Ξημερώματα στο πλοίο, και η θέα της Μυτιλήνης επιβλητική. Επιτέλους φτάναμε. Ήταν αρχές Μαίου, Κυριακή με ζέστη. Τρελή χαρά η γιαγιά, ήρθε η εγγονή! Φτάνει όμως με τα νέα μας, φύγαμε για μπάνιο.
Το «καρεκλάκι» του αμαξιού έκαιγε, αλλά το Εβελινάκι απτόητο που θα βουτούσε. Κατηφορήσαμε απ το Καγιάνι σβέλτα, σε πέντε λεπτά είμαστε στη θάλασσα. Κόσμος πολύς, οι καντίνες έσφιζαν, η θάλασσα απολαυστική. Πολλές οι επιλογές, παλιά ήταν αλλιώς. Θυμήθηκα τότε που πήγαινα μόνο στα κοχύλια, δεν είχα και άλλη επιλογή. Οι παραλίες οργανώνονταν μετά τα μέσα του Ιούνη, μέχρι τότε σε τρόμαζαν τα φύκια. Καφές, μόνο από το δρόμο.
Ξεκινήσαμε για την πόλη. «Άντε μπαμπά, πεινάω!», γκρίνιαζε η μικρή. Στο δρόμο όλοι συνετοί, αυτοκίνητα και μηχανές. Εντυπωσιάστηκα, δεν αναγνώρισα ούτε φάτσα. Ακόμη και οι συνοδηγοί ήταν με κράνος στο κεφάλι. «Καλά δεν το διάβασες; Δεν έχει πια νεκρούς», μου λέει η Μαρίζα. Λίγα μέτρα παρακάτω, νάτες και οι κάμερες του δρόμου. Προς στιγμή χλώμιασα, σκέφτηκα εκείνον τον ατίθασο με τη μηχανή το ’15. Ματωμένος στεκόταν ακίνητος στο χώμα.
Περάσαμε το Βερόπουλο, όταν παρατήρησα πόσο διαφορετικά ήταν όλα. Ευδιάκριτες θέσεις πάρκινγκ, η ηλεκτρονική πινακίδα μας έδειχνε 32 διαθέσιμες. Στη θέση των αστικών λεωφορείων είχε μόνο μία στάση με ένα πίνακα. Το λεωφορείο για Θερμή θα ρθει σε 7’. Έβλεπες και θάλασσα από πίσω. Δίπλα, ένα μεγάλο σύγχρονο πάρκο. «Έχει και κούνιες!», χτυπιόταν η Εβελίνα. Θυμήθηκα τότε που σου έπαιρνε ένα ευρώ για το «κουμάντο» το γυφτάκι, πώς αλλιώς να παρκάρεις εκεί στο χάος. Σε «έβρισκε» και ο διπλανός φεύγοντας. Πιο πίσω ο καταυλισμός.
Αφήσαμε το αμάξι, και περπατήσαμε στην προκυμαία. Πέτρινο μωσαικό, αντί ασφάλτου. Το καρότσι μας απ το πεζοδρόμιο πλάι στη θάλασσα, για να πηγαίνει εύκολα. Έβλεπες τον κόσμο πεζό, με ποδήλατα, μέχρι και πατίνι είδαμε. Δεν άκουγες αμάξι. Όμορφα και ξέγνοιαστα, νησί. Μου πέρασε απ το μυαλό η παλιά εμπειρία. Άπειρα αμάξια, κίνηση, διπλο-παρκαρισμένα, τα μηχανάκια «σφήνες», «φασαριόζες» εξατμίσεις. Ήθελε θράσος το πάτημα στη διάβαση, μήπως και σταματήσει κάποιος. Πώς αντέχαμε αυτό το αίσχος;
Στα παγκάκια ξανθοί ηλιοκαμμένοι με άσπρες κάλτσες και πέδιλο, έψαχναν την άκρη στους τουριστικούς τους χάρτες. Μία αλλιώτικη αύρα υπήρχε στον αέρα. Σα να έλειπε η παραξενιά μας, αυτή που κοιτάζαμε περίεργα τον ξένο. Μία άλλη κουλτούρα. Τα ξενοίκιαστα είχαν δώσει τη θέση τους σε μαγαζάκια τουριστικών ειδών. Δεν υπήρχαν πλέον ταλαίπωροι μετανάστες, είχαν πάρει το δρόμο τους. Άλλοι στα χωράφια, και άλλοι στα πέρατα του κόσμου. Πόσο μακρυνό μου φάνηκε να περιφέρονται εκατοντάδες αλαφιασμένοι, ψάχνοντας ένα μέλλον.
Όσο τρώγαμε, νάτος και ο Γιάννης ο συμμαθητής μου. Δικό του το μαγαζί. Φρέσκο φρέσκο. «Όλα ηλεκτρονικά τα έκανα Μήτσο, σε 15 μέρες άνοιξα». «Κοίτα ο Δήμος!», εγώ ο έκπληκτος. Συνεχίσαμε προς το λιμάνι. Κοσμοσυρροή στο τελωνείο. Στο βάθος δεν υπήρχαν οι «ραγάδες» του παλιού κολυμβητηρίου. Έλειπε και το κολυμβητήριο. Στη θέση του μια σύγχρονη εγκατάσταση για φιλοξενία εκθέσεων. Τι να απέγινε αυτό το κουφάρι που μας θύμιζε νοσταλγικά τα παιδικά μας χρόνια;
Μα πόσο αλλάξαμε; Έβλεπα την πόλη μου πρότυπο, να ακτινοβολεί υγεία. Ελκυστική, φιλόξενη και ανταποδοτική. Πάντα βέβαια ήταν όμορφη, αλλά μας αρκούσανε τα λίγα.
Το ξυπνητήρι χτύπησε. Ήταν ακόμη ένα όνειρο. Ανοιξιάτικης νυκτός.
----
* Ο Δημήτρης Τσαμουράς είναι από τη Μυτιλήνη, ζει όμως στην Αθήνα λόγω εργασίας. Ένας νέος άνθρωπος που θέλει ( ; ) να έρθει στο νησί μας με την οικογένειά του!