ο Μεγαλοδύναμος και να τους προστατεύει τους αθρώπους να μας έρχονται. Έτσι μου πει η καντηλανάφτρα και σηκώθηκε κιόλας από την καρέκλα της, σταυροκοπούσε στον αέρα κατά τη μεριά του γκρουπ, ευλογούσε τους Τούρκους τουρίστες, τους έδινε τις ευχές της, εγώ είχα γουρλώσει τα μάτια μου και δεν πίστευα στα αυτιά μου.
Από το μυαλό μου περνούσαν όλα όσα είχα τραβήξει τότε και ένα σαρκαστικό χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στα χείλια μου. Τότε άκουσα το όνομά μου και είδα έναν κοντούλη με κοτσίδα, χαμογελαστό, κι με καρτέλα κρεμασμένη με κορδόνι από το λαιμό του, να βγαίνει μέσα από το πλήθος και να ‘ρχεται κατά μένα. Οι τουρίστες ερχόντουσαν κι αυτοί κατά ομάδες πίσω του. Σε πολύ λίγο κατάλαβα την ειρωνεία της ζωής και χασκογέλασα ακόμα πιο σαρκαστικά. Ο Μουσταφά ξεναγός! Ο Μουσταφά είναι αυτός που φέρνει κάθε μέρα τα ασκέρια των Τούρκων τουριστών στη Χίο, είναι ο Καρά Αλής ο σύγχρονος ας πούμε, μόνο που τώρα φέρνει χρήμα και όλοι τον υποδέχονται με χαμόγελα, ευχές και τεμενάδες, ας έχει και κοτσίδα, ενώ πριν μερικά χρόνια, όταν τα δανεικά έρρεαν άφθονα στους νεοέλληνες κι ήτανε εκείνος καθωσπρέπει, σαν και του λόγου τους, ένας Θεός ξέρει τι τράβηξε ο άνθρωπος μέχρι που τον διώξανε από το νησί.
Προχτές στα Μεστά ένιωσα ότι μετά από δώδεκα χρόνια δικαιωθήκαμε εγώ κι ο Μουσταφά, επιβραβευτήκαμε επειδή ήμασταν άνθρωποι αλληλέγγυοι τότε, σε μια εποχή που οι συστημικοί δίπλα μας ήταν κοιμισμένοι και παραδομένοι στα χρηματιστήρια και στα καταναλωτικά δάνεια.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει βεβαίως και τώρα υπό άλλους όρους και συνθήκες. Δεν αλλάζουν αυτά, δυστυχώς…
* Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο". Έχει γράψει τα βιβλία "Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 - 1946" (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και "10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940", ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του "Aνάμισης ντενεκές" (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, "Η δεξιά τσέπη του ράσου", νουβέλα (Εστία 2009), "Ήλιος με δόντια", μυθιστόρημα (Εστία 2010), "Λαγού μαλλί", νουβέλα (Εστία 2010), "Η άλωση της Κωσταντίας", μυθιστόρημα (Εστία 2011), "Το ζουμί του πετεινού", νουβέλα (Εστία 2012).