Ποιοι είναι οι «νταβατζήδες» των ΜΜΕ
Εχουν περάσει 34 χρόνια από την αλησμόνητη εκείνη βραδιά του 1981. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπουργός Τύπου του Α. Παπανδρέου... αποκάλυψε το σχέδιο του ΠαΣοΚ που μόλις είχε σχηματίσει κυβέρνηση. Απαντώντας, στο Press Room, σε ερώτηση δημοσιογράφου για το πώς θα αντιμετωπίσει η (σοσιαλιστική) κυβέρνηση το ζήτημα της ιδιωτικής τηλεόρασης, δήλωσε εμφατικά: «Ουδέποτε!». Ρωτήθηκε τότε τι θα γίνει αν ένας τηλεοπτικός πομπός εκπέμπει έξω από την ελληνική επικράτεια (π.χ. ένας δορυφόρος) και ο υπουργός Τύπου έσπευσε να απαντήσει: «Θα καταρρίψουμε τον δορυφόρο»! Οι δημοσιογράφοι αποχώρησαν γελώντας.
Η ιστορία αυτή είναι γνωστή στους αναγνώστες του «Βήματος». Ας υπενθυμίσουμε τη συνέχεια μέσα στην πρώτη οκταετία του ΠαΣοΚ.
Οσο κυλούσε ο χρόνος τόσο περισσότεροι μνηστήρες για την ιδιωτική τηλεόραση έκαναν παρέλαση σε υπουργικά γραφεία. Ηταν διεθνείς κυρίως ατζέντηδες, όπως εκείνοι που πρότειναν στον τελευταίο υπουργό Τύπου της Νέας Δημοκρατίας (Αθανάσιος Τσαλδάρης) τη λειτουργία ενσύρματης ιδιωτικής τηλεόρασης. Οι προσπάθειες των ξένων και η εν τω μεταξύ ανάληψη της κυβερνήσεως από το ΠαΣοΚ απομάκρυναν τις εξελίξεις...
Το ζήτημα των μέσων ενημερώσεως απασχόλησε εντόνως την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ ιδίως τα δύο-τρία τελευταία χρόνια της κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Οι πρώτες φωνές υπέρ της ιδιωτικής τηλεόρασης προσέκρουσαν στην προβολή της θέσεως ότι το Σύνταγμα απαγορεύει την ιδιωτική τηλεόραση και συνεπώς δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Η συζήτηση κατέληξε στην άποψη ότι ναι μεν το Σύνταγμα αναφέρει ως δικαιούχο της ιδιωτικής τηλεόρασης το κράτος, αλλά το Δημόσιο μπορεί να εκμεταλλεύεται το προνόμιο με εκμίσθωση του δικαιώματος μεταδίδειν από ιδιώτες.
Το κρατικό μονοπώλιο αισθάνθηκε στα τέλη της δεύτερης τετραετίας του ΠαΣοΚ να τρίζουν τα θεμέλια του τηλεοπτικού προνομίου.
Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Εβερτ, επιφανές στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, κήρυξε το δικό του αντάρτικο. Αγνοώντας τις αντιδράσεις του επισήμου κράτους και τις δικαστικές απαγορεύσεις ανέβηκε στον Λυκαβηττό και έστησε ραδιοφωνικές κεραίες. Η Αστυνομία όταν έφθασε στον Λυκαβηττό βρήκε τον χώρο κατειλημμένο από χιλιάδες Αθηναίους που είχαν ανταποκριθεί σε προσκλητήριο προστασίας των εγκαταστάσεων ραδιοφωνίας - που φαινόταν ως πρόδρομος ιδιωτικών τηλεοράσεων.
Η Αστυνομία, δηλαδή η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, υποχώρησε και ένα παράθυρο εναρμονισμού της χώρας με την ελεύθερη ραδιοτηλεόραση στο πλαίσιο της ανεξάρτητης ενημέρωσης είχε ανοίξει. Σε λίγο καιρό η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ άρχισε διαπραγματεύσεις με τους εκδότες των εφημερίδων, όλων των πολιτικών τάσεων, που ήθελαν να επεκταθούν στην τηλεόραση. Το υπουργείο Τύπου είχε φθάσει να συζητεί τη δυνατότητα να μεταδίδουν όλα τα δημιουργηθησόμενα κανάλια... κοινό δελτίο ειδήσεων, με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ώρα για όλους.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν έως ότου έγινε φανερό ότι η κυβέρνηση έκανε καθυστέρηση προφανώς για να κερδίσει χρόνο. Ισως καθυστερούσε ο πύραυλος που θα έριχνε τον δορυφόρο!
Ετσι, πριν από περίπου 25 χρόνια πέντε εκδότες όλων των πολιτικών τάσεων αποφάσισαν να δημιουργήσουν τηλεοπτικό κανάλι. Με «άδεια τύπου Εβερτ στον Λυκαβηττό». Οι πέντε εκδότες που δημιούργησαν το Mega Channel απέκτησαν ανταγωνιστή, τον Αntenna. Εκτοτε προσετέθησαν ανεξέλεγκτα και άλλα κανάλια, ενώ οι κυβερνήσεις μη θέλοντας να αντιμετωπίσουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αντιδράσεις έκαναν πως δεν βλέπουν. Τελικώς τα λεγόμενα μεγάλα κανάλια που λειτούργησαν ως πραγματικές επιχειρήσεις απέκτησαν ουσιαστικές άδειες λειτουργίας. Ως επιχειρήσεις λειτουργούν σχεδόν 25 χρόνια και έχουν πληρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια φόρους.
ΥΓ.1: Το τελευταίο χαράτσι (20 εκατομμύρια ευρώ) το πλήρωσε το Mega Channel προ ολίγων μόλις ημερών.
ΥΓ.2: Το Mega Channel ανήκει σήμερα στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, στον Oμιλο Βαρδινογιάννη και στον Πήγασο του κ. Μπόμπολα.
ΥΓ.3: Δεν είναι σαφές πού οδηγεί η αναφερόμενη κυβερνητική πρόθεση να επιβάλει ευταξία στον τηλεοπτικό χώρο παίζοντας με τους αριθμούς εν μέσω φημών περί συγκροτήσεως τηλεοπτικών σταθμών ιδιαιτέρως φιλίων προς ορισμένους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Το μέλλον θα δείξει.
Σταύρος Ψυχάρης / Το ΒΗΜΑ