Σ’ ένα σουβλατζίδικο στο Φανάρι Μυτιλήνης... «Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος...»
Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Γράφει ο Α Ν Τ Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Ξύπνησες. Μιά καινούρια μέρα ξημέρωσε. Τι σε περιμένει πάλι σήμερα; Οι σκέψεις του καθενός μας είναι τόσο διαφορετικές, μα τελικά τόσο ίδιες.
Μιά νοικοκυρά συλλογιέται:
-Θα πιώ ένα καφέ κι ύστερα το γνωστό μαγγανοπήγαδο: Μαγείρεμα, σιδέρωμα, που το σιχαίνομαι, συμμάζεμα του σπιτιού. Όλοι πετάν. και γω μαζεύω..Πλυντήριο, άπλωμα των ρούχων, σκούπισμα.
Ένας άνθρωπος της αγοράς παραπονιέται:
-Η δουλειά στο μαγαζί δεν πάει τόσο καλά όσο παλιά. Πεσμένα πράματα. Βέβαια το μεροκάματο βγαίνει. Με κόπο. Οι λογαριασμοί τρέχουν. Οι φόροι, η ασφάλιση. Κάτι μένει, ίσα για να ζούμε.
Ένας εργάτης φιλοσοφεί:
-Δεν υπάρχουν πιά τόσες δουλειές. Ποιός χτίζει σήμερα σπίτια; Ποιός βάφει; Ποιός ανακαινίζει το μαγαζί του; Όλοι προσπαθούν να την βγάλουν με τα ψέμματα. Το μεροκάματο δύσκολο. Καμιά φορά νευριάζω και τα βάζω με τούς πρόσφυγες και τους μετανάστες. Μα, τι φταίνε αυτοί; Σκατοζωή! Αλλονών τις αμαρτίες πληρώνουν!
Ένας δημόσιος υπάλληλος:
-Ευτυχώς που έχουμε την δουλειά μας. Νοιώθουμε μιά ασφάλεια. Τα λεφτά δεν είναι πάρα πολλά, αλλά είναι σίγουρα. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει. Αν δεις τι υπάρχει γύρω σου, κάνεις τον σταυρό σου. Τη σήμερον ημέρα το μάρμαρο το πληρώνει ο ιδιωτικός υπάλληλος. Εκμετάλλευση, εκβιασμοί, υπερωρίες. Φτου στον κόρφο μας!
Ο αγρότης- κτηνοτρόφος ομολογεί:
-Η περσινή χρονιά στη Λέσβο ήταν καλή για τα λάδια. Είχαν τιμή. Το γάλα όμως έπεσε. Εκεί που πας να σηκωθείς, μετά λες βόηθα Παναγιά. Είναι σκληρή η δουλειά μας. Δεν υπάρχει χειμώνας ή καλοκαίρι. Μήτε Χριστούγεννα και Πάσχα. Δεν ξέρουμε διακοπές.
Ένας τελειόφοιτος Λυκείου ονειρεύεται:
-Επιτέλους οι εξετάσεις τέλειωσαν. Άντε να βγουν τ’ αποτελέσματα κι ότι είναι να γίνει θα γίνει. Μωρέ θα βγάλω όλα τα σπασμένα! Θα κάνω τη μέρα νύχτα. Μπαρ, κλαμπ, πλατείες και ποτάκια μέχρι το ξημέρωμα. Το φθινόπωρο έρχεται. Μιά νέα ζωή με περιμένει.
Ένας ιδιωτικός υπάλληλος τα ψέλνει μόνος του:
-Πλήρωσε με ρε τσιφούτη ότι δικαιούμαι! <Τρέχα δω>. <Πάνε εκεί.>. < Κάτσε καμιά ώρα ακόμα μέχρι να τελειώσουμε>. Θα σου πέσει έξω τα μαγαζί άμα δώσεις και 300 ευρώ δώρο για τα Χριστούγεννα; Εμ, βέβαια, η κυρία θέλει διακοπές στο εξωτερικό! Τύφλες να’ χετε!
Σ’ ένα σουβλατζίδικο στο Φανάρι: Η νοικοκυρά, με τον άντρα της και τα δυό τους παιδιά, στο διπλανό τραπέζι ο καταστηματάρχης με αντροπαρέα, στο παραδιπλανό ο δημόσιος υπάλληλος με την κυρία του και άλλα δυό ζευγάρια, στο πίσω τραπέζι δυο εργάτες, παραδίπλα μιά παρέα νεαρών αγόρια και κορίτσια και λίγο πιο κάτω ο ιδιωτικός υπάλληλος μετά της συζύγου. Μπυρίτσα και σουβλάκια, κουβέντα και παρέα. Πολιτικές διαφωνίες, συζητήσεις για τα παιδιά, απολογισμοί μιάς μέρας. Δίπλα στη θάλασσα, στο λιμάνι. Μια ρουτίνα κι αυτή. Μια καθημερινότητα. Μιά ανάσα από το μακροβούτι. Μιά καθημερινή ευτυχία. Τόση, που σηκώνεις το ποτήρι και λες: «Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος...»
(φωτο αρχείου Π. Τσακμάκης)