" Έφυγε" ο Δημήτρης Μητροπάνος - Κληρονομιά στην αιωνιότητα η φωνή του
Ο Δημήτρης Μητροπάνος, από τις πλέον χαρακτηριστικές λαϊκές φωνές του ελληνικού τραγουδιού, σίγησε το πρωί της Τρίτης έπειτα από έμφραγμα που υπέστη. Το τελευταίο διάστημα ο ερμηνευτής είχε δώσει σκληρή μάχη για να ξεπεράσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
Ευτύχησε στο διάστημα της καριέρας του να ερμηνεύσει όχι μόνο μεγάλους συνθέτες και ποιητές και στιχουργούς αλλά κυρίως τα τραγούδια τους να τα κάνει δικά του. Απλός, δωρικός, ουσιαστικός, χωρίς τερτίπια και κόλπα δώρισε τη φωνή του στα τραγούδια και κυρίως στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 και έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρείας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Κολούμπια. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα».
Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά», το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Στην πορεία που χάραξε στον δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 είναι ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας έναν σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με τη Δήμητρα Γαλάνη και τη σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δύο μουσικές βραδιές στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα.Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης («Εμείς οι δυο» κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι «Για να σ' εκδικηθώ») και Νίκου Πορτοκάλογλου («Κλείνω κι έρχομαι») αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού.
Οι συνεργασίες με τον Μάριο Τόκα και τον Φίλιππο Γράψα («Η εθνική μας μοναξιά» και «Παρέα με έναν ήλιο») συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο «έντεχνες» διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000.
Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού ξεχωρίζει το «Πες μου τ' αληθινά σου» σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση «Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο», από το πρόγραμμα - ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος «Στη Διαπασών», ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι «Η εκδρομή» του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία έπειτα από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Τον Ιούνιο του 2011, με το άλμπουμ «Εδώ είμαστε» ο Σταμάτης Κραουνάκης και ο Δημήτρης Μητροπάνος, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη δισκογραφία.
Για τον Δ. Μητροπάνο από τον Οδυσσέα Ιωάννου
23 Σεπτεμβρίου 2008, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο Καλλιμάρμαρο. Συναυλία του ΣΚΑΙ και του ΜΕΛΩΔΙΑ για τα δάση. Δεκαπέντε τραγουδιστές, ανάμεσά τους κι ο Μητροπάνος. Χαμένος για περισσότερα από δύο τρία χρόνια, νοσοκομεία, Ελλάδα, Παρίσι, μεταμόσχευση νεφρού, και πολλές φήμες. Κακές φήμες. Με συστολή και φόβο του προτείνω να συμμετάσχει. Να βγει να τραγουδήσει. Θέλει. Σαν καλό νέο που απλώνεται από στόμα σε στόμα, τον περιμένουν όλοι. Βγαίνει λίγο πριν το τέλος παρέα με τον Θάνο Μικρούτσικο και ξεκινάει η Ρόζα. Μία βουή, σαν σεισμός που ξυπνάει, άρχισε να απλώνεται σε όλο το Στάδιο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε φουντώσει σε έναν ενθουσιώδη πανηγυρισμό. Ήταν Ανάσταση! Το λέω μετά λόγου γνώσεως. Ήταν Ανάσταση μπροστά στα μάτια μας. Από τις ελάχιστες τόσο έντονες και φορτισμένες στιγμές που έχω ζήσει σε αυτό το υπέροχο ταξίδι του ελληνικού τραγουδιού. Πίσω από την σκηνή οι δύο μικρές του κόρες, ψύχραιμες θα έλεγα, δεν έβλεπαν τον μεγάλο ερμηνευτή αλλά τον πατέρα τους, περιμένοντάς τον να τελειώσει και να πάνε σπίτι. Κάθομαι δίπλα τους. Η Χαρούλα Αλεξίου ανεβαίνει την ράμπα, με αγκαλιάζει και κλαίει. Ύστερα, κατεβαίνει και τον περιμένει κι εκείνη, σαν μικρή θαυμάστρια, πίσω στα καμαρίνια να του δώσει ένα φιλί.
Πραγματικά δεν ξέρω πόσοι αξιώθηκαν τέτοια αγάπη, εν ζωή, από συναδέλφους τους. Δεν λέω για την αγάπη του κόσμου, τι να πω; Λέω για εκείνο το “ό,τι θέλει ο Μήτσος” που ήταν σαν διαταγή για όλους μας.
Έφυγε όταν ημέρεψαν οι κακές φήμες. Όταν όλο το κακό φάνταζε σαν μια μακρινή περιπέτεια που τελείωσε.
Ο Μήτσος. Ο “χρεωμένος” σε ένα άλλο λαϊκό τραγούδι από αυτό που αγάπησα, αλλά και ο Μήτσος του Μούτση, του Ελευθερίου, του Μίκη, του Παπαδόπουλου, του Τόκα, του Μικρούτσικου, του Αλκαίου. Ο Μήτσος του “αλίμονο” που μόνο από εκείνον θα μπορούσα να το ακούσω.
Ευτυχής που είπε μερικά τραγουδάκια μου, περισσότερο τυχερός που τον γνώρισα και είπαμε και δύο κουβέντες εκτός δουλειάς. Και ναι, το κενό θα μείνει κενό. Χάσμα. Το λαϊκό του ένστικτο εξαφανίζεται σιγά σιγά από τις συλλογικές μας σταθερές.
Να αντέξουν οι κορούλες του και η Βένια. Και μόνο περήφανες να αισθάνονται. Για όλον τον αγώνα τόσα χρόνια, για όλα εκείνα τα καλά που θα ακούν για τον δικό τους άνθρωπο και θα είναι όλα αλήθεια.
-----------------------------------------------------
Δημήτρης Μητροπάνος: H ζωή μου
Αυτή είναι η διήγηση της ζωής του, όπως την έκανε στη στήλη της LifO "Oι Αθηναίοι"
Δεν είμαι Θεσσαλονικιός. Πολύς κόσμος νομίζει ότι είμαι από εκεί επειδή έχω ζήσει και έχω τραγουδήσει πολύ εκεί. Η Θεσσαλονίκη και τα Χανιά είναι οι αγαπημένες μου πόλεις. Η Αθήνα είναι τέρας, δεν είναι πόλη. Εδώ που μένω, στο Ψυχικό, ξέρεις τι μου λέει η κόρη μου: «Μπαμπά, κάθισα μισή ώρα στο παράθυρο και είδα μόνο έναν σκύλο να περνάει». Μου αρέσουν μόνο η Πλάκα και τα Εξάρχεια. Ό,τι και να λένε για τα Εξάρχεια είναι από τις ωραιότερες περιοχές.
Ήρθα στην Αθήνα το 1964. Έφυγα από τα Τρίκαλα γιατί δεν γινόταν να μείνω άλλο εκεί. Ήρθα για σπουδές, αλλά ακολούθησα άλλο δρόμο. Εξαιτίας και κοινωνικών φρονημάτων δεν μπορούσα να σπουδάσω. Ούτε στο Δημόσιο μπορούσα να μπω. Τότε τραγούδησα σε μια συνεστίαση της δουλειάς του θείου μου και με άκουσε ο Μπιθικώτσης. Με φώναξε και μου είπε να ακολουθήσω το επάγγελμα.
Μέχρι τότε γραφόμουνα παντού ορφανός. Ότι ζει ο πατέρας μου το έμαθα στα 17. Ήρθε τότε ένα γράμμα και έμαθα ότι είναι στη Ρουμανία. Είχε φύγει με το αντάρτικο. Δεν είχαμε ποτέ μια ιδιαίτερη σχέση. Αφού αποφάσισε και το έκανε, ας το πάρει μέχρι τέλος. Αυτή είναι η θεωρία που πιστεύω και εγώ. Στην πράξη δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θέλω να του ρίξω βάρος. Είναι πόσο αντέχει ο άνθρωπος.
Το 1965 πρωτοτραγούδησα σε κέντρο με τον Ζαμπέτα. Δεκαεφτά χρόνων. Καθόμουνα μέχρι τις έντεκα και μισή γιατί μετά έπρεπε να κοιμηθώ για να πάω σχολείο. Με αντιμετωπίζανε σαν παιδάκι. Συνήθως Καζαντζίδη τραγουδούσα. Έπαιρνα και 50 δραχμές την ημέρα. Δεν σκεφτόμουνα να βρω άλλη δουλειά. Το τραγούδι ήταν η μόνη δουλειά που είχα τότε.
Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό. Ούτε κουράστηκα, ούτε πάλεψα. Με το που μπήκα στην ιστορία γνώρισα τον Ζαμπέτα που με πήρε μαζί του. Μου ήρθαν πολύ βολικά τα πράγματα. Βέβαια, αν το σκεφτείς, τότε βγήκαμε 10 τραγουδιστές, οι πέντε κάνουν ακόμα καριέρα. Σήμερα βγαίνουν χίλιοι. Δεν χωράει η Ελλάδα τόσους πολλούς.
Ο τραγουδιστής είναι από τα καλύτερα επαγγέλματα. Είναι αυτός που βγαίνει και εισπράττει κατευθείαν αυτό που άλλοι παλεύουν για καιρό. Εδώ κατευθείαν εισπράττεις αυτό που δίνεις.
Είμαι λαϊκός τραγουδιστής. Το τραγούδι του Λάκη (σ.σ. «Για να σ' εκδικηθώ») που είπα έγινε επειδή μέναμε δίπλα δίπλα και μου το έφερε να το ακούσω και του είπα: «Ρε συ Λάκη, κρίμα να το πεις εσύ, θα πάει χαμένο» και μου απάντησε: «Πες το εσύ». Και το είπα. Καλά τραγούδια θέλω να λέω.
Αν δεν έχεις τα βιώματα, δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσεις να τραγουδήσεις ορισμένα πράγματα. Από καταβολής του λαϊκού τραγουδιού οι τραγουδιστές είναι από τη μέση τάξη και κάτω. Φαντάζεσαι να τραγουδήσει τη «Φτωχολογιά» ένας γιος εφοπλιστή; Γι' αυτόν θα είναι ένα άγνωστο πράγμα.
Όταν τραγούδησα με τον Θεοδωράκη, ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι χρόνων. Δεν με ένοιαζε. Όταν με φώναξε αργότερα και ήμουνα τριάντα πέντε, έτρεμα κι ας ήμουνα επαγγελματίας. Τότε είχα το πρόβλημα, γιατί ήξερα ποιος είναι ο Θεοδωράκης. Όλος αυτός ο «όγκος» σού κόβει τα πόδια.
Έχω πει ότι χρωστάω μόνο στον Γιώργο Ζαμπέτα. Αυτός μου έδωσε τα πρώτα μου τραγούδια και από αυτόν διαμορφώθηκε η στάση μου απέναντι σε οτιδήποτε Ήταν κανονικός άνθρωπος, χωρίς το μυαλό πάνω από το κεφάλι. Το βασικό που έλεγε ήταν: «Σβήσαν τα φώτα; Να είσαι κανονικός άνθρωπος». Βασίστηκα σε αυτό και απ' ό,τι πιστεύω δεν την ψώνισα.
Δεν βρίσκονται σήμερα παρόμοια μεγέθη. Τότε οι παρέες ήταν δημιουργικές. Σήμερα υπάρχει μια απομόνωση. Ο καθένας τραβάει μόνος του τον δρόμο του. Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Λεοντής έκαναν παρέα. Συζήταγαν και ζούσαν τα προβλήματά τους. Τη συζήταγαν τη μουσική.
Τώρα ζούμε σε μια μεταβατική κατάσταση. Δεν είναι μόνο εδώ. Υπάρχει ένα παγκόσμιο πρόβλημα όσον αφορά την τέχνη. Φτάνουμε στο σημείο να επιζητούμε μια καταστροφή ή να δημιουργηθούν προβλήματα ώστε να προχωρήσει η τέχνη. Θα πρέπει, όμως, να μάθουμε κάποια στιγμή πως καλό είναι να μη δημιουργούνται προβλήματα απλώς για να γίνεται η τέχνη. Δεν θεωρώ ότι δεν υπάρχουν παιδιά με ταλέντο. Υπάρχουν και είναι πολλά. Απλά δεν υπάρχουν άνθρωποι, όπως ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, να βάλουν μια τάξη.
Με χαρά να συμμετάσχω αν δημιουργηθεί μια τέτοια παρέα, αλλά πρέπει να ξέρετε πως ο τραγουδιστής είναι έξω από το δημιουργικό πράγμα. Άλλοι χαράζουν το δρόμο και εγώ είμαι ο εκφραστής. Όσο υπήρχαν οι δημιουργοί, είχαν τον πρώτο λόγο και είχαμε και τα αποτελέσματα που είχαμε. Από τη στιγμή που οι εταιρείες δεν τα βρήκανε με τους συνθέτες, εμείς ήμασταν η πιο εύκολη λεία. Κάπου πιστέψαμε πως μπορούμε να κάνουμε και μόνοι μας και είδαμε την κατάντια μας.
Η εποχή της Πλάκας ήταν για μένα καταπληκτική. Το γλέντι και η διασκέδαση ήταν πιο αυθόρμητα. Μετά ήρθε η «βιομηχανοποίηση». Δεν σηκώνονταν τότε διακόσιοι να χορέψουν. Θα σηκωνόταν ένας να το ευχαριστηθεί. Σήμερα σπρώχνονται και νομίζουν ότι χορεύουν. Κανείς δεν το ευχαριστιέται αυτό. Παλιά έλεγαν: «Πάμε να ακούσουμε αυτόν», τώρα λένε «Πάμε να δούμε αυτόν».
Ανταγωνισμός πάντα θα υπάρχει. Ανάλογα πώς το βλέπει ο καθένας. Εγώ πάντα με την έννοια του να τραγουδήσω καλύτερα. Και με τον πιο καλό μου φίλο να βγαίνω μαζί, θέλω εγώ να τραγουδήσω καλύτερα. Δεν κάνω κάτι εις βάρος του. Με τον Τερζή είμαστε τριάντα χρόνια φίλοι. Και εκεί υπήρχε ο ανταγωνισμός και από εμένα και από αυτόν. Στα παρασκήνια τού έλεγα: «θα σε φάω» και αυτός μου έλεγε το ίδιο. Όταν βγαίνω και έχω δύο τρεις τραγουδιστές που δεν τους υπολογίζω, δεν είμαι και εγώ καλός. Με τον Τερζή πεθαίναμε και οι δύο, «πτώματα» καταλήγαμε. Ζηλεύω το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση. Αλλά σαν φωνή προτιμώ τον Καζαντζίδη.
Αν όλα τα κάνεις φόρα παρτίδα, δεν έχεις κανένα λόγο να φοβάσαι τις κακές γλώσσες. Και δεν ήμουν κανένα παιδάκι κλεισμένο στο σπίτι του. Κάθε βράδυ ξενύχταγα μέχρι τις επτά και οχτώ η ώρα το πρωί. Δεν υπήρχε σκυλάδικο που να μην έχω γυρίσει. Μέχρι να παντρευτώ και να κάνω τα παιδιά μου ήμουνα σκορποχώρι. Χέστηκα! Ας με πούνε και σκυλά. Δεν με αφορά, ξέρω πολύ καλά ποιος είμαι. Μου άρεσε να ξενυχτάω, να πίνω. Εκεί μέσα μεγάλωσα.
Το ιατρικό ανακοινωθέν
Από οξύ πνευμονικό οίδημα εξέπνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Σε ανακοίνωση, που εκδόθηκε από το νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ, αναφέρεται:
«Ο ασθενής Δημήτριος Μητροπάνος διεκομίσθη στο νοσοκομείο ΥΓΕΙΑ σήμερα το πρωί λόγω οξέως διαρροϊκού συνδρόμου και εμέτων. Στη συνέχεια παρουσίασε αιφνιδίως δύσπνοια.
Μετεφέρθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου αντιμετωπίστηκε για οξύ πνευμονικό οίδημα από το οποίο και κατέληξε την 11η πρωινή».