Η Λέσβος κατά την Επανάσταση του 1821 (Μέρος Α)
Επιμέλεια: Παναγιώτης Μ. Κουτσκουδής
Οι παραμονές της Επανάστασης
Όταν το 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία, ανάμεσα στις χιλιάδες που κοινώνησαν των μηνυμάτων της εθνεγερσίας ήταν και ο Μυτιληνιός Παλαιολόγος Λεμονής, ο οποίος μυήθηκε από τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Πήρε μέρος στην επανάσταση που κήρυξε στη Μολδοβλαχία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και έπεισε τον αρχηγό του να ζητήσει τη βοήθεια των προκρίτων της Ύδρας για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Έρχεται στη Μυτιλήνη μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο Λεμονή και αρχίζει το έργο της μύησης. Από τους πρώτους που μύησαν στον αγώνα ήταν ο αδερφός τους Γιαννάκος Λεμονής, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος, οι δημογέροντες Γεωργάκης Γρημάνης και Δημήτριος Αθανασίου, καθώς και άλλοι προύχοντες του τόπου.
Όταν όμως ξέσπασε η Επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι φιλικοί της Λέσβου δίστασαν να αναλάβουν την ευθύνη της εξέγερσης του νησιού για τους εξής λόγους: Η Λέσβος από τις αρχές του 18ου αιώνα ήταν η μεγαλύτερη ναυτική βάση των Τούρκων στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η στρατηγική της σημασία ως ναυτικής βάσης αναβαθμίστηκε. Η συνεχής, λοιπόν, παρουσία του τουρκικού στόλου στο νησί ήταν ένας παράγοντας που δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες για οποιαδήποτε απόπειρα εξέγερσης. Το δεύτερο σοβαρό εμπόδιο ήταν η πλεονεκτική θέση των τουρκικών φρουρών σε σχέση με τις ντόπιες επαναστατικές δυνάμεις. Τα τρία κάστρα του νησιού, Μυτιλήνης, Μολύβου και Σιγρίου, έκαναν τη Λέσβο απόρθητη. Ακόμη, οι Τούρκοι χωρίς καθυστερήσεις είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν δυνάμεις ατάκτων τουρκικών στρατευμάτων (βαζιβουζούκων) από τη Μικρά Ασία ενισχύοντας έτσι τις φρουρές του νησιού, που αριθμούσαν τουλάχιστον 12.000 άνδρες πάνω στο νησί, ενώ οι Λέσβιοι δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν ανάλογες σε αριθμό στρατιωτικές δυνάμεις και κυρίως εμπειροπόλεμες.
Τα γεγονότα του 1821
Ένα μήνα μετά την έκρηξη της Επανάστασης οι Τούρκοι προέβησαν σε προληπτικές ενέργειες, για να αποθαρρύνουν κάθε επαναστατική διάθεση στο νησί. Αφόπλισαν τους κατοίκους, επέβαλαν τρομοκρατία, οργάνωσαν την άμυνά τους και προχώρησαν σε συλλήψεις και διαρπαγές σε βάρος των Ελλήνων, σε πολλά χωριά και κυρίως στη Μυτιλήνη.
Στα μέσα περίπου του Μαΐου του 1821 είχε καταπλεύσει στην περιοχή της Λέσβου και των Ψαρρών ο ελληνικός στόλος με αντικειμενικό σκοπό την εποπτεία του δυτικού τμήματος του νησιού και την επιτήρηση των στενών των Δαρδανελίων απ’ όπου θα κατέβαινε ο τουρκικός στόλος. Ναύαρχος της ελληνικής ναυτικής μοίρας ήταν ο Ιάκωβος Τομπάζης. Την ίδια εποχή πλέει προς τη Λέσβο ως εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στόλου ένα δίκροτο, που αγκυροβολεί ανοιχτά της Ερεσού.
Τα χαράματα της 27ης Μαΐου 1821 δυο πυρπολικά, οδηγούμενα από τους Καλαφάτη και Παπανικολή, ξεκίνησαν για το παράτολμο εγχείρημα. Η προσπάθεια του Καλαφάτη αποτυγχάνει. Ο Παπανικολής όμως κατορθώνει να προσκολλήσει το πυρπολικό του στην πλώρη του πλοίου. Οι φλόγες γρήγορα μεταδόθηκαν σ’ όλο το καράβι. Έντρομοι οι Τούρκοι με υστερικές κραυγές προσπαθούν να σωθούν. Ο πλοίαρχος Μπεκτάς – Αρναούτ, στην προσπάθειά του να σωθεί πρώτος αδιαφορώντας για το πλήρωμά του, δέχεται θανάσιμο πλήγμα από μαινόμενο Τούρκο. Τριάντα πέντε λεπτά της ώρας διήρκεσε ο επιθανάτιος ρόγχος του θαλάσσιου γίγαντα. Η φωτιά μεταδόθηκε στην πυριτιδαποθήκη και η έκρηξη που ακολούθησε μετέτρεψε σε συντρίμμια το θρυλικό «Φερμάν Ντεϊνεμέζ» (Κινούμενο Όρος). Οι κάτοικοι της Ερεσού βοήθησαν τους πυρπολητές να εξοντώσουν το πλήρωμα του τουρκικού δικρότου, με αποτέλεσμα, εκτός απ’ την απώλεια του μεγάλου πολεμικού τους πλοίου, οι Τούρκοι να χάσουν πάνω από 1000 άνδρες.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας (27-5-1821) εξεγέρθηκαν οι κάτοικοι της Μυτιλήνης, γεγονός καταγραμμένο στο φύλλο 73β του Β Κώδικα της Μητροπόλεως Μυτιλήνης. Την επαναστατική αυτή κίνηση πυροδότησε η εμφάνιση του ελληνικού στόλου στα λεσβιακά νερά και η παράλληλη απουσία απ’ την πόλη του τουρκικού στρατού που είχε κινηθεί προς την Ερεσό για να αποτρέψει την πυρπόληση του αποκλεισμένου «Φερμάν Ντεϊνεμέζ». Η εξέγερση όμως δεν ήταν καλά οργανωμένη και καταπνίγηκε από τη φρουρά που είχε αφήσει στην πόλη ο Ρεσίτ πασάς. Οι προθέσεις των φιλικών είχαν προδοθεί στους Τούρκους, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, από τον αντιδραστικό δημογέροντα της Μυτιλήνης Χατζηγιωργάκη Μάνδρα. Έγινε ομαδική σφαγή των κατοίκων της Μυτιλήνης, γνωστή με το όνομα «μεγάλο τζουλούσι». Σύμφωνα με τον Κώδικα της Μητρόπολης Μυτιλήνης σκοτώθηκαν 45 Έλληνες, αλλά σύμφωνα με τον καθηγητή Ι. Μουτζούρη 500. Ανάμεσα σ’ αυτούς που απαγχονίστηκαν εκείνη τη μέρα ήταν και οι φυλακισμένοι από τις αρχές Μαΐου φιλικοί Γιαννάκης Λεμονής, Ιωάννης Χατζηγρηγορίου και άλλοι. Όσοι γλίτωσαν την κρεμάλα, όπως ο Γιωργάκης Γρημάνης, μεταφέρθηκαν σιδεροδέσμιοι στην Πόλη και ύστερα από πολλές περιπέτειες απαλλάχτηκαν. Με την προσωπική παρέμβαση του ισχυρού Τούρκου προύχοντα Μουσταφά αγά Κουλαξίζη αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Παράλληλα, όταν ο Ρεσίτ πασάς με τον τουρκικό στρατό έφτασε στην Ερεσό και πληροφορήθηκε τις εξελίξεις, έσφαξε όλους τους Έλληνες που μαζεύτηκαν έξω από ένα μοναστήρι (του Πιθαρίου ή του Υψηλού) εκδικούμενος την συμμετοχή κατοίκων και καλόγερων στην εξόντωση του τουρκικού πληρώματος.
Ύστερα από τα σκληρά αυτά αντίποινα και τις διώξεις, κάποιοι έφυγαν και πέρασαν στα απελευθερωμένα νησιά. Πολλοί κατευθύνθηκαν στην Τήνο. Οι άλλοι εξοπλίστηκαν και ανέβηκαν στα βουνά. Ο Όλυμπος και ο Λεπέτυμνος γέμισαν από ένοπλους Λέσβιους που ζούσαν με την απαντοχή του λυτρωμού τους.
Διαβάστε εδώ το Β' Μέρος