Αλαλούμ σκέψεις καθημερινής τρέλας, ένα επίδομα, ένας καφές στη Σελάνα και λίγο ξύλο
Αλαλούμ σκέψεις καθημερινής τρέλας, ένα επίδομα, ένας καφές στη Σελάνα και λίγο ξύλο.
Γράφει ο Αντίλογος.
Μπήκε φουριόζος. Νευριασμένος.
-Θέλω μια βεβαίωση ότι δεν παίρνω επίδομα τέκνων. Τούς κερατάδες. Όλο χαρτιά ζητάν. Απ’ το πρωί τρέχω. Γιά να πάρω ένα κωλοεπίδομα.
-Ηρέμησε. Χαλάρωσε. Είναι κάποιες διαδικασίες ενοχλητικές μεν, αλλά απαραίτητες. Αλλιώς θα υπήρχε χάος και δεν θα ξεχώριζαν αυτοί που το δικαιούνται.
-Ο Τσίπρας τα χει κάνει θάλασσα. Όχι ότι οι άλλοι ήταν καλοί. Κλέψαν, ρημάξαν. Μας κατάστρεψαν. Ο Σαμαράς έφερε τους Αλβανούς. Τουλάχιστον ο Τσίπρας μας δίνει και κανένα φράγκο. Εγώ κουμμούνα ψηφίζω. Είμαι εργάτης.
-Είσαι παντρεμένος;
- Α τις πουτάνες.
-Δεν βλέπω εδώ να παίρνεις επίδομα τέκνων.
-Δεν έχω παιδιά. Η γυναίκα μου πέθανε. Ήταν νέα.
Μικρή σιωπή…
-Νέος είσαι να φτιάξεις τη ζωή σου. Να βρείς μιά κοπέλα να μην είσαι μόνος.
-Έχω πολλές γκόμενες. Όσες θες.
-Πάρε το τηλέφωνο του γραφείου και πες σ’ εκείνους που ζητούν το χαρτί, να τηλεφωνήσουν να συνεννοηθούμε.
Μαλάκωσε. Σηκώθηκε να φύγει.
-Είμαι με μια πολύ καλή κοπέλα, όμως είναι κομπλεξικη!!!
Έφυγε. Τακτοποιήθηκε το θέμα με το χαρτί που ζητούσε.
Σε λίγο επέστρεψε.
-Μου βγάλαν διακόσια ευρώ το μήνα.΄Ετσι που καταντήσαμε καλά είναι. Σ’ ευχαριστώ που μ εξυπηρέτησες.
Συνέχισε να μιλά:
-Μια φορά επί Νέας Δημοκρατίας, ήθελα να περάσω κάτι ένσημα στο βιβλιάριο μου. Ήμουν εργάτης σε δουλειά της Νομαρχίας. Περνούσα από την συγκεκριμένη υπηρεσία, ξαναπερνούσα, όμως δεν έβρισκα τον αρμόδιο. Νευρίαζα. Τότε μιά γυναίκα υπάλληλος, ωραία γυναίκα, φορούσε κι ένα κοντό φόρεμα, με φώναξε σ ένα διπλανό δωμάτιο. Σκέφθηκα τι θέλει τώρα τούτη;
Μου είπε, ότι ο υπάλληλος που ζητώ, κάθε πρωί ως το μεσημέρι πίνει τον καφέ του στην Σελάνα. Και να μην πω, πώς το έμαθα. Πήγα στην Σελάνα, φώναξα τ’όνομα του,σηκώθηκε, με ρώτησε τι θέλω. Είπε ότι θα δεί το θέμα μου αύριο. Νευρίασα του τράβηξα δυό μπουνιές κι έκατσε επί τόπου και μου πέρασε τα ένσημα.
Συνέχισε:
-Μιά άλλη φορά έδειρα έναν Αλβανό, που τα παιδιά του έκαναν θόρυβο και δεν με άφηναν να κοιμηθώ και κόντεψα να δείρω κι έναν υπάλληλο του τελωνείου που δεν μ’άφηνε να περάσω κάτι τσιγάρα, απ την Τουρκία. Όταν τον συνάντησα τυχαία καμιά βδομάδα μετά, μ’αγκαλιαζε και έλεγε πόσο με αγαπά και με συμπαθεί.
Σηκώθηκε να φύγει.
-Ο Τσίπρας θα ξαναβγεί. Τον θέλουν οι Αμερικάνοι.
-Γιατί οι Αμερικάνοι ψηφίζουν;
-Ξέρουν κόλπα αυτοί. Εγώ είμαι κουμμούνα αλλά στο υπογράφω. Ο Τσίπρας θα ξαναβγεί.
Και βγαίνοντας ρώτησε.
-Θέλεις να σου φέρω λεμόνια;
Κι έφυγε….