Η Ελένη Γαληνού μιλάει για τη Μυτιλήνη, για το βιβλίο της, για τη δύναμη της συγγνώμης
Ελένη Γαληνού: “Tο να ζητάς συγγνώμη, είναι δύναμη”
Συναντήσαμε την Ελένη Γαληνού, συγγραφέα του βιβλίου “Όταν στέρεψε η αντοχή”-που αυτές τις μέρες επανεκδίδεται-λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν από την πρώτη επίσημη παρουσίασή του, στο Θέατρο ΦΟΜ, στη Μυτιλήνη, από όπου και κατάγεται. Μοιράστηκε μαζί μας τις απόψεις της για την αλήθεια, τη βία, το καθεστώς της παράνομης μετανάστευσης, τις χρονοβόρες διαδικασίες υιοθεσίας στη χώρα μας και το πραγματικό νόημα μιας συγγνώμης. Ήταν μια συνέντευξη που είχε κάτι από την απόχρωση που παίρνει στον ήλιο, ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα, στην προκυμαία του νησιού. “Ασημόχρυση”, όπως χαρακτηριστικά μας δήλωσε, τονίζοντας ότι “η εκδίκηση και το μίσος μας φθείρουν εσωτερικά, αφήνοντας τη ζωή να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας χωρίς ουσιαστικά να τη ζήσουμε “. Και συμφωνούμε απόλυτα. Γιατί η ζωή θέλει αγάπη, δύναμη και αισιοδοξία. Και “η κάθε ανατολή είναι το ξύπνημα μιας ελπίδας”, όπως ακριβώς βλέπει και η ίδια τη ζωή. Ελπιδοφόρα και πολύτιμη. Και τα πάντα είναι δυνατά!
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Σε λίγες μέρες, στις 16 Νοεμβρίου, θα βρεθείτε για την παρουσίαση του μυθιστορήματός σας “Όταν στέρεψε η αντοχή”, στον τόπο όπου πήραν σάρκα και οστά οι ήρωες που μας συντρόφεψαν κατά την ανάγνωσή του. Στη Μυτιλήνη, που είναι και ο τόπος καταγωγής σας. Πώς επιλέξατε να διαδραματιστεί εκεί η πλοκή του και τι σημαίνει για εσάς η Μυτιλήνη;
Η Μυτιλήνη είναι για εμένα εκτός από τόπος καταγωγής μου-από την πλευρά της μητέρας μου-και ένας πολύ αγαπημένος προορισμός, καθώς εκεί έχω φίλους, συγγενείς και ένα σπίτι στην Ερεσό, από όπου καταγόταν ο πατέρας μου. Έχω μάθει λοιπόν να την επισκέπτομαι ανελλιπώς τα καλοκαίρια, αλλά να δραπετεύω εκεί και τους χειμώνες. Φροντίζω να “κλέβω” έστω και μια εβδομάδα για να βλέπω τους Μυτιληνιούς φίλους μου, που δεν μας δίνεται η ευκαιρία να συναντιόμαστε συχνά λόγω του ότι εγώ μένω στην Αθήνα. Η επιλογή της Μυτιλήνης ως τοποθεσία, όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα είχε ως αφορμή ένα σπίτι. Το σπίτι της Δέσποινας, για όσους αναγνώστες το έχουν ήδη διαβάσει ή για εκείνους που πρόκειται να το διαβάσουν. Είναι ένα σπίτι υπαρκτό, ακριβώς πάνω στο δρόμο, λίγο έξω από το αεροδρόμιο της πόλης και το εντόπισα τυχαία σε μια διαδρομή με μια ξαδέρφη μου. Ένα σπίτι απλό, διώροφο, με κόκκινα παράθυρα και μάλιστα την περίοδο που το ανακάλυψα, παρουσίαζε την όψη ενός σχεδόν εγκαταλελειμμένου σπιτιού και όχι ενός από τα πολύ όμορφα αρχοντικά που συναντάει κανείς συχνά στη Μυτιλήνη. Έμεινα να το κοιτάζω και ήταν σαν να μου μίλαγε. Εκείνη τη στιγμή είπα στην ξαδέρφη μου ότι γι’αυτό το σπίτι θα γράψω ένα μυθιστόρημα. Δυο φορές ξεκίνησα να γράφω την ιστορία του και ήταν σαν το ίδιο το σπίτι να με σταμάτησε, λέγοντάς μου ότι δεν είναι αυτή η ιστορία του και ότι έπρεπε να επινοήσω μια άλλη. Η ανακάλυψη του συγκεκριμένου σπιτιού σε συνδυασμό και με μια διάθεση νοσταλγίας για την πατρίδα απέναντι-καθώς η Μυτιλήνη έχει πολλούς πρόσφυγες που ήρθαν από τα παράλια της Τουρκίας-αποτέλεσαν την ώθηση για να ξεκινήσει σταδιακά να εκτυλίσσεται η πλοκή του βιβλίου.
Ποιό είναι το κοινό νήμα που ενώνει όλους τους ήρωες της ιστορίας μεταξύ τους;
Πιστεύω ότι δεν είναι μόνο ένα, το κοινό νήμα που ενώνει το σύνολο των ηρώων της ιστορίας. Τους πρώτους που εμφανίζονται στο βιβλίο, τους ενώνει σίγουρα ο πόνος της απώλειας, διότι τόσο η Δέσποινα και ο Ταξιάρχης, όσο και η Μαριάνθη, έχουν βιώσει το συγκεκριμένο συναίσθημα σε όλο του το μεγαλείο και το κουβαλάνε βαθιά στην ψυχή τους από το παρελθόν. Σχετικά με τη νεότερη τώρα γενιά των κεντρικών προσώπων, αυτό που τους δένει περισσότερο μεταξύ τους και που αποτελεί κοινή συνισταμένη, είναι η αγάπη και η καταλυτική της παρουσία στη ζωή ενός ανθρώπου.
“Όταν στέρεψε η αντοχή”. Θεωρείτε ότι οι άνθρωποι σήμερα διαθέτουν αρκετά αποθέματα αντοχής προκειμένου να γεννιούνται κάθε μέρα από την αρχή και να προχωρούν στη ζωή τους παρά τα όσα συμβαίνουν καθημερινά σε προσωπικό και κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο;
Καταρχάς, θεωρώ ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι και ως εκ τούτου, σαφώς και δεν διαθέτουν τις ίδιες αντοχές στο να διαχειρίζονται με ψυχραιμία και σύνεση, τα όσα συναντούν στη ζωή. Παρ’όλα αυτά όμως, στον καθένα μας θα έχει συμβεί να πιστεύει ότι δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τις διάφορες αντιξοότητες και δυσκολίες που του προκύπτουν και όμως την τελευταία στιγμή να κατορθώνει να τις ξεπερνά, αντλώντας από μέσα του το απαιτούμενο ψυχικό κυρίως σθένος. Μέσα από τις δυσκολίες είναι που καταλαβαίνεις τις αντοχές σου και λογικά αποκτάς αυτοπεποίθηση προκειμένου να αντιμετωπίσεις με ψυχραιμία παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Και λέω λογικά, διότι πραγματικά δεν γνωρίζεις ποια είναι τα όριά σου σαν άνθρωπος. Όσον αφορά την τωρινή κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία, θα πω μόνο ότι πρόκειται για μια άσχημη και θλιβερή κατάσταση απέναντι στην οποία σαν άνθρωποι πρέπει αναμφισβήτητα να αντιδράσουμε.
Παρακολουθούμε στις σελίδες του βιβλίου, την κεντρική ηρωίδα, τη Μαριάνθη, να υποχρεώνεται να εγκλωβιστεί σε έναν γάμο από συμφέρον, όπου απουσιάζει παντελώς το συναίσθημα και το αγαθό της αγάπης. Οι γυναίκες στις μέρες μας υπομένουν άραγε το ίδιο στωικά έναν “νεκρό” γάμο ή αποφασίζουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους με προορισμό την πολυπόθητη ευτυχία έστω κι αν αυτή φαινομενικά δείχνει να καθυστερεί;
Η Μαριάνθη στην ουσία πουλιέται από τον αδερφό της στα πλαίσια μιας συμφωνίας-ανταλλαγής και παντρεύεται με έναν άνδρα κατά πολύ μεγαλύτερό της, ο οποίος όμως διαθέτει μεγάλη περιουσία. Πρόκειται δηλαδή για ένα αλισβερίσι, στο οποίο εκείνη δεν έχει καθόλου γνώμη παρ’όλο που είναι άμεσα εμπλεκόμενη. Νομίζω ότι οι γυναίκες εκείνης της εποχής υπέμεναν πολύ συχνά τέτοιες καταστάσεις. Ο κόσμος όμως εξελίσσεται και το γεγονός ότι οι τωρινές γυναίκες δεν το υπομένουν αντίστοιχα, είναι κατά τη γνώμη μου σωστό. Δεν κατανοώ γιατί το ένα φύλο πρέπει να καταπιέζει τόσο πολύ το άλλο από τη στιγμή που υπάρχουν δυνατοί και αδύνατοι και από τις δύο πλευρές και οφείλουμε να το σεβόμαστε και να πορευόμαστε ανάλογα. Συνειδητοποιώντας κανείς τι πραγματικά σημαίνει ευτυχία για τον καθένα μας, χρειάζεται να είμαστε σε θέση να κάνουμε τις απαραίτητες θυσίες και να μην μετανιώνουμε αλλά ούτε και να παραπονούμαστε εκ των υστέρων για όσα ενδεχομένως χάσαμε ή θα μπορούσαμε να έχουμε κερδίσει, αν είχαμε κάνει μια διαφορετική επιλογή. Αυτό ισχύει, τόσο στον τομέα της δημιουργίας ή όχι οικογένειας, όσο και στην επαγγελματική πορεία και ανέλιξη, ανάλογα με το πώς ο καθένας μας ορίζει την ευτυχία.
Από την περιγραφή των σκηνών της εξέγερσης στην Πόλη, το 1955, αναδύεται η σκληρότητα και η βία που εκδηλωνόταν μεταξύ των ανθρώπων, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και μάλιστα εντονότερη από ποτέ. Γιατί εν έτει 2013, τσακωνόμαστε ακόμη μεταξύ μας, τη στιγμή που είναι ανάγκη να συμφιλιωθούμε και να αντιμετωπίσουμε από κοινού τους κάθε είδους “δράκους” στη ζωή μας;
Τσακωνόμαστε, γιατί είναι στην ανθρώπινη φύση να συμβαίνει αυτό στις μεταξύ μας συναναστροφές. Ας αναλογιστούμε ότι ο “τσακωμός” έλαβε χώρα από την εποχή του Κάιν και του Άβελ, που ήταν θεωρητικά οι πρώτοι άνθρωποι. Όλα αυτά είναι συναισθήματα που πηγάζουν μέσα από τον άνθρωπο και δεν έχουν να κάνουν ούτε με φυλές, ούτε με καταγωγή αλλά είναι καθαρά θέμα χαρακτήρα και εκάστοτε πολιτικών συμφερόντων, όπως ακριβώς και το 1922, το 1955 και το 1964, τις ιστορικές περιόδους, που εκδιώχθηκαν οι Έλληνες από την Πόλη. Πέρα όμως από όλα αυτά τα περιστατικά, οι άνθρωποι μεταξύ τους αγαπιούνται και ας μην μπορούν να μιλήσουν ούτε καν την ίδια γλώσσα. Ωστόσο, θα συνεχίσουν να τσακώνονται, να διαφωνούν και θα παρακολουθούμε ακόμη και αδέρφια να “σφάζονται” μεταξύ τους ακόμη και για πράγματα τόσο μικρά, όσο μπορεί να είναι ένα κτήμα. Κάτι που συμβαίνει μέχρι και σήμερα και για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω να σταματήσει και ποτέ. Ο άνθρωπος βέβαια εξελίσσεται, αλλά δεν θεωρώ ότι θα μπορέσει ποτέ να “δαμάσει” αυτά τα συναισθήματα και κυρίως όσο εξελίσσεται μέσω της ύλης.
“Οι πιο μεγάλες αλήθειες πάντα ηχούσαν υπερβολικές, σχεδόν ψεύτικες…”, διαβάζουμε στο εν λόγω μυθιστόρημά σας. Κατά πόσο είμαστε δεκτικοί στο να ακούμε την αλήθεια στην εποχή μας; Στο να ρίχνουμε τις άμυνές μας όταν χρειάζεται, να παραδεχόμαστε τα λάθη μας, να ζητάμε συγγνώμη;
Θα έπρεπε να μπορούμε να το κάνουμε και ας κάνει ο καθένας την αυτοκριτική του σε αυτό το θέμα. Πρέπει να είσαι σε θέση να αντέχεις να ακούς την αλήθεια, να κάνεις αυτοκριτική και να βλέπεις τι λάθη έχεις κάνει έτσι ώστε να μπορείς να πας πιο κάτω στη ζωή. Και αυτό, διότι στην περίπτωση που πιστεύεις ότι όλα τα έχεις κάνει πάντοτε σωστά, τότε είσαι μάλλον εγκλωβισμένος σε μια εσφαλμένη αυτό-εικόνα, φορώντας παρωπίδες. Δεν θες δηλαδή να δεις την πραγματικότητα ως έχει. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει άνθρωπος αλάνθαστος, χρειάζεται κανείς ενίοτε να αναθεωρεί και ιδίως όταν μεγαλώνει. Και βέβαια αναλόγως το τι θα προκύψει από την αυτοκριτική μας, να μπορούμε κατόπιν να προσαρμοζόμαστε στα “θέλω” μας, να ρίχνουμε τον εγωισμό μας, μη διστάζοντας να ζητήσουμε συγγνώμη, αν-και εφόσον έχουμε βλάψει άλλους ανθρώπους με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές μας. Πολλοί άνθρωποι όμως δεν έχουν τη δύναμη να ζητήσουν συγγνώμη. Γιατί το να ζητάς συγγνώμη είναι δύναμη και όχι υποχώρηση, όπως εσφαλμένα πιστεύεται από κάποιους.
Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας, κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη σήμερα και τον κάνει να βιώνει τη σχετική “κάθαρση” μέσα από ένα βιβλίο; Προτιμά περισσότερο “εύπεπτα” αναγνώσματα που μεταθέτουν το ενδιαφέρον του μακριά από τις έγνοιες ή στρέφεται περισσότερο σε πιο εξειδικευμένα λογοτεχνικά μονοπάτια;
Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει ο κάθε αναγνώστης προσωπικά και ανάλογα με τα δικά του κριτήρια επιλέγει και το τι θα διαβάσει σε κάθε περίοδο και κάθε περίσταση της ζωής του. Κρίνοντας και από τον εαυτό μου ως αναγνώστρια αλλά και ως γράφουσα, μου αρέσει αυτό που κάθε φορά θα επιλέξω να διαβάσω, να μου δίνει στο τέλος μια καλή λύση, να μην τάσσεται δηλαδή στη λεγόμενη υπηρεσία του να δώσει απαραίτητα ένα καλό τέλος χάριν του “εύπεπτου” της υπόθεσης. Αυτό άλλωστε εφαρμόζω και η ίδια όταν γράφω. Δεν δίνω πάντα στα μυθιστορήματά μου ένα καλό τέλος αλλά το τέλος που πρέπει να δώσω, φροντίζοντας ωστόσο να είναι ελπιδοφόρο, γιατί έτσι βλέπω και τη ζωή μου γενικότερα.
Στο βιβλίο σας θίγεται και η παράνομη μετανάστευση με αφορμή τον τρόπο της μετάβασης της Μαριάνθης από την Τουρκία στη Μυτιλήνη. Πώς αξιολογείτε το γεγονός αυτό δεδομένου ότι εξακολουθεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο και μάλιστα με αμείωτο ρυθμό, τόσο στο νησί της Λέσβου, όσο και στην υπόλοιπη χώρα;
Η παράνομη μετανάστευση είναι κάτι που υπήρχε ανέκαθεν και δυστυχώς δεν θα σταματήσει ποτέ να υφίσταται, γιατί οι άνθρωποι πάντα θα υποφέρουν σε κάποιες άλλες πατρίδες και πάντα θα κοιτάνε να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Και κανείς δεν μπορεί να τους αδικήσει γι’αυτό. Το ζήτημα είναι να μπορείς αυτούς τους ανθρώπους να τους εντάξεις κάπου για να μην ταλαιπωρηθούν χειρότερα, φεύγοντας από κάτι κακό και ερχόμενοι σε κάτι χειρότερο. Λυπάμαι που κάποιοι άνθρωποι αναγκάζονται να περάσουν από αυτά τα μονοπάτια, είτε αυτοί είναι πρόσφυγες, είτε μετανάστες.
Αρκετά ζευγάρια πλέον καταφεύγουν στην υιοθεσία για να βιώσουν το συναίσθημα του να είναι κανείς γονιός μετά από χρόνια άκαρπων προσπαθειών τεκνοποίησης, όπως σε ευρύτερη έννοια και ο Αριστείδης και η Χρυσούλα στο βιβλίο σας. Τελικά, ποιός πιστεύετε ότι θεωρείται πραγματικός γονέας ενός παιδιού; Αυτός που το φέρνει στη ζωή ή εκείνος που το μεγαλώνει μετέπειτα;
Σίγουρα ο βιολογικός γονιός είναι και ο πιο σημαντικός αλλά πραγματικά δικός σου άνθρωπος είναι αυτός που σε μεγαλώνει με αγάπη. Μπορεί μάλιστα αυτός το ρόλος να μην τον έχουν αναλάβει μόνο θετοί γονείς αλλά ακόμη και μια γιαγιά κι ένας παππούς. Οι άνθρωποι που σε αγαπάνε είναι οι γονείς σου. Οι άνθρωποι που σε έφεραν στη ζωή και για κάποιο λόγο σε έχασαν, εξακολουθούν μεν να έχουν αυτή την ιδιότητα αλλά μόνο τυπικά πλέον. Σχετικά με την υιοθεσία, δεν κατηγορώ τους ανθρώπους που θέλουν να υιοθετήσουν παιδιά, γιατί ο άνθρωπος έχει και αυτή την ανάγκη και είναι γεγονός πως υπάρχουν τόσα πολλά στερημένα και εγκαταλειμμένα παιδιά στον κόσμο, που διψούν για αγάπη. Θα έπρεπε όμως να υπάρχει μια μεγαλύτερη ευκολία στο να δίνονται παιδιά προς υιοθεσία έτσι ώστε να μην καταφεύγουν οι άνθρωποι στις παράνομες υιοθεσίες, όπως παρακολουθήσαμε και στο πρόσφατο παρελθόν.
Info
Η Ελένη Γαληνού γεννήθηκε στην Αθήνα, κατάγεται από τη Μυτιλήνη και σήμερα κατοικεί στο Μαρούσι.Σπούδασε στη Σχολή Βακαλό Διακοσμητική και Γραφικές Τέχνες και εργάστηκε πάνω στο αντικείμενό της για δέκα περίπου χρόνια.
Αρκετά νωρίς φιλοτέχνησε την πρώτη προσωπική σειρά χιουμοριστικών σκίτσων με γενικό τίτλο «Μπουρμπουλήθρες» και λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η δεύτερη με τίτλο «Έρυκα και Ριρίκος Πικουρίκος».Και οι δύο αυτές σειρές έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά.Παράλληλα ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, τη ζωγραφική, την ποίηση και τη στιχουργική.Σήμερα έχει στο ενεργητικό της πολλά ποιήματα και περισσότερους από τριακόσιους στίχους τραγουδιών.Τον Μάιο του 2007 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική της έκθεση ζωγραφικής στο Κέντρο Τέχνης Πανταζίδης με θέμα «Σύννεφα».Ακολούθησαν δύο ακόμα ομαδικές εκθέσεις στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, το 2007 με θέμα «Αφιέρωμα στο γαλάζιο του Αιγαίου», και το 2008 με θέμα «Γαλάζιο του Αιγαίου».Με τη λογοτεχνία καταπιάνεται τα επτά τελευταία χρόνια και, επιθυμώντας να εμβαθύνει στην έννοια και την τεχνική του μυθιστορήματος, το 2007 παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής.Το "Όταν στέρεψε η αντοχή" είναι το πρώτο της μυθιστόρημα που εκδίδεται.