Μια συνέντευξη του Γιώργου Μιχαλακόπουλου στον Παναγώτη Σκορδά, στη Μυτιλήνη, πριν 25 χρόνια
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Γιώργος Μιχαλακόπουλος: «Κάνοντας σαράντα χρόνια θέατρο, έμεινα άνθρωπος»
Συνέντευξη στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΚΟΡΔΑ
Σαράντα ολόκληρα χρόνια στο θέατρο συμπλήρωσε φέτος ο ηθοποιός Γιώργος Μιχαλακόπουλος . Ένας ηθοποιός που έχει στο ενεργητικό του θαυμάσιες ερμηνείες στο σανίδι, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Ένας ηθοποιός με πολλές παρουσίες στην Επίδαυρο, αφού έχει παίξει και τις έντεκα κωμωδίες του Αριστοφάνη. Τη χρονιά που μας πέρασε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία τόσο στο θέατρο με το έργο "Κάτω από τη γέφυρα", όσο και στον κινηματογράφο στην ταινία του Περικλή Χούρσογλου "Ο κύριος με τα γκρι". Συναντήσαμε το σπουδαίο ηθοποιό στο ξενοδοχείο "Λώριετ", όπου ο Κώστας Κουτσομύτης και οι συνεργάτες του γύρισαν ένα μεγάλο μέρος της σειράς βασισμένης στο βιβλίο της Ντόρας Γιανυακοπούλου "0 Μεγάλος Θυμός" και είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ευγενέστατος, μίλησε πρόθυμα για τη μακρόχρονη θεατρική διαδρομή του.
- Σας βλέπουμε με ιδιαίτερη χαρά να ξεδιπλώνετε το υποκριτικό οας ταλέντο και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Σας εκφράζει κάποιος χώρος απ' αυτούς περισσότερο;
«Και οι τρεις τομείς είναι στοιχεία της δουλειάς μου. Βεβαίως, η ουσία είναι πιο κοντά στο θέατρο. Μέσα από το θέατρο έχω ανατραφεί, μέσα από το θέατρο έχω ζήσει, μέσα απ' αυτό έχω πάρει τις τεχνικές μου σαν ηθοποιός. Το θέατρο μου έδωσε in δυνατότητα να ανταποκρίνομαι καλύτερα στις απαιτήσεις και του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο κινηματογράφος και η τηλεόραση δεν βοήθησαν το θεατρικό μου λόγο. Μου πρόσθεσαν μία οικονομία, ένα μέτρο, καθώς αυτά τα μέσα απαιτούν άλλες ποσότητες υποκριτικές και άλλες φόρμες. Ο ένας τομέας με τον άλλο μπόλιασαν θετικά την όποια διαδρομή έχω κάνει».
- Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι πηγαίνουν στο θέατρο;
« Έχω την εντύπωση ότι η ουσία είναι η ανάγκη επικοινωνίας. Το θέατρο είναι μια ζωντανή υπόθεση, είναι ένα ταξίδι, θα έλεγα, ερωτικό, που γίνεται μεταξύ πλατείας και σκηνής. Είναι το πιο ζωντανό είδος και αν οι θεατές ξέρανε το πόσο συμβάλλουν στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας παράστασης, θα ήταν διπλά ευτυχείς φεύγοντας από τη σάλα ενός θεάτρου. Θέλω να πω μ' αυτό ότι ο θεατής λειτουργεί θετικά σε μια παράσταση. Απ' αυτόν αντλεί ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή και μαζί μ' αυτόν ταξιδεύει το θεατρικό έργο. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει θέατρο. Δηλαδή θα ήταν ένα αισθητικό τερατούργημα, μια σάλα άδεια και οι ηθοποιοί να παίζουν χωρίς αποδέκτες».
- Πώς αισθάνεστε όταν είστε πάνω στη σκηνή και βλέπετε έναν θεατή να φεύγει στη μέση της παράστασης;
«Η αποχώρηση ενός θεατή μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί να αισθάνεται δυσάρεστα, μπορεί να μην επικοινωνεί μ' αυτό που γίνεται πάνω στη σκηνή. Είναι δημοκρατικό του δικαίωμα να φύγει ή να καθίσει. Το θέατρο απ' τη φύση του έχει μια ελευθερία και κανέναν δεν αναγκάζει με το περίστροφο να το γευτεί. Και γι' αυτό λέμε ότι είναι και μια τεράστια δύναμη. Καταφέρνει μέσα σε δύο ώρες επάνω στα λίγα τετραγωνικά της σκηνής να ξεδιπλώσει μια ολόκληρη ζωή ανθρώπων και συναισθημάτων, να διαπερνά ολόκληρη την αίθουσα και να κρατά σε ενδιαφέρον 300, 500, 1.000, 12,000 άτομα στην Επίδαυρο. Αυτό είναι μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Από κει και πέρα εάν κάποιοι σηκωθούν και φύγουν η ευθύνη μπορεί να ανήκει και στις δύο πλευρές. Και σ' αυτόν που φεύγει, δηλαδή κάτι να μην πηγαίνει καλά σ' αυτόν, και σ' εκείνον που βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Αυτό παίζεται...».
- Όταν εσείς παρακολουθείτε μια παράσταση και βλέπετε κάτι που σας ενοχλεί, τι κάνετε;
«Εγώ καταρχήν δεν μπορεί να είμαι πολύ καλός θεατής. Είμαι ένας μάγειρας που ξέρω τις ποσότητες. Δεν τρώω ένα φαγητό έτσι απλώς σαν γεύση. Δεν είμαι τόσο αθώος. Ξέρω τις συνταγές και γι’ αυτό πολλές φορές δεν μπορώ να χαρώ το έδεσμα, το θεατρικό. Όταν όμως αυτό συμβεί είναι μια σπουδαία γεύση. Όταν καταφέρνει μια παράσταση και ξεχνάω τις τεχνικές της, τις οποίες τις ξέρω πολύ καλά, τότε κάτι σπουδαίο έχει γίνει πάνω σ' αυτή».
- Τόσο πολύ στέκεστε στην τεχνική πλευρά της παράστασης;
«Δεν είμαι τόσο παρθένος θεατής όσο είναι ο μη μυημένος. Δεν μπορώ να τα ξεκόψω το ένα με τ' άλλο. Βλέπω το συνάδελφο, βλέπω την αξιοσύνη του συναδέλφου, τη μη αξιοσύνη, βλέπω τον κακό δρόμο που μπορεί να έχει πάρει μια παράσταση ή το νόθο δρόμο που καμιά φορά προσπαθεί να μας ξεγελάσει... Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω αθώα μάτια, όσο και να προσπαθήσω».
-Έχετε παίξει πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Ποιες είναι οι δυσκολίες ενός ηθοποιού όταν καταπιάνεται με τους αρχαίους συγγραφείς και τα έργα τους;
«Είναι άλλα μεγέθη γιατί είναι άλλα μεγέθη και τα θέατρα που παίζεις. Θα σου απαντήσω με απλά παραδείγματα. Ένα μακιγιάζ μιας κλειστής σάλας είναι διαφορετικό απ’ το μακιγιάζ ενός αρχαίου θεάτρου. Ποτέ δεν θα έκανες έντονο μακιγιάζ σε μια σάλα 50 θέσεων ενός πειραματικού θεάτρου, θα έκανες πολύ διακριτικές σκιές στο πρόσωπο σου ή και καθόλου. Στην Επίδαυρο για να βαφτείς θα κάνεις πολύ μεγάλες γραμμές, οι οποίες όμως μεγάλες γραμμές πρέπει να υποστηριχθούν με αλήθειες. Ανάλογη τεχνική είναι και στην υπόκριση. Η τεχνική σ' ένα μεγάλο θέατρο είναι ο σπουδαίος λόγος, ο αρχαίος λόγος, ο οποίος πρέπει να φτάνει κάτω στο θεατή μ' έναν καθημερινό τρόπο. Και αυτό το πάντρεμα δεν είναι εύκολο, είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί καταλαβαίνεις το να επικοινωνείς αυτόματα από τη σκηνή της Επιδαύρου με 14.000 κόσμο στις εξέδρες και μόνο η ματιά σου στο κοίλο της Επιδαύρου, μόνο δέος μπορεί να σου προκαλέσει. Να καταφέρεις αυτές τις 14.000 να τις κερδίσεις είναι μια μάχη καταπληκτική. Μια ηδονή θα έλεγα».
- Για πολλούς ηθοποιούς η Επίδαυρος είναι κάτι το μοναδικό.
«Όλοι οι ηθοποιοί θα θέλανε να παίξουν στην Επίδαυρο. Τώρα πια βέβαια περνάνε πάρα πολλοί από την Επίδαυρο, αλλά η Επίδαυρος σαν θέατρο είναι το πιο εκδικητικό θέατρο που υπάρχει. Μεγεθύνει το ελάττωμα, όπως μεγεθύνει και το προτέρημα. Γι' αυτό γίνονται και παταγώδεις αποτυχίες κάποιων επώνυμων ηθοποιών, γιατί νομίζουν ότι είναι εύκολο να περπατήσουν πάνω στην Επίδαυρο. Δεν είναι διόλου».
- Ο λόγος του Αριστοφάνη νομίζετε ότι είναι επίκαιρος;
«Απολύτως. Εγώ που έχω διανύσει και τις 11 κωμωδίες του, μου είναι πολύ γνώριμος. Τον βλέπω γύρω μου. Στις όποιες συμπεριφορές του Έλληνα τον βλέπω δίπλα μου. Δηλαδή για όποιον αμφισβητεί την ελληνικότητα του χώρου που ζούμε, μέσα απ' τον Αριστοφάνη το βλέπεις ξεκάθαρα ότι δεν μπορεί από εκεί είσαι. Απ' αυτούς είσαι. Έχεις κατευθείαν συγγένεια».
- Πώς κρίνετε τη σχέση σας με το κοινό;
"Εγώ προσπαθώ να είμαι όσο μπορώ πιο ειλικρινής απέναντι του. Από κει και πέρα νομίζω ότι και η τοποθέτηση του κοινού απέναντι μου είναι εξίσου ειλικρινής. Κατά συνέπεια είναι μια εξίσωση ζητούμενη στη δουλειά του καλλιτέχνη, είναι μια αμφίδρομη σχέση όπου και τα δύο μέρη ενεργούν σε ποσότητα το ίδιο. Δηλαδή πιστεύω ότι όσο εγώ είμαι καθαρός και έντιμος απέναντι στο κοινό, το ίδιο είναι κι αυτό».
-Ύστερα από σαράντα χρόνια στο θέατρο, αισθάνεσθε κουρασμένος;
«Όχι, αισθάνομαι καλά. Αισθάνομαι καλά κάνοντας αυτό το ταξίδι στο οποίο και επιτυχίες είχα και πίκρες είχα, αλλά έμεινα άνθρωπος. Κέρδισα από το θέατρο όχι οικονομικά, αλλά σαν πολίτης. Νομίζω από τη δικιά μου πλευρά μπόρεσα να προσφέρω μια καθαρότητα».
- Ερμηνεύσατε πολλούς συγγραφείς. Ποιος σας συγκινεί περισσότερο;
«Πολλοί. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς είναι καταπληκτικοί για έναν ηθοποιό, είτε λέγονται Τσέχοφ, είτε Σαίξπηρ, είτε Πιραντέλο, είτε Ιονέσκο, είτε Αριστοφάνης. Όλοι έχουν θαυμάσια γραφή, σπουδαία γλώσσα, σπουδαία δράση».
- Το ταλέντο είναι γνώρισμα μόνο των καλλιτεχνών;
«Όλοι οι άνθρωποι νομίζω ότι έχουν ευαισθησίες. Δεν πιστεύω ότι είναι μονοπώλιο των καλλιτεχνών. Όλοι μέσα τους έχουν μια δημιουργική διάθεση, όλοι μπορούν να παράγουν τέχνη στους χώρους που υπηρετούν. Από κει και πέρα πρέπει να βρουν τις κατάλληλες συνθήκες ή να ανακαλύψουν μέσα από τη δουλειά τους ή μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό αυτές τις περίεργες γωνιές που έχει ο καθένας, τις ιδιαίτερες γωνιές θα έλεγα. Υπάρχουν καταπληκτικές γωνιές μέσα μας και θαυμάσιες στιγμές στον καθένα και όταν ο άνθρωπος καταφέρνει να τις μετουσιώσει σε πράξη τότε νομίζω ότι δημιουργεί, παράγει τέχνη».
-Ύστερα από αρκετά χρόνια επιστρέφετε στην τηλεόραση με το "Μεγάλο Θυμό" της Ντόρας Γιαννακοπούλου.
«Εγώ δεν κάνω συχνές εμφανίσεις στην τηλεόραση. Πριν το "Μεγάλο Θυμό" είχα να κάνω 4 ή 5 χρόνια τηλεόραση, ενώ στο θέατρο εμφανίζομαι 40 χρόνια ανελλιπώς χειμώνα - καλοκαίρι. Στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο είμαι πιο προσεκτικός, προσέχω τους βηματισμούς μου. Την περισσότερη τηλεόραση την έχω κάνει με τον Κώστα Κουτσομύτη. Πέντε δουλειές με τον Κουτσομύτη και μια με τον Σμαραγδή. Ξέρω καλά και το εφαρμόζω αυτό, ότι πρέπει να έχω κάποιες οικονομίες ως προς την παρουσία μου στην τηλεόραση. Την θεωρώ ένα πολύ δυναμικό μέσο και δεν κάνει η πυκνή εμφάνιση. Καλύτερα να σε ζητάνε παρά να σε βαρεθούν. Για να μετέχω τώρα στην παραγωγή του Κουτσομύτη πάει να πει ότι εκτιμώ και το ερέθισμα, που είναι ίο βιβλίο αλλά και τον σκηνοθέτη. Οι δύο αυτοί παράγοντες με ώθησαν να δεχτώ τη συνεργασία, Και φυσικά ο ρόλος που υποδύομαι».
-Ένα λογοτεχνικό έργο κινδυνεύει όταν μεταφέρεται στην τηλεόραση;
«Δεν κινδυνεύει καθόλου. 'Ένα βιβλίο υπάρχει στις βιβλιοθήκες και στα βιβλιοπωλεία με τα εξώφυλλα του, με τις σελίδες του, ταξιδεύει με τον κάθε αναγνώστη μόνο του. Όταν γίνεται κινηματογράφος ή τηλεόραση ή και θεατρική διασκευή, πολλά μυθιστορήματα και διηγήματα γίνανε θέατρο, είναι μια άλλη μορφή. Το λογοτεχνικό έργο, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει. Δεν θα πει κανένας για παράδειγμα ότι το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" του Χέμινγουεϊ είναι κακό βιβλίο, επειδή έτσι το είδε στην ταινία. Το λογοτεχνικό έργο είναι αυθύπαρκτο, έχει μια μοναχική πορεία που δεν πρόκειται να τη χάσει ούτε μπορεί να το διασύρει κανείς. Η οπτικοποίηση ενός κειμένου είναι μια άλλη τέχνη εξίσου ενδιαφέρουσα, αλλά άλλη. Ο καθένας όταν διαβάζει ένα βιβλίο έχει διαφορετικά ερεθίσματα. Κατά συνέπεια είναι ξεχωριστή η ματιά του καθένα μας. Ο σκηνοθέτης εν τέλει είναι ένας αναγνώστης. Τη δική του ανάγνωση μάς προτείνει».
- Η περσινή σας παρουσία στον κινηματογράφο στον "Κύριο με τα γκρι" γνώρισε επιτυχία. Ποια η γνώση σας για το σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο
«Ευτύχησα να κάνω αυτή την ταινία μ' έναν νέο σκηνοθέτη, τον Περικλή Χούρσογλου που έχει πολύ ταλέντο και μέτρο και αίσθηση κινηματογραφική. Πιστεύω ότι υπάρχουν νέοι δημιουργοί στο χώρο του κινηματογράφου που χτυπάνε την ουσία μιας ταινίας, δηλαδή το σενάριο, το στέρεο στόρι όπου υπάρχει αρχή, μέση, τέλος, που έχουνε φύγει από την παγίδα της πόζας, που σε παλιότερους χρόνους κάνανε, που δουλεύουν σκληρά. Έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού και οι ταινίες τους βρίσκουν απήχηση. Αυτό είναι κάτι πολύ θεϊκό».
- Τι νομίζετε ότι είναι αυτό που λείπει σήμερα απ' την εποχή μας;
«Δεν είμαστε γενναιόδωροι. Προσωπικά με ενοχλεί η κακομοιριά, η μιζέρια, ο στενόκαρδος άνθρωπος. Άνθρωπος που είναι γενναιόδωρος μπορεί να δημιουργεί κιόλας. Μπορεί να δημιουργεί τα σπουδαία. Άνθρωπος που είμαι μίζερος δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα. Η κοινωνία μας και η ίδια η πορεία της ζωής μας έχει ανάγκη από δώρα. Τα δώρα έρχονται από τους πολίτες».
Παναγιώτης Σκορδάς, Μυτιλήνη, 2 Ιουλίου 1998
(Δημοσιεύτηκε στα «Αιολικά Νέα» τη Δευτέρα, 27 Ιουλίου 1998)
-------
Δείτε και φωτογραφικό υλικό του Πάνου Πίτσιου από τα γυρίσματα/
Π. Πίτσιος: Πριν από 25 χρόνια, συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1998, είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά και να διαπιστώσουμε ότι εκτός από μία εξέχουσα προσωπικότητα του ελληνικού δραματουργικού χώρου και της υποκριτικής τέχνης, ήταν και ένας σπουδαίος προσηνής άνθρωπος, πράος και ευγενής, με βαθιές φιλοσοφικές ανησυχίες και πηγαίο χιούμορ.
Ήταν τότε που το ρομαντικό - δραματικό μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου "Ο μεγάλος θυμός", μεταφερόταν στη μικρή οθόνη και κάποια από τα γυρίσματα της σειράς, πραγματοποιήθηκαν στη Σουράδα Μυτιλήνης.
Τότε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, που έφυγε στα 85 του χρόνια, μαζί με άλλους χαρισματικούς ηθοποιούς, ένα μεγάλο τεχνικό team και το σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη, ερχόταν κάθε τόσο στην "ιδιαίτερή του πατρίδα", τη Μυτιλήνη, όπου βρισκόταν το "πατρικό του σπίτι".
Αιωνία του η μνήμη. Θα συνεχίσουμε να τον θαυμάζουμε μέσα από το πλούσιο και ποιοτικό του έργο