Γράφει ο Μιχάλης Μπάκας*
Το Σάββατο 6 Αυγούστου, πρώτη ημέρα των ολυμπιακών αγώνων του Ρίο, οι αγώνες «έδειξαν από την αρχή τις προθέσεις τους» με το απίστευτο παγκόσμιο ρεκόρ στα 400 μέτρα μικτής ατομικής της Ουγγαρέζας κολυμβήτριας Κατίνγκα Χοζού με χρόνο 4:26.36, συντρίβοντας το παλιότερο παγκόσμιο ρεκόρ, κατεβάζοντας το περισσότερο από δύο δευτερόλεπτα.
Ανάλογη πτώση του παγκοσμίου ρεκόρ στο ίδιο αγώνισμα (πάνω από 2 δευτερόλεπτα) είχε να συμβεί από τον Ιούλιο του 1980 όπου στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας η ανατολικογερμανίδα κολυμβήτρια Πέτρα Σνάιντερ είχε σημειώσει επίδοση 4:36.29, επίδοση που θα της έδινε θέση στον τελικό των ολυμπιακών του Ριο στο ίδιο αγώνισμα. Το 2005 η επίδοση της Σνάιντερ ήταν ακόμα εθνικό ρεκόρ Γερμανίας και η ίδια ζήτησε από τη Γερμανική ομοσπονδία να ακυρωθεί το ρεκόρ της καθώς ήταν αποτέλεσμα χρήσης στεροειδών.
H Μάριον Τζόουνς (ΗΠΑ) κατέκτησε 5 μετάλλια στους Ολυμπιακούς αγώνες στίβου του 2000 στο Σύδνεϋ, 3 χρυσά και 2 αργυρά. Ακόμα και από τα γυμνασιακά της χρόνια η Τζόουνς κατηγορείτο για τη χρήση αναβολικών, πράγμα που η ίδια πάντοτε το αρνιόταν, μέχρι το ξέσπασμα του σκανδάλου Μπάλκο, όπου ξεσκεπάστηκε ένα οργανωμένο κύκλωμα διακίνησης στεροειδών. Η Μάριον Τζόουνς το 2007 αποδέχτηκε τελικά ότι έκανε χρήση αναβολικών, γεγονός που την ανάγκασε να επιστρέψει τα ολυμπιακά της μετάλλια και να οδηγηθεί στη φυλακή για 6 μήνες από το Μάρτιο έως το Σεπτέμβριο του 2008. Τα επόμενα χρόνια η Τζόουνς επιχείρησε να διασώσει το προφίλ της ζητώντας δημόσια συγνώμη και κάνοντας ομιλίες σε σχολεία των ΗΠΑ για την περιπέτεια της στα αναβολικά, παρακινώντας του νέους να μείνουν μακριά από τέτοιες πρακτικές.
Είναι κοινό μυστικό σε όσους ασχολούνται με τον αθλητισμό ότι δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επιδόσεις υψηλού επαγγελματικού επιπέδου χωρίς τη χρήση ουσιών.
Μια λύση θα ήταν σε επαγγελματικό επίπεδο να επιτραπεί η ελεύθερη χρήση όλων των ουσιών, καθώς τώρα όλοι ξέρουν ότι το παιχνίδι παίζεται στην προσπάθεια των εταιριών να φτιάξουν σκευάσματα που δεν θα μπορούν να ανιχνευθούν από τους ελέγχους. Με πλήρη λοιπόν διαφάνεια ας αποφασίσουμε ότι το ντόπινγκ είναι ελεύθερο και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Ας βλέπουν οι μετά οι θεατές αθλητές-άλογα να τρέχουν στους αγώνες κατεβάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Και ας αποφασίσουν οι χορηγοί και οι εταιρίες εάν θα θέλουν να χρηματοδοτούν αυτό το θέμα, ας το κάνουν. Όσο υπάρχει αγορά θα υπάρχει και χρήμα και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του.
Και να μηδενίσουμε τα παγκόσμια ρεκόρ, να καθιερωθούν καθαροί αγώνες και ας είναι το ρεκόρ στα 100 μετρά στα 12 δεύτερα, σε τελική ανάλυση υπάρχει και κοινό που αγαπά τον αθλητισμό πραγματικά και την προσπάθεια θέλει να δει. Ρεκόρ θα γίνονται πάντα. Έχοντας πλήρη ενημέρωση των συνεπειών του ντόπινγκ ο κάθε γονιός θα μπορεί να ενημερώσει το παιδί του για να πάρει τη σωστή απόφαση για το αθλητικό του μέλλον χωρίς να φοβόμαστε ότι σπρώχνοντας τα παιδιά μας στον αθλητισμό τα οδηγούμε στο βλοσυρό χώρο της ντόπας.
Τη δεκαετία του 2000 η Ελλάδα έζησε έναν ολυμπιακό παροξυσμό αθλητικών επιτυχιών σε πολλά αθλήματα με επίκεντρο το στίβο. Η διοργάνωση των ολυμπιακών του 2004 στην Ελλάδα απαιτούσε πρωταθλητές, μετάλλια και διακρίσεις. Είδαμε αθλητές σε μια χρονιά να κατεβάζουν τα ρεκόρ τους και να σημειώνουν απίστευτες επιδόσεις και κανείς δεν αναρωτήθηκε πώς έγινε αυτό. Πολλοί από τους έλληνες αθλητές χρόνια μετά τις επιτυχίες τους αποδείχτηκε ότι έκαναν χρήση αναβολικών ουσιών κανένας όμως δεν το παραδέχτηκε ποτέ και δεν ζήτησε συγνώμη για αυτό. Η μεγαλύτερη προσφορά αυτών των αθλητών θα ήταν να μιλήσουν δημόσια για το ζήτημα ώστε τουλάχιστον να σωθούν τα νέα παιδιά. Στις ΗΠΑ η σουπερ Μάριον Τζόουνς οδηγήθηκε στη φυλακή, στην Ελλάδα τους έχουμε ακόμα ήρωες. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξακολουθεί να ζει το μύθο της, πιστεύοντας ότι και στον αθλητισμό το «ελληνικό DNA υπερτερεί» και όταν κάποιος έλληνας συλλαμβάνεται να κάνει χρήση ουσιών είναι τα «κυκλώματα που μας κυνηγάνε και θέλουν το κακό μας επειδή υπερέχουμε».
Το κακό δυστυχώς δεν αφορά μόνο τους επαγγελματίες αθλητές αλλά και πολλούς νέους, που ακολουθώντας το παράδειγμα τους, εισέρχονται στον κόσμο των ουσιών είτε για καλύτερες επιδόσεις, είτε απλά για να «φουσκώσουν» και να παρουσιάσουν το τέλειο κορμί στις παραλίες. Και από τις δύο πλευρές το φαινόμενο αποτελεί σημάδι των καιρών, μιας ελληνικής κοινωνίας που δεν έβαλε μυαλό από την κρίση, μιας κοινωνίας που πάντα της φταίει κάποιος άλλος, που αναζητά την εύκολη λύση για διάκριση, πλουτισμό και ανούσια κοινωνική καταξίωση. Εάν δεν αποδεχτούμε ένα πρόβλημα δεν μπορούμε προφανώς να προχωρήσουμε στη λύση του. Αλλά βέβαια αυτή είναι μια πτυχή του συνολικότερου ελληνικού προβλήματος που ξεπερνά το θέμα του συγκεκριμένου άρθρου.
* ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΑΚΑΣ (e-mail:mibakas@gmail.com) είναι Περιβαλλοντολόγος, ΜΔΕ στην Περιβαλλοντική Πολιτική και Διαχείριση, Περιφερειακός σύμβουλος Βορείου Αιγαίου με τον Οικολογικό Άνεμο (2013-14), συντονιστής ΠΚ Λέσβου των Οικολόγων Πράσινων