Χριστούγεννα
Γράφει ο Αντίλογος.
Πάντα τις ζούσε έντονα αυτές τις μέρες. Όλα άρχιζαν στις 30 Νοεμβρίου που γιόρταζε η μητέρα της. Ανδριανή τη λέγανε. Κι ύστερα ο θείος Νίκος κι η θεία Άννα και στο τέλος ο άνδρας της ο Σπύρος. Ένα συνεχές πανηγύρι με προετοιμασίες,επισκέψεις, ευχές, γλυκά, και πολλές εικόνες. Η ζωή της σημαδεύτηκε απ όλες αυτές τις εικόνες. Αγαπημένα πρόσωπα, που τώρα πιά δεν ζουν. Όμως υπάρχουν μέσα της, δίπλα στα παιδιά και τα εγγόνια της.
Ύστερα άρχιζε η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα. Το στόλισμα του σπιτιού,το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τα φοινίκια, οι κουραμπιέδες, τα κάλαντα και πάνω απ’όλα τα παιδιά. Οι μέρες των παιδιών. Μικρών και μεγάλων. Μεγάλων που μπορούν και χαίρονται σαν παιδιά.
Πάντα ζούσε με τα παιδιά. Τα δικά της και τ’ άλλα. Όλα τα παιδιά τα ένιωθε δικά της. Ήταν συνταξιούχος φιλόλογος. Καθηγήτρια σχεδόν σαράντα χρόνια.
Από τα Χριστούγεννα της νιότης της, μέχρι σήμερα πολλά πράγματα άλλαξαν. Στη ζωή μπήκε ορμητική η τεχνολογία. Κι η ίδια αν και κόντευε τα ογδόντα, είχε τον δικό της υπολογιστή. Την κρατούσε σ’ επαφή με τον κόσμο. Προσαρμοζόταν εύκολα στις αλλαγές της επιστήμης και της ζωής.
Πάντα όμως είχε μιά απορία. Τα νέα παιδιά που έχουν παραδοθεί στην βίαιη ηλεκτρονική εισβολή, κομπιούτερ, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικές παιχνιδομηχανές, ηλεκτρoνικά παιχνίδια, πώς βιώνουν τούτες τις μέρες;
Περισσεύει χώρος στην ψυχούλα τους, για τα γλυκά συναισθήματα που φέρνουν τα Χριστούγεννα κι oι γιορτινές μέρες; Απάντησε μόνη της: Δεν γίνεται να μην υπάρχει γλύκα μέσα στην παιδική ψυχή, σκέφτηκε. Η ίδια η παιδική ψυχή είναι εργαστήρι γλυκών αισθημάτων.Δεν γίνεται η Ασιατική τεχνολογία να νικήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων.
Έκατσε μπροστά στον υπολογιστή της. Χάζευε έτσι χωρίς ιδιαίτερη προσήλωση. Ίσα- ίσα να περνά η ώρα. Έβλεπε την πρόγνωση του καιρού για τα Χριστούγεννα. Μάλλον καλός θα είναι ο καιρός. Eίδε ένα φιλμάκι με το άναμα των φώτων στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο της Μυτιλήνης. Φωτισμένο της φαινόταν πολύ όμορφο. Το μάτι της έπεσε σε μιά άγρια είδηση. Κάποιος χτύπησε μ’ έναν λοστο έναν μετανάστη απ’ το Μπαγκλαντές. «Ποιος σου είπε να έρθεις εδώ ρε λαθρομεταναστη;» Αμέσως το μυαλό της συνειρμικά πήγε στους συναδέλφους της, τους καθηγητές της ΕΛΜΕ Λέσβου, που είχαν χρησιμοποιήσει την ίδια λέξη. «Προκρίνεται η χρήση της λέξης λαθρομετανάστης….» Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έβγαλαν αυτή την ανακοίνωση. Ακατανόητο σκέφθηκε.
Ήρθε στο μυαλό της ο πατέρας της. Κι αυτός σαράντα χρόνια εκπαιδευτικος. Χημικός. Επιφανής γυμνασιάρχης. Είχε μια ηρεμία ο πατέρας της. Δίδασκε σε δύσκολα χρόνια. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο τότε που τα πάθη και τα μίση ήταν έντονα. Όμως εκείνος έβλεπε μόνο παιδιά μπροστά του. Να γίνουν άνθρωποι έλεγε. Αν είναι άνθρωποι μικρή σημασία έχει αν είναι αριστεροί ή δεξιοί. Ήταν σίγουρη. Ο πατέρας της ποτέ δεν θα χρησιμοποιούμε τον όρο λαθρομετανάστης. Μόνο παιδιά θα έβλεπε. Δικά μας, ξένα,άσπρα,μαύρα,κίτρινα. Μόνο παιδιά.
Ο νους της ξέφυγε πάλι. Είδε μια φωτογραφία με εκατοντάδες Αγιοβασίληδες να τρέχουν σε ένα αγώνα δρόμου. Ένα Χριστουγεννιατικο δένδρο μέσα στην θάλασσα. Κι ένας άσπρος τάρανδος. Σπάνιο είδος. Εντοπίστηκε στην Νορβηγία. Έτσι φανταζόταν τα Χριστούγεννα. Σαν ένα άσπρο τάρανδο. Σαν ένα κοπάδι άσπρους ταράνδους,. που σέρνουν ένα άσπρο έλκηθρο. Και ένας αγαθός γέροντας ο Άγιος Βασίλης, που κοιτά τον κόσμο από ψηλά, έτοιμος να δώσει σε όλους ό,τι ζητήσουν κι ό,τι έχουν ανάγκη. Λίγη απ την μαγεία των Χριστουγέννων.