Ο τελευταίος μαχαιροποιός της Αγιάσου έφυγε για το ανεπίστρεπτο ταξίδι
Στις 23 Μαρτίου 2025, η Αγιάσος της Λέσβου αποχαιρέτησε έναν από τους τελευταίους παλιούς τεχνίτες της, τον Δημήτρη Χατζησταύρο, έναν εξαιρετικό άνθρωπο και μαχαιροποιό, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών. Ο Δημήτρης, γεννημένος το 1937 στην Αγιάσο, υπήρξε ο φύλακας μιας τέχνης που σιγά-σιγά χάνεται, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που συνδέεται βαθιά με την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου του.
Ο Δημήτρης Χατζησταύρος, τέταρτο παιδί του Βασίλη και της Μαρίας Χατζησταύρου, έμαθε την τέχνη του μαχαιροποιού δίπλα στον θρυλικό Γρηγόρη Βαγιανά, έναν από τους πιο φημισμένους τεχνίτες της εποχής στην Αγιάσο, και αργότερα δίπλα στον γιο του, Ευστράτιο. Μετά την μαθητεία του, ο Δημήτρης άνοιξε το δικό του μαγαζάκι, όπου έφτιαχνε μαχαίρια που έγιναν γνωστά σε όλη τη Λέσβο για την ποιότητα και την αισθητική τους. Παντρεμένος με την Σταυρίτσα Κουρτζή, απέκτησε δύο γιους, τον Βασίλη και τον Οδυσσέα, και υπήρξε υπόδειγμα συζύγου, οικογενειάρχη και φίλου.

Η τέχνη του μαχαιροποιού, όπως την εξασκούσε ο Δημήτρης μέχρι το 2018, ήταν κάτι περισσότερο από επάγγελμα – ήταν τρόπος ζωής. Με τα χέρια του μετέτρεπε απλά υλικά, όπως ατσάλι από σούστες αυτοκινήτου και ξύλο ελιάς ή κέρατα ζώων, σε εργαλεία και έργα τέχνης. Η διαδικασία ήταν επίπονη: από το καμίνι και το σφυρηλάτημα μέχρι το τρόχισμα και το "πλούμισμα" – τη διακόσμηση της λεπίδας με στίχους ή σχέδια. Ένα από τα γνωστά στιχάκια που χάραζαν οι μαχαιράδες ήταν:
Ο Δημήτρης δεν ήταν μόνο τεχνίτης, αλλά και ένας λαϊκός άνθρωπος με ζεστή καρδιά. Όπως περιγράφει ο Δημοσθένης Σκλεπάρης στην ανάρτησή του είχε την τύχη να επισκεφτεί το εργαστήριο του λίγο μετά το οριστικό κλείσιμό του το 2018 και ο Δημήτρης του έδειξε βήμα-βήμα πώς φτιάχνεται ένα μαχαίρι. Οι φωτογραφίες που μοιράστηκε – από παλιές αναμνήσεις μέχρι στιγμές στο εργαστήριο – αποτυπώνουν την ομορφιά μιας εποχής που φεύγει. (φωτογραφικό υλικό από την επίσκεψη στο τέλος του κειμενου)
Η Αγιάσος, κάποτε κεφαλοχώρι γεμάτο ζωή και δεκάδες μαγαζιά – από ραφτάδικα και τσαγκαράδικα μέχρι βυρσοδεψεία και μαχαιράδικα – έχασε με τον θάνατο του Δημήτρη ένα από τα τελευταία σύμβολα της ακμής της. Η τέχνη του μαχαιροποιού, που κάποτε άνθιζε χάρη στην επιδεξιότητα των τεχνιτών και την ανάγκη των κατοίκων για χειροποίητα εργαλεία, παραγκωνίστηκε από τη μαζική βιομηχανική παραγωγή. Το μικρό μαγαζάκι του Δημήτρη έκλεισε οριστικά το 2018 σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.
Μαχαιροποιοί ή Μαχαιράδες
Το επάγγελμα του μαχαιρά στο παρελθόν δεν απολάμβανε ιδιαίτερη κοινωνική ή οικονομική αναγνώριση, καθώς οι απολαβές του δεν ήταν υψηλές. Οι μαχαιράδες ασχολούνταν κυρίως με την κατασκευή και επισκευή μαχαιριών, ενώ παράλληλα έφτιαχναν και άλλα εργαλεία όπως πριόνια, σουγιάδες, κλαδευτήρια και «γκατζοπρίονα» (πριόνια για τις ελιές). Η εκμάθηση της τέχνης γινόταν μέσω μαθητείας κοντά σε έμπειρους μάστορες για αρκετά χρόνια, προτού οι μαχαιράδες ανοίξουν το δικό τους εργαστήριο-μαγαζί.
Οι τεχνίτες αυτοί περιόδευαν από χωριό σε χωριό για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, χωρίς να υπάρχουν επίσημες συντεχνίες που να τους οργανώνουν. Κάθε μαχαιράς λειτουργούσε ανεξάρτητα στο δικό του μαγαζί και συχνά κατασκεύαζε εργαλεία κατά παραγγελία, χαράσσοντας πάνω τους το όνομα του πελάτη. Κατά την παράδοση, οι μαχαιράδες πήγαιναν σε καφενεία ή πλατείες και χρησιμοποιούσαν ντελάληδες για να διαλαλήσουν τα προϊόντα τους.
Μέχρι τη δικτατορία του 1936, οπότε απαγορεύτηκε η οπλοφορία, τα μαχαίρια δεν ήταν μόνο εργαλεία αλλά και σύμβολα κύρους, ιδιαίτερα για τους νέους «παλικαράδες», που τα φορούσαν στη ζώνη τους. Υπήρχε μάλιστα ανταγωνισμός για το ποιος θα αποκτήσει το ομορφότερο μαχαίρι. Στη Λέσβο, ξεχώριζε ο φημισμένος μαχαιράς Βαγιανάς.
Για την κατασκευή των λεπίδων, μετά τις αρχές του 20ού αιώνα, οι μαχαιράδες χρησιμοποιούσαν ατσάλι από σούστες αυτοκινήτων. Το υλικό αυτό το επεξεργάζονταν με διάφορες τεχνικές: το έκοβαν, το έκαιγαν στο καμίνι για να το ατσαλώσουν, το χτυπούσαν με σκεπάρνι και το τρόχιζαν μέχρι να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα και κόψη. Παλαιότερα, αντί για τροχό, χρησιμοποιούσαν «ξύστρες» για να ακονίσουν τις λεπίδες. Ο τροχός αρχικά λειτουργούσε με το πόδι, αργότερα με το χέρι, ενώ το «φυσερό» του καμινιού ήταν φτιαγμένο από δέρμα ζώου και σανίδες.
Η διαδικασία του τροχίσματος περιλάμβανε πολλά στάδια. Όταν το ατσάλι κρύωνε, το ξαναέβαζαν στο καμίνι για να πυρώσει και να μαλακώσει. Για να γίνει η λεπίδα σκληρή, την πύρωναν μέχρι να κοκκινίσει και την βουτούσαν σε κρύο νερό, ώστε να «ατσαλωθεί». Αυτή η απότομη εναλλαγή θερμοκρασίας καθάριζε τη λεπίδα από μαυρίλες, δίνοντάς της λευκό χρώμα. Στη συνέχεια, την τοποθετούσαν πάνω στη φωτιά (όχι μέσα στο καμίνι) για να ζεσταθεί σταδιακά, αλλάζοντας χρώματα από λευκό σε σταχτί και τελικά σε μελιτζανί. Το κάρβουνο από καστανιές ήταν κρίσιμο για το σωστό χρωματισμό.
Οι μαχαιράδες έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην κόψη της λεπίδας, η οποία έπρεπε να ξεκινά χοντρή (2,5 χιλιοστά) στη βάση και να λεπταίνει προς την άκρη (0 χιλιοστά), σε μια διαδικασία που ονομαζόταν «άνοιγμα του στόματος». Το τελικό ακόνισμα γινόταν με την τεχνική του «λαδακώματος».
Οι λαβές κατασκευάζονταν κυρίως από κέρατα μοσχαριού ή βουβαλιού, αλλά και από ξύλο ελιάς, που ήταν ανθεκτικό και αισθητικά ελκυστικό. Τα κέρατα τα έπαιρναν από απορρίμματα κρεοπωλείων ή σφαγείων και τα επεξεργάζονταν με πριόνι ή «μαγγανοψάλιδο» για να ανοίξουν τρύπες. Για τη λεπίδα, οι τρύπες ανοίγονταν με «ζουμπά» (καλέμι). Όταν χρησιμοποιούσαν ξύλο ελιάς, έβραζαν χλωρά ξύλα για να απομακρύνουν τους χυμούς, προστατεύοντάς τα από σκόρο και ρωγμές, πριν τους δώσουν σχήμα.
Οι λαβές διακοσμούνταν («πλουμίζονταν») με σχέδια, στίχους ή σχήματα από ασήμι και χαλκό, με τους μαχαιράδες να ανταγωνίζονται για το καλύτερο αποτέλεσμα. Τα στιχάκια, συχνά δημιουργίες θαμώνων καφενείων, προσέθεταν καλλιτεχνική αξία, όπως:
- «Χάρε για πες μου να χαρείς / στο μαύρο σου σκοτάδι / θα γιάνουν τούτες οι πληγές / όταν θα μπουν στον Άδη;»
- «Μαχαίρι από τη θήκη σου / μη βγαίνεις για κακό μου / μόν’ έβγα να υπερασπιστείς / το δίκιο το δικό μου».
Σήμερα, το επάγγελμα του μαχαιρά έχει σχεδόν εξαφανίστει.
Ο θάνατος του Δημήτρη Χατζησταύρου δεν είναι μόνο η απώλεια ενός ανθρώπου, αλλά και το κλείσιμο ενός κεφαλαίου στην ιστορία της Λέσβου. Η κληρονομιά του ζει στις αναμνήσεις όσων τον γνώρισαν, στα μαχαίρια που έφτιαξε με μεράκι, και στις φωτογραφίες που μοιράστηκε απλόχερα. Τα θερμά μας συλλυπητήρια στη σύζυγό του, τα παιδιά, τα εγγόνια και όλους τους συγγενείς του. Καλοτάξιδος, Δημήτρη, να σε θυμούνται πάντα με αγάπη.

φωτογραφικό υλικό: Παναγιώτης Κουτσκουδής, Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης, Δημοσθένης Σκλεπάρης.
πληροφορίες: Δημοσθένης Σκλεπάρης, περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ