Η Αγιάσος, η επανάσταση του 1821 και η φαμίλια των Κουλαξίζηδων
Γράφει: Στρατής Μπαλάσκας/ εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ"
Στο υπό κυκλοφορία «Ημερολόγιο 2012» των εκδόσεων «Αιολίδα», αλλά και σε παλιότερες ανακοινώσεις του σχετικά με την ιστορία της Ύστερης Οθωμανικής Λέσβου, παρουσιάσθηκε από τον υπογράφοντα ένα κομμάτι της παρουσίας μιας από τις σημαντικότερες φαμίλιας της οθωμανικής Μυτιλήνης. Της οικογένειας των Κουλαξίζηδων. Αφορμή, ένα αρχοντόσπιτο στο 25 της οδού Χατζηγρηγόρη, του κατηφορικού δρόμου που αρχίζει από τον Α΄ Κρατικό Παιδικό Σταθμό και καταλήγει στην οδό Πιττακού και διά αυτής στο «Μπας Φανάρ» της αγοράς, το οποίο και κατεδαφίστηκε το 1990 για μια χούφτα ψήφους. Το σπίτι ανήκε στο Σουφί Μπέη, δισέγγονο του μεγάλου ναζίρη της Μυτιλήνης Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη. Τον πατριάρχη μιας φαμίλιας που σφράγισε με την παρουσία της την ιστορία του νησιού στα χρόνια ανάμεσα σε δυο από τις σημαντικότερες για την ελληνική ιστορία χρονιές. Από την επανάσταση του 1821 έως την εφαρμογή της Συνθήκης της Λοζάννης το 1923, οπότε και η Κουλαξίζηδες αποχώρησαν από το νησί. Πρώτος σταθμός τους, το αντικρινό Αϊβαλί.
Ο Μουσταφά Κουλαξίζης εμφανίσθηκε ξαφνικά στη μυτιληνιά ιστορία στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Π. Ι. Σαμάρα, στο βιβλίο του «Κουλαξίζηδες», ήταν γιος ενός ζαμπίτη (χωροφύλακα της εποχής), του Μπερμέρ Αχμέτ από την Καλλονή, που χρωστούσε το όνομά του στο ότι ένα βράδυ μάλωσε με έναν άλλον ομόβαθμό του και πάνω στο πάλεμα έχασε το μισό αυτί του. «Κουλάκ σιζ», δίχως αυτί δηλαδή, το παρατσούκλι έγινε όνομα οικογενειακό. Σύμφωνα πάλι με την οικογενειακή παράδοση, ο Μουσταφά Κουλαξίζης ήρθε στη Μυτιλήνη μωρό παιδί, στην αγκαλιά της μάνας του. Ο πατέρας του Μεχμέτ Αγάς, από τους αφεντάδες των γενιτσάρων στην Κιουτάχεια, είχε χάσει το αυτί του σε μια μάχη, την τελευταία προτού τραβήξει κατά την Τραπεζούντα, όπου και παντρεύτηκε. Στην Τραπεζούντα γεννήθηκε ο Μουσταφά, που όμως έμεινε σύντομα ορφανός, μια κι οι μπαρμπάδες του σκότωσαν τον αδελφό τους και πατέρα του. Η μάνα τότες τον άρπαξε κι έτρεξε στη Μυτιλήνη, στο σπίτι ενός θείου της. Σε αυτό το μυτιληνιό σπίτι μεγάλωσε ο Μουσταφά, που τράνεψε κι η φήμη του έφτασε μέχρι το παλάτι του σουλτάνου που τον διόρισε ναζίρη. Εκπρόσωπό του δηλαδή, ανώτατο διοικητή της περιοχής της Μυτιλήνης και των απέναντι ακτών. Χάρη στη φήμη του, όμως, ποτέ και κανένας δεν γίνεται αφέντης ενός τόπου. Σε αυτό το σημείο αρχίζει ο ρόλος της ιστορικής έρευνας για το ρόλο του Ναζίρ Μουσταφά Αγά Κουλακσίζ Ζααδέ, όπως ήταν στα τουρκικά ο πλήρης τίτλος και το όνομα του πατριάρχη των Κουλαξίζηδων.
Στην Επανάσταση
Η συμμετοχή της Λέσβου στα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 επιτρέπει την ανάδειξη του Μουσταφά Αγά σε κυρίαρχη στο νησί μορφή. Η πυρπόληση του σουλτανικού δίκροτου στην Ερεσό από τον Παπανικολή στις 27 Μαΐου 1821 δίνει την αφορμή για τη γνωστή σφαγή στο Αϊβαλί και στο Μοσχονήσι στις πρώτες μέρες του Ιουνίου, αλλά και στη σφαγή Μυτιληνιών χριστιανών τη μέρα της πυρπόλησης του δίκροτου, γνωστή ως «μεγάλο τζουλούσι». Σύμφωνα με Κώδικα της Μητρόπολης Μυτιλήνης, την Πέμπτη 27 Μαΐου 1821 σφάχτηκαν στην αγορά της Μυτιλήνης 43 χριστιανοί και λεηλατήθηκαν σπίτια και μαγαζιά. Ακόμα δυο σκοτώθηκαν στην περιοχή Κεραμειών. Όλοι τους από εξαγριωμένα μπουλούκια άτακτων από την ασιατική ακτή, τους γνωστούς βασιβουζούκους, με τους οποίους είχε ενισχυθεί δεδομένης της ελληνικής επανάστασης η φρουρά της Μυτιλήνης. Τις ίδιες μέρες, στο συνήθη εκτός κάστρου τόπο εκτελέσεων στην περιοχή της Παπτσούδας (πλάτωμα στον Παιδικό Σταθμό της Μυτιλήνης, όπου σήμερα η οδός Διονυσίου, πολύ κοντά στο προαναφερόμενο αρχοντόσπιτο της οδού Χατζηγρηγόρη) εκτελούνται με απαγχονισμό από όργανα της Οθωμανικής Αρχής οι Φιλικοί Γιαννάκης Λεμονής ή Κοντογδής και Χατζηγρηγόρης Ιωάννου (βλ. Π. Ι. Σαμάρα «Η Μυτιλήνη στον ΙΘ΄ αιώνα», Ποιμήν Μυτιλήνης, τεύχος Οκτ./Νοεμ. 1941, σ. 170). Σύμφωνα πάντα με τον Π. Ι. Σαμάρα στο βιβλίο του «Κουλαξίζηδες», στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τους Έλληνες ενεφανίσθη ο Μουσταφά Αγάς Κουλαξίζης, «που βγήκε στους δρόμους με τις παντούφλες και καθησύχασε τον εξαγριωμένο Τουρκικό όχλο, σταμάτησε το κακό κι έσωσε τους Μυτιληναίους ραγιάδες από βέβαιη γενική σφαγή». Εδώ ας σημειωθεί ότι το σπίτι του Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη ήταν στη σημερινή οδό Αδραμυττίου, πολύ κοντά σε δυο άλλα δημιουργήματά του που στέκουν όρθια ως τις μέρες μας, το μεγαλύτερο και ωραιότερο τζαμί της Μυτιλήνης, το Νέο Τέμενος, το Γενί Τζαμί, και το μεγάλο λουτρό της αγοράς, το Τσαρσί Χαμάμ.
Λόγω αυτού κυρίως του γεγονότος, του ρόλου δηλαδή τού Μουσταφά Αγά στη διάρκεια της σφαγής μεταξύ των χριστιανών του νησιού και όχι μόνο αυτών, δημιουργείται ο μύθος του «φιλοραγιά» Μουσταφά. Ως αποτέλεσμα τούτου, «οι ραγιάδες της Μυτιλήνης ζήτησαν με κρυφή αναφορά, την οποία υπέγραψαν και μερικοί ντόπιοι σημαίνοντες Τούρκοι, απ’ την Τουρκική κυβέρνηση για διοικητή τους (Ναζίρη) τον πανίσχυρο Τούρκο συμπατριώτη τους Μουσταφά Αγά Κουλαξίζη» (βλ. Π. Ι. Σαμάρα «Κουλαξίζηδες», Μυτιλήνη 1946, σσ. 8 - 9). Πραγματικά, με φιρμάνι στις αρχές τού 1922 ο σουλτάνος διορίζει ως Ναζίρ Αγά το Μουσταφά Κουλαξίζη. Το ναζιράτο του περιελάμβανε εκτός από τη Λέσβο και το Αϊβαλί, το Μοσχονήσι και τα άλλα νησιά, το Αγιασμάτ στα νότια του Αϊβαλιού και την περιφέρεια Αδραμυττίου στα βόρειά του.
«Φιλοραγιάς»
Σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, ο Μουσταφά Αγάς «ισορροπεί» μεταξύ των δυο σύνοικων στοιχείων του νησιού, των Ελλήνων και των Τούρκων, πάντα όμως σε όφελος των προσωπικών του συμφερόντων. Περιτειχίζει τη Μυτιλήνη για να την προστατεύσει δήθεν από Έλληνες αντάρτες στα βουνά του νησιού και Λέσβιους και Αϊβαλιώτες, που στη διάρκεια των γεγονότων τού 1821 διέφυγαν στις Κυκλάδες. Από την άλλη, με έξοδά του στέλνει στις απέναντι ακτές τους Τούρκους βασιβουζούκους. Ακόμα συμφιλιώνει τους φίλους με την επανάσταση Μυτιληνιούς με τους συντηρητικούς συμπατριώτες τους. Στη Δημογεροντία τού 1923, συμμετέχουν οι «συντηρητικοί» Χατζηγιώργης Μάνδρας, Χατζηγιώργης Μαλλιάκας, Δημητρός Καραπαναγιώτης και Παναγιώτης Καρακούσης και οι επαναστάτες Δημητρός Αθανασίου και Γεωργάκης Γριμάνης. Με τη Δημογεροντία αυτή πραγματικό όργανό του, ενισχύει ακόμα περισσότερο τη φήμη του «φιλοραγιά». Αυτήν τη φήμη εκμεταλλεύεται τον Ιούνιο του 1923, όταν και προτείνει στους επαναστατημένους Ψαριανούς να σταματήσουν έναντι ετήσιου φόρου τις επιδρομές τους στη Λέσβο. Σκοπός του, να εισπράττει ανενόχλητος τους φόρους από τους κατοίκους του νησιού. Αλλά και να κερδίσει χρόνο. Να πάρει με το μέρος του τους Έλληνες και να ενισχύσει τη φρουρά του νησιού (βλ. Σπ. Τρικούπη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήναι 1925, τ. Α΄, σ. 179).
Πραγματικά, το Σεπτέμβριο του 1923 η βουλή των Ψαρών στέλνει το Μυτιληνιό επαναστάτη Θεόδωρο Αλκαίο να διαπραγματευθεί και να υπογράψει τη συμφωνία που τους έχει προταθεί από το Κουλαξίζη. Ο Κουλαξίζης όμως αρνείται, μια και ήδη έχει πετύχει στο νησί τα όσα σχεδίασε. «Κατά τον παρελθόντα Ιούνιον ήμην καθ’ όλα ελεύθερος και ηδυνάμην να πράξω και να δικαιολογήσω ενώπιον της Κυβερνήσεώς μου τα όσα είπα. Ήδη οπού ο Καπετάν πασάς είναι έξω και περιπλέει με τον στόλον του δεν δύναμαι να πράξω τίποτε. Διότι φοβούμαι να μη με υποπτευθώσι και πάθω. Μόνον ας μείνει η υπόθεσις αύτη μυστική δι’ άλλην περίτασιν», απαντά (βλ. Γ. Βαλέτα «Θεόδωρος - ο βάρδος και καπετάνιος του ‘21», Αθήνα 1943, σ. 19).
Οι νεκροί της Μεγάλης Λίμνης
Τον Οκτώβριο του 1823, στη Λέσβο αποβιβάζονται 4.000 Ψαριανοί, Μυτιληνιοί και Αϊβαλιώτες επαναστάτες (βλ. Π. Ι. Σαμάρα «Κουλαξίζηδες», Μυτιλήνη 1946, σ. 11., Louis Lacroix «Iles de la Grèce» Paris 1853, κεφ. Η Λέσβος κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας, και Ν. Σωτηράκη «Η Λέσβος και η Ελληνική Επανάσταση», Μυτιλήνη 1940, σ. 16). Οι επαναστάτες χωρίς στήριξη από τους ντόπιους Έλληνες χτυπιούνται από τον Κουλαξίζη και υποχρεώνονται να αποχωρήσουν από το νησί. Τότε στην περιοχή της Μεγάλης Λίμνης βρέθηκαν σκοτωμένοι μερικοί Τούρκοι. Για να αποζημιωθούν οι οικογένειες αυτών των Τούρκων, ο πανέξυπνος Μουσταφά Κουλαξίζης τιμωρεί την Κοινότητα της Αγιάσου στην περιφέρεια της οποίας ανήκει η Μεγάλη Λίμνη και τα γύρω από αυτήν κτήματα και πευκοδάση, με ένα τεράστιο πρόστιμο το οποίο και είναι αδύνατο να πληρωθεί. Τότε και τους προτείνει, αντί να κρεμαστούν οι προύχοντες του χωριού, έναντι του προστίμου που δεν μπορεί να καταβληθεί, να πάρει ο ίδιος την έκταση αυτή και με τη σειρά του να αποζημιώσει τις οικογένειες των νεκρών Τούρκων. Σα να μην έφτανε αυτό, οι Αγιασώτες υποχρεώνονται να δουλέψουν αγγαρεία στη Μεγάλη Λίμνη για την καλλιέργεια και για τη μεταφορά των προϊόντων. Το γεγονός της συντεταγμένης αποβίβασης των 4.000 Ψαριανών αμφισβητείται από τον ιστορικό Στρατή Αναγνώστου (βλ. Στρατή Αναγνώστου «Η Λέσβος κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέσα από το Γαλλόφωνο Σμυρναϊκό τύπο της εποχής», Λεσβιακά, τ. ΙΣΤ΄ σσ. 42 - 43), ο οποίος και αναφέρεται σε μια σειρά επιδρομών Ψαριανών στη Λέσβο την ίδια περίοδο, μια «και οι Ψαριανοί θεωρούσαν τη Λέσβο εχθρική ζώνη». Δεν αποκλείεται οι νεκροί της Μεγάλης Λίμνης να είναι αποτέλεσμα μιας από τις επιδρομές αυτές.
Όλη πάντως η έκταση παρέμεινε στην ιδιοκτησία της φαμίλιας των Κουλαξίζηδων ως το 1874, που ο γιος του Μουσταφά, ο οποίος εν το μεταξύ το 1835 πέθανε, Ισμαήλ Πασάς, και ο γιος του, Χαλίλ Μπέης, κατηγορούνται για σφετερισμό της έκτασης και ιδιαίτερα του νερού της Λίμνης και των γύρω πηγών, αλλά και άλλων εκτάσεων, ακόμα και μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης όπου σήμερα ο Δημοτικός Κήπος. Η Υψηλή Πύλη διατάζει τότε τη δήμευση της έκτασης της Μεγάλης Λίμνης και την πώλησή της προς όφελος του Δημοσίου. Έναντι 1.200 λιρών η έκταση αγοράζεται από την εκκλησία της Παναγίας στην Αγιάσο. Τα έσοδα δε από την εκμετάλλευση της έκτασης αυτής διατίθενται υπέρ των σχολείων της Αγιάσου. Μετά την απελευθέρωση, η γη ακολουθεί την «ιδιοκτησιακή» πορεία των σχολείων και καταλήγουν ιδιοκτησία του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων.
Μέχρι που πριν μέρες, από τη Βουλή, και πιο συγκεκριμένα σε διάταξη στο νομοσχέδιο του Υπουργείο Περιβάλλοντος για το νέο Οικοδομικό Κανονισμό (άρθρο 31, παρ. 5), η ακίνητη περιουσία επιστρέφει στην αυτοδιοίκηση, στο λαό δηλαδή της Αγιάσου.