Ο Κώστας Βουλβούλης
Ο Κώστας Βουλβούλης, το "μπουλ'μπούλ' ", (Tο αηδόνι της Αγιάσου, όνομα και πράγμα δηλαδή), ο "ομογάλακτος και ισόθεος", με τον συντοπίτη του, τον Στρατή Αναστασέλλη, δικαιωματικά ανήκει, στις μεγάλες φυσιογνωμίες του τόπου μας, αυτές που λάμπρυναν, με το απαράμιλλο πνεύμα τους, αυτό το μοναδικό και αξεπέραστο αγιασώτικο σκώμμα, τα χρόνια τα μεταπολεμικά, αλλά και τα άλλα τα κατοπινά, το νησί μας.
Γέννημα και θρέμμα της Αγιάσου, από νωρίς ρίχτηκε στη βιοπάλη και ως οδηγός ταξί γρήγορα καταξιώθηκε στο χώρο της δουλειάς του, που επάξια τίμησε, για πάρα πολλά χρόνια.
Σίγουρα και δεν είμαι ο αρμοδιότερος, για να τον σκιαγραφήσω, αλλ' ούτε και μέσα στα λίγα που θα γράψω γι' αυτόν, θα μπορέσω να παρουσιάσω την προσωπικότητα του.
Θα προσπαθήσω όμως, μέσα από γεγονότα, που πήραν στο πέρασμα του χρόνου, την μορφή ανεκδότων, να γράψω κάτι γι' αυτόν, έτσι για να θυμίσω, κάποιες στιγμές από τη ζωή του. που ίσως σας είναι άγνωστες. Kαι γιατί όχι, να διασκεδάσετε, με την αξεπέραστη ζεβζεκιά του.
Πριν προχωρήσω όμως, θα ήθελα να καταθέσω - ως μαρτυρία- την τεράστια εκτίμηση που έτρεφε γι' αυτόν ο Στρατής Αναστασέλλης.
Δεν θα ξεχάσω, με πόση χαρά μου έδωσε κάποτε, μια κασέτα με τη φωνή του, όταν μέσα στη δικτατορία των συνταγματαρχών, με αναφορά δήθεν σε κάποιον διάσημο επιστήμονα της τότε εποχής, υπό μορφήν διαλέξεως, μίλαγε επί τριάντα λεπτά και δεν καταλάβαινες απολύτως τίποτα, από τα όσα ασυνάρτητα έλεγε και που βέβαια, δεν ήταν τίποτα άλλο, από τη μίμηση του ύφους και των λόγων του Παπαδόπουλου, που με άνεση λοιδορούσε.
Ο Αναστασέλλης κοντολογίς, τον θεωρούσε ανώτερο του.
Και το πίστευε!
Μειονέκτημα του, η ανυπαρξία γραπτού λόγου. 'Όμως ο προφορικός του, ήταν ανεπανάληπτος και μοναδικός. Εκφέρονταν δε με τόση σοβαρότητα - ίδιον των χωρατατζήδων- που πραγματικά δεν καταλάβαινες, αν αυτά που έλεγε ήταν αληθινά ή ψεύτικα.
Καιρός όμως να τους δούμε και από κοντά.
Κάποτε, πριν τον πόλεμο, είχαν βρεθεί στην Αθήνα. Γυρνώντας ντύθηκαν πανομοιότυπα, με γκολφ παντελόνια (της μόδας τότε), σακάκια τουΐντ, με ζώνη στη μέση, με καπέλο εξερευνητή { κάσκες τις λέγαμε) και με φωτογραφικές μηχανές, περασμένες στο λαιμό τους. Τέλειοι 'Άγγλοι εξερευνητές. Τα πλοία τότε της γραμμής, τα ποστάλια, δεν άραζαν στο λιμάνι, αλλά αρόδο. Και τους επιβάτες και τις αποσκευές τους, τις μετέφεραν με μεγάλες βάρκες, μπρατσωμένοι βαρκάρηδες, που έλαμναν όρθιοι με το πρόσωπο στραμμένο στην πλώρη, της βάρκας. Τότε οι βαρκάρηδες, είχαν την φήμη δεινών κιουλάν-παρέ,* κάτι που συνεχίστηκε και στη δεκαετία του '50, ή και λίγο αργότερα. Γνωστό τότε, το Καμτσί του Ναυτικού Ομίλου!
Και οι φίλοι μας, καμαρωτοί - καμαρωτοί, με τις βαλίτσες τους, μπαίνουν στη βάρκα γνωστού κιουλάν παρέ της πόλης μας. Όμως καμώνονται τους Εγγλέζους και μιλούν κάτι εγγλέζικα της κακιάς ώρας, χωρίς όμως και ο βαρκάρης, να έχει καταλάβει ποιοι ήταν. Αντίθετα ένιωσε και ικανοποίηση, γιατί πίστευε ότι το κόμιστρο θα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Ιγγλέζ'κις λίρις!
'Ήδη έχουν μπει στο λιμάνι, και η βάρκα, με όρθιο τον βαρκάρη της, κατευθύνεται στην αποβάθρα.
Οι επιβάτες, όπως εκείνος λάμνει με γυρισμένα τα οπίσθια του, εξακολουθούν να μιλούν την ακατάληπτη για τον βαρκάρη γλώσσα, θωπεύοντες όμως τώρα εναλλάξ, τον πισινό του.
Ο βαρκάρης, αντιλαμβανόμενος τις χειρονομίες, δεν έχει συνειδητοποιήσει και τις προθέσεις τους, αλλά ενοχλημένος αρχίζει να μουρμουρίζει!
Ω! Παναγιάμ', Γκλιζέλια κάτσιτι καλά. Θα σας βουλέψου άμα βγούμι!!!!
Και φτάνουν στην αποβάθρα. Τους βγάζει τα μπαγκάζια και τους βοηθάει να βγουν και βέβαια τους ζητάει να τον πληρώσουν.
Οι φίλοι μας, σφυρίζουν αδιάφορα και αφού του είπαν- ελληνικά τώρα- ότι είναι Μυτιληνιοί...... (λαδάδες κι όχι κωλομπαράδες), σηκώθηκαν και έφυγαν.....αναφέροντας και το όνομα του, έτσι για να δείξουν και οικειότητα!
Αυτά, για τη μεγάλη φιλία και την συντροφικότητα τους, έτσι σαν πρελούδιο σ' αυτά, που σκοπεύω να σας ιστορήσω, αμέσως τώρα για τον Κώστα Βουλβούλη!
Ας πάμε λοιπόν, στη φωτογραφία, που στάθηκε και η αφορμή, για τούτο μου το γραφτό.
Το Μπουλ'μπούλ' άψογα ενδεδυμένο, με λευκό πουκάμισο και γραβάτα, ποζάρει με σοβαρότητα, κρατώντας το τιμόνι μιας Ford καμπριολέ, έτοιμος να εξυπηρετήσει τον όποιον επιφανή πελάτη του.
Μέσα στους επιφανείς πελάτες του, πρώτος και καλύτερος, και ο Δεσπότης μας, ο Ιάκωβος ο Α', τον οποίον και πηγαινόφερνε, στην Παναγιά, στο Σανατόριο και σ' άλλα μέρη του νησιού.
Μια φορά, σε μια επίσκεψη του Δεσπότη στο Σανατόριο της Αγιάσου, δεν δίστασε ο αθεόφοβος, επωφελούμενος, της ολιγόλεπτης, απουσίας του Σεβασμιότατου, να φορέσει τη μίτρα του και να αρχίσει να ευλογεί, μ' αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση των δακτύλων, τους περαστικούς χωρικούς , που αναρωτιόνταν, ποιος είναι μαθές τούτος ο καινούριος Δεσπότης.
Κι όταν ο Δεσπότης, πλησίασε στο αυτοκίνητο που τον περίμενε, χωρίς το Μπουλ'μπούλι, να πάρει χαμπάρι, αφού εκείνη τη στιγμή ήταν απορροφημένος, από τα "ποιμαντορικά" του καθήκοντα, με το που τον είδε με τη μίτρα στο κεφάλι, δήθεν αυστηρά, κρυφογελώντας, τον επέπληξε, λέγοντας του:
- Κωνσταντίνε τι κάνεις εκεί;
Και το Μπουλ'μπούλ', αναισθήτως αδιάφορο...
-Τίπουτα Δισπουτέλιμ'. Του Δισπότ' κάνου!
Στα χρόνια της Κατοχής, αλλά και τα κατοπινά, τότε, που ακόμα, δεν υπήρχαν τα ημιγυμνάσια, και τα παιδιά των χωριών και των κωμοπόλεων της Λέσβου, κατέβαιναν για τις εγκύκλιες σπουδές τους, στα Γυμνάσια της Μυτιλήνης, πολλά απ΄αυτά, ιδίως τα φτωχά, στοιβάζονταν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, στα σπίτια ανθρώπων, που είχαν ανάγκη από τέτοιας μορφής εισόδημα.
Φυσικό λοιπόν και τα παιδιά από την Αγιάσο, να ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα. Ακόμα και στα δικά μου τα χρόνια, είχαμε τέτοιους συμμαθητές, από όλα τα χωριά του νησιού μας.
Τα παιδιά της Αγιάσου διακρίνονταν για την έντονη προφορά του ιδιώματός τους ( δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγαν) και για το ντύσιμο τους. Ήταν τα μοναδικά, που φορούσαν κοντό παντελόνι, κάτω από το γόνατο ( Οι σημερινές βερμούδες) και άρβυλα με πρόκες. Δεν θυμάμαι να πλησίαζαν τους άλλους συμμαθητές τους, εκτός κι αν ήθελαν να σου ζητήσουν κάτι.
Βρισκόμαστε στα χρόνια της κατοχής. Το οδικό δίκτυο σε άθλια κατάσταση. Κάτι αραμπάδες, για τη μεταφορά κάποιων προϊόντων ή και ανθρώπων και τα τότε ελάχιστα αυτοκίνητα, που πηγαινοέρχονταν στα μεγαλοχώρια για τη μεταφορά ανθρώπων. Δύσκολα χρόνια, που τα έκανε δυσκολότερα η παρουσία των Γερμανών και βέβαια η τεράστια έλλειψη αγαθών.
Η αλήθεια είναι, ότι τα χωριά δεν είχαν τις ελλείψεις της πόλης. Αντίθετα πολλές φορές γίνονταν και οι τροφοδότες των συγγενών τους, όταν κατέβαιναν, στη χάση και στη φέξη, για το γιατρό ή το Νοσοκομείο ή για κάποια μαιευτική κλινική, θέλοντας να αποφύγουν τις υπηρεσίες της μαμής, που βέβαια "θριάμβευε" τις εποχές αυτές.
Φυσικό λοιπόν, τα παιδιά που σπούδαζαν στο Γυμνάσιο, να περιμένουν πως και πως, πότε η μάνα τους, θα τους έστελνε το καλάθι, με το έτοιμο φαγητό, μέσα στις "καστανιές" ** ή κανένα φρούτο, ή αυγά ή και κάποιο παραδοσιακό γλυκό του χωριού.
Και οι Αγιασώτισες, δεν υστερούσαν στον τομέα αυτόν. Νοικοκυραίοι γαρ!
Και ποιόν χρησιμοποιούσαν για την τροφοδοσία; Μα φυσικά τον Βουλβούλη, που πρόθυμος έναντι κάποιας αμοιβής (σε είδος φυσικά), κατέβαζε τα καλάθια για την ...."επιβίωση" των ξενιτεμένων βλαστών τους!
'Όμως, (γιατί έχει και όμως στην περίπτωση μας) λέγεται, ότι συνέβαιναν διάφορα περίεργα πράγματα, σε σχέση με το φαγητό.
Τουτέστιν, ότι κατά την διέλευση των μαθητών, από τον τόπο διανομής των καλαθιών, το σύνηθες φαγητό, που έβρισκαν στις καστανιές ήταν φασούλες ή μαυρομύτικα, κατά διάφορους τρόπους μαγειρεμένα, παρόλο που οι γονείς, από το υστέρημα τους, έστελναν και κρεατάκι και κοτοπουλάκι και αυγουλάκια και γενικά πάσης φύσεως τροφές, που μπορούσαν να εξοικονομήσουν!
Τι συνέβαινε λοιπόν;
Απλά, άλλαζαν στόμα τα φαγητά. Κι όταν τα παιδιά γύριζαν στο χωριό τους, για τις διακοπές των γιορτών, και δεν ήσαν ροδομάγουλα, κατά που περίμεναν , να τα δουν οι γονείς τους....έγινε η "αποκάλυψη" και λύθηκε το μυστήριο.
Κάποιο απ' αυτά, άνοιξε το στοματάκι του και...... " μεμαρτύρηκεν".
Και είπεν, την μεγαλειώδη φράση, του αλήστου μνήμης επαίτου της Μυτιλήνης, τού αναιδούς,
"Ιχ μαμάμ' πάλι φασούλις;" .
-Ρε μάνα, ούλου φασούλις θα στέλν΄ς !!!!
Η Αγιάσος, ως κωμόπολις, διέθετε ήδη προπολεμικά και Ειρηνοδικείο. Από εκεί πέρασε ως Ειρηνοδίκης και ο μετέπειτα Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Τούσης.
Πολύ καλός δικαστής, άριστος νομικός, σοβαρός άνθρωπος και ιδιαίτερα δίκαιος.
' Αντε να βρεις τέτοιους τώρα.
Κάποια στιγμή συνταξιοδοτήθηκε, και έκανε ένα ταξιδάκι-προσκύνημα, στη Μυτιλήνη.
Κι όπως ήταν φυσικό, το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να επισκεφθεί την Αγιάσο, απ' όπου ξεκίνησε και η δικαστική του καριέρα. Και με ποιον θα την επισκέπτονταν; Μα φυσικά με τον Μπουλ'μπούλη, τον άνθρωπο, που τον ανεβοκατέβαζε με το αυτοκίνητο του, όλα αυτά τα χρόνια.
Και πήγαν ξανά μαζί.
Μετά το απαραίτητο προσκύνημα στην Παναγιά και το άναμμα του κεριού, καθήσαν στον δρόμο, που διασχίζει το χωριό, έξω από τον αυλόγυρο της εκκλησιάς, για τον ερατεινό τους.
Εκεί, που με πολλή σοβαρότητα ο Αναστασέλλης έλεγε, ότι "συντελείται", ο πνευματικός όκνος των συγχωριανών του!
Το Μπουλ'μπούλι λαλίστατο, χαρίεν και χαμογελαστό, προσφέρει απλόχερα τη φιλοξενία του, στον φίλο του τον μεγαλοδικαστή, που με πολλή προσοχή τον ακούει και χαμογελά κι αυτός με τα χωρατά του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της ξενοιασιάς και της απόλυτης ξεκούρασης, να' σου και εμφανίζεται ένας Αγιασώτης, γνωστός τοις πάσιν, για την αθυροστομία και τα καυστικά πειράγματά του. Πλησιάζει το τραπέζι και στέκεται μπροστά τους αθόρυβα, χωρίς να βγάζει άχνα. Ούτε καν να χαιρετήσει. Οι άλλοι συνεχίζουν την κουβέντα τους. Το Μπουλμπούλ' όμως, υποψιασμένο, γιατί τον ξέρει καλά, τον παίρνει αμέσως χαμπάρι και κάνει πως δεν τον βλέπει. Τον παίρνει όμως χαμπάρι και ο Τούσης, ο οποίος αντιλαμβανόμενος, ότι ο άνθρωπος ίσως να θέλει κάτι, γυρνά προς τη μεριά του και τον ρωτά.
-Κύριε μήπως θέλετε κάτι ( μπορεί να τον πέρασε και για επαίτη).
Κι αυτός, το ίδιο αδιάφορος και αμίλητος, κάνει ότι δεν ακούει και συνεχίζει να στέκεται ακίνητος.
Ο Μπουλμπούλης, που αντιλαμβάνεται πια, το τι θα επακολουθήσει, κοιτάζει δήθεν αδιάφορα προς την εκκλησία χωρίς να μιλά. Ο Τούσης αρχίζει να εκνευρίζεται και τον ξαναρωτά.
Κι αυτός, κοιτάζοντας τώρα πιο επίμονα τον Μπουλμπούλη, του λέει τούτο το δολοφονικό, που μόνο ένα γνήσιο, ξεδιάντροπο πειραχτήρι, θα μπορούσε να ξεστομίσει.
- Κουστέλ' θ'μάσι π' μι γάμσις!
Και το Μπουλ'μπούλ', κάποια στιγμή συνταξιοδοτήθηκε και μπάρκαρε για την Αθήνα, που τον προσέλαβε ως επιστάτη, ο κοντοχωριανός και φίλος του Μ.Κοντέλλης. Οι Κοντέλληδες από τον γενάρχη τους, έναν δραστήριο και διορατικό επιχειρηματία, κατάφεραν και πήραν την αντιπροσωπεία της Ford,πανελλαδικά και μεγαλούργησαν. Το ξεκίνημα τους έγινε από τη Μυτιλήνη, όπου πρώτοι αυτοί, με την αντιπροσωπεία, που στο μεταξύ είχαν αποκτήσει, έφεραν τα αυτοκίνητα της Ford. Και μιλάμε για την δεκαετία του '20. Τα περίφημα Φορτάκια, που όργωναν τότε τους καρόδρομους της υπαίθρου και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους των χωριών .
Αργόσχολος μάλλον, περνούσε τον καιρό του, με ψευτοδουλειές, ευπρεπισμού του προαύλιου χώρου της αντιπροσωπείας, κάπου εκεί στην Πειραιώς. Μια μέρα, πως του' ρθε, άρχισε να κλαδεύει, μιαν μεγάλη ελιά, που βρίσκονταν στην είσοδο της αυλής. Και ώ! του θαύματος, κόβοντας ένα μεγάλο κλαδί της, εμφανίζεται στην επιφάνεια του κορμού, ένα σχήμα ανθρώπινης φιγούρας, που κάπως έμοιαζε, μ' αυτό του προσώπου της Θεοτόκου. Τούτο δεν πέρασε απαρατήρητο, από τον οξυδερκή Βουλβούλη, που αμέσως θέλησε να το εκμεταλλευτεί. Και το πρώτο που έκανε, ήταν να το ανακοινώσει στην θρησκόληπτη μάνα των Κοντέλληδων, που αμέσως έσπευσε, να δει από κοντά την εικόνα!!!
Κι όταν άρχισε τα σταυροπροσκυνήματα, ο Μπουλ'μπούλης πήρε θάρρος κι άρχισε κάτι να μηχανεύεται.
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έστησε μανουάλι και άρχισε να πουλά κεριά και λιβάνια στους πιστούς, που προσέρχονταν για προσκύνημα. 'Ήδη είχε στηθεί μια επιχείρηση.
Να επισημάνουμε, ότι σ' αυτό τον διευκόλυνε και η θέση που ήταν φυτεμένη η ελιά. Ακριβώς στην είσοδο του αύλειου χώρου της επιχείρησης, λίγο αριστερά, γεγονός που δεν εμπόδιζε τους πελάτες της αντιπροσωπείας, να εισέρχονται στο κτίριο. Να πω, ότι δεν την πρόσεχαν κιόλας. Δεν θα πέσω έξω.
Την κατάσταση. που δημιουργήθηκε, όπως ήταν φυσικό την εκμυστηρεύθηκε στον Αναστασέλλη, ο οποίος αμέσως διέγνωσε, τους πιθανούς κινδύνους, από την δημοσιότητα που θα έπαιρνε το γεγονός, και ότι πολύ σύντομα θα χαρακτηρίζονταν, ως μια καλοστημένη απάτη, γεγονός που επέδρασε άμεσα στην συμπεριφορά του Κωστάκη. Ξύπνιος γαρ!
'Έτσι τα μανουάλια πήραν δρόμο και μαζί και τα κεριά και τα λιβάνια, που στο μεταξύ είχε προμηθευτεί ο "νεωκόρος" του ιδιόρρυθμου αυτού παρεκκλησίου, Βουλβούλης .
Λέγεται, ότι όταν συνειδητοποίησε κι αυτός, την επικινδυνότητα του θέματος , είπε σε κάποιον αφελή που πήγε να προσκυνήσει.
'Αντι Κστιανέμ' στου καλού, κι δεν υπάρχ' καμιά Παναγιά. Τι είνι πλί ***
Και θα τελειώσω, τούτη την περιήγηση μου, στον αξέχαστο Κώστα Βουλβούλη, με τούτο το πραγματικό συμβάν, όπως το περιγράφει ο Αριστείδης Καλάργαλης.
"Τελευταία Κυριακή της αποκριάς του 1961. Πρωταγωνιστές οι μακαρίτες Στρατής Αναστασέλλης,, Κώστας Βουλβούλης και Γιάννης Πασπάτης. Βγαίνοντας από το φωτογραφείο του Συνόδη, ο Αναστασέλλης λέει στον Βουλβούλη. "Ρε Κουστέλ' έλα να σι ντύσουμι νυφ' να γιλάσουμι" Αν και ο Βουλβούλ'ς τους αποπαίρνει "Αντίτι στου διάβουλου τσι γι' οι δυό σας, ούλου μένα βάζιτι μπρουστνέλα", τον ντύνουν νύφη, με νυφικό που τους δίνει ο Συνόδης.΄Ομως το αστείο είχε και συνέχεια. Ο Μπουλμπούλης ήθελε και γάμο. Οπότε ο Αναστασέλλης φέρνει το ταξί του και πάνε σε κάποια εκκλησιά με γνωστό τους παπά, όπου υποτίθεται ότι ο γαμπρός Πασπάτης θα παντρευόταν μια γριά πλούσια Αμερικάνα. 'Ομως μόλις ο παπάς είδε το παντελόνι.... της νύφης, κάτω από το νυφικό, τους κυνήγησε με το σκαλιστήρι που κρατούσε " 'Οξου πούστηδες που θα εμπαίξετε τη θρησκεία!". Στην επιστροφή έξω από το Δημαρχείο, ο Αναστασέλλης προσποιήθηκε ότι χάλασε το αυτοκίνητο και αφού τους έβγαλε στην προκυμαία, τους πηγαίνει στο φωτογραφείο του Συνόδη για φωτογραφία. Την επόμενη Καθαρά Δευτέρα, η φωτογραφία μεγεθυμένη, φιγουράριζε στο πεζοδρόμιο. Λέγεται ότι δημοσιεύτηκε σε αγγλική εφημερίδα, όχι ως αστείο. αλλά ως γάμος δύο ανδρών".
Τότε ο Αγιασώτης Μιχάλης Πασχαλιάς έγραψε:
Ευτυχείς γάμοι.
Μια μπόμπα έπισι μιγάλ'
μεσ' τη Βουλή τσ' Αγγλίας
μ' του νόμου που ψηφίσανι
τσ' ομοφυλοφιλίας.
Γη βρουντή, ήταν πουλύ μιγάλ'
τσι μεσ' σι λίγη ώρα
γίντσι σεισμός σ' ούλην τη γη
ακόμα τσι στη Χώρα
Μόλις τ' ακούσαν στ΄ Μυτιλήν'
δυο αρσιν'τσοι βλουγ΄θήκαν
μι του γκμπάρου πήγαν στ' Συνόδ'
τσι φουτουγραφηθήκαν.
Πασπάτ'ς μαζί μι του Μπουλ΄μπούλ'
είναι καλό ζευγάρι
τσι γκπάρους τουν, τ' Αναστασέλ'.
π' του ίδιου κριμουτσάρι.
Πι τ' μέρα που γίντσει ι γάμους τουν
χαθήκαν απ' τη Χώρα
του μήνα λέγ' του μέλιτος
στ'ν Αγιάσου κάνιν τώρα
Νοικιάσανι δουμάτιου
τσι κάθητιν στα Χάνια
για ν΄αγκαστρουθεί τώρα η νύφ'
πουρνό τσι βράδ' καν' μπάνια.
Χαράμ' πήγαν τα έξουδα
γη δ'λειά δεν πήγι γούρι
αγιουσυμνήτσα ήταν η νύφ'
τσι τσ' κρέμουντουν αγγούρι.
Φεβρουάριος του 2022
----
Βάσος Ι. Βόμβας/ από την ομάδα Lesvosoldies
Γλωσσάρι.
* Κιουλάν-παρέ (τουρκ. ) ο κωλομπαράς
** Καστανιές. Μπακιρένιο αντικείμενο, με τάσια το ένα πάνω στο άλλο, στα οποία έβαζαν διαφορετικά φαγητά και τα οποία έκλειναν στο πλάι, με δυό ισουψή χερούλια, ώστε να μην ανοίγουν. Το έπαιρναν μαζί τους οι μαζώχτρες και οι χωρικοί, για το μεσημεριανό φαγητό τους στα χωράφια, που πήγαιναν για τις δουλειές τους.
*** πλί. Το πουλί.