Το ιστορικό «Ελαιοτριβείο Βρανά» - το σημερινό Ελαιοτριβείο – Μουσείο της «Εταιρείας Αρχιπέλαγος» - είναι ένα από τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια της Λέσβου. Κτίστηκε το 1887 από τον παππού του μεγάλου μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, τον Βρανά Νικολάου, στο ανατολικό άκρο του Παπάδου – που ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ένα από τα σημαντικότερα χωριά της Γέρας και οικονομικό κέντρο μιας περιοχής με μακραίωνη ελαιοκομική παράδοση - και λειτούργησε αδιάλειπτα ως τις αρχές τις δεκαετίας του ‘70.
Το επιβλητικό βιομηχανικό συγκρότημα του ελαιοτριβείου είναι κτισμένο από τοπική μαρμαρόπετρα και η μορφολογία, αλλά και η λειτουργική διάρθρωση των κτισμάτων του, αποτυπώνει την οικονομική ευρωστία και την ορθολογική συγκρότηση που χαρακτήριζαν τον ιδιοκτήτη του και αντανακλά την επιθυμία του να δημιουργήσει μια παραγωγική μονάδα που θα επιζήσει μέσα στο χρόνο, ανταποκρινόμενη ταυτόχρονα στα «μνημειακά» αισθητικά κριτήρια της εποχής.
Ο Βρανάς Νικολάου, που αργότερα αντέστρεψε το ονοματεπώνυμό του σε «Νικόλαος Βρανάς», ήταν οραματιστής και καινοτόμος. Με το ατμοκίνητο εργοστάσιό του το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 20 Νοεμβρίου του 1887 - όπως μας πληροφορεί η μαρμάρινη κτητορική επιγραφή της κεντρική εισόδου που διασώζει και την «υπογραφή» του ιδιοκτήτη - έφερε την πρόοδο στο χωριό, έκανε το λάδι ισχυρό και εμπορεύσιμο προϊόν στην ευρύτερη περιφέρεια της ανατολικής Μεσογείου και άνοιξε δρόμους για να συνδεθεί ο Παπάδος με τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της θάλασσας του Μαρμαρά.
Το ελαιοτριβείο ήταν, για τα μέτρα της εποχής του, ένα σημαντικό βιομηχανικό συγκρότημα που έσφυζε από ζωή. Ο δρόμος, που οδηγεί και σήμερα στο πολυσύνθετο κτιριακό του συγκρότημα, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του εργοστασίου. Κατά μήκος του διατάσσονταν, το καφενείο, η μεγάλη είσοδος προς το κτήμα, το λεβητοστάσιο, το μηχανοστάσιο, το κεντρικό κτίριο παραγωγής, η κύρια αποθήκη ελαιόλαδου και οι αποθήκες του καρπού με τη μεγάλη «Πορτάρα», ενώ απέναντι από την είσοδο βρίσκονταν ακόμη δύο μικρά οικήματα που ανήκαν, επίσης, στο ελαιοτριβείο. Σε αυτά στεγάζονταν το γραφείο του εργοστασιάρχη και ένας δευτερεύων χώρος για την αποθήκευση πυρήνας. Στο χώρο του σημερινού πάρκινγκ, στα δεξιά της εισόδου, βρίσκονταν οι αποθήκες των ελιών, οι «μπατές» όπως τις ονομάζουν στη Λέσβο, στις οποίες οι παραγωγοί φύλασσαν τις ελιές τους μέχρι την άλεση. Οι αποθήκες αυτές κατεδαφίστηκαν το 1985, όταν ο χώρος δωρίθηκε από την οικογένεια Βρανά στην Κοινότητα Παπάδου.
Η κύρια αίθουσα παραγωγής επιβλητική, ως προς την κατασκευή και τις διαστάσεις, με παράθυρα που βλέπουν στον κεντρικό δρόμο και διέθετε εντυπωσιακή στέγη από Μαυροθαλασσίτικη ξυλεία. Στο χώρο αυτόν στεγαζόταν η παραγωγή του εργοστασίου: η σύνθλιιψη του ελαιοκάρπου, η συμπίεση του ελαιοπολτού και ο διαχωρισμός του λαδιού από το νερό. Στην αίθουσα υπήρχαν, ακόμα, δύο ελαιόμυλοι και τρία πιεστήρια με τις αντλίες τους, όλα κατασκευασμένα στη Λέσβο, καθώς το εργοστάσιο Βρανά ήταν το πρώτο που εμπιστεύθηκε τους ντόπιους μηχανουργούς να κατασκευάσουν ατμοκίνητα μηχανήματα για βιομηχανική χρήση που παραγγέλθηκαν και τοποθετήθηκαν από το μηχανουργείο των Λουκά και Καραμιτσόπουλου που είχε έδρα τη Μυτιλήνη. Οι μυλόπετρες προέρχονταν από τα τοπικά λατομεία των Μυστεγνών, με τη χαρακτηριστική καφετιά πέτρα. Ο διαχωρισμός νερού – λαδιού γινόταν στην αρχή με φυσικό τρόπο σε ειδικές δεξαμενές ενώ, αργότερα, για να επιταχυνθεί η διαδικασία του διαχωρισμού προστέθηκαν οι φυγοκεντρικοί διαχωριστήρες de Laval.
Το εργοστάσιο ήταν κατά τις περιόδους της παραγωγής ένας ολοζώντανος οργανισμός γεμάτος κίνηση, με τους εργάτες να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα από το ένα μηχάνημα στο άλλο. Υπολογίζεται ότι στον χώρο παραγωγής την περίοδο της ελαιοκομίας εργάζονταν 10-12 άτομα, ενώ συνολικά οι απασχολούμενοι έφταναν τους είκοσι περίπου, ήτοι : δύο πετράδες στους μύλους, έξι στα πιεστήρια, ένας στις αντλίες, ένας για το μέτρημα του λαδιού. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τον θερμαστή στο καζάνι, τον μηχανικό στο μηχανοστάσιο, τον φύλακα, τον διευθυντή και τον λογιστή. Υπήρχαν ακόμα και αρκετοί αχθοφόροι για τη μεταφορά των ελιών, του λαδιού και της πυρήνας από το χώρο παραγωγής στις αποθήκες.
Αριστερά από την αίθουσα παραγωγής βρισκόταν το μηχανοστάσιο, η «καρδιά» του ελαιοτριβείου και δίπλα του το λεβητοστάσιο, ο «πνεύμονας» του συγκροτήματος. Στο μηχανοστάσιο που ήταν ένας ζεστός καθαρός χώρος βρισκόταν η ατμομηχανή, πίσω της ο ξύλινος πάγκος με τα εργαλεία και δίπλα ο προθερμαντήρας του νερού. Στα αριστερά του μηχανοστασίου βρισκόταν το λεβητοστάσιο, ο χώρος που φιλοξενούσε τον λέβητα της ατμομηχανής, το καζάνι, που έκαιγε πυρήνα και παρήγαγε ατμό για να την κινήσει. Βγαίνοντας από την πλαϊνή πόρτα του λεβητοστασίου υπήρχε το καφενείο. Ήταν το σπίτι του φύλακα, ο χώρος παραμονής των πελατών και το σημείο συνάντησης των εργατών για τον πρωινό καφέ. Η εσωτερική αυλή οργανωνόταν γύρω από περιμετρικά κτίσματα: τις αποθήκες ελαιολάδου, την πίσω πλευρά της κύριας αίθουσας παραγωγής και το κτίριο με το μικρό σαπωνοποιείο. Στον χώρο αυτόν δέσποζε η στρογγυλή περίτεχνη πανύψηλη καμινάδα, που το σφύριγμά της όριζε τις ώρες της παραγωγικής διαδικασίας. Απέναντι της βρισκόταν η ανοικτή στέρνα που κάλυπτε τις ανάγκες του εργοστασίου σε νερό, το οποίο ερχόταν από τις πηγές του βουνού καθώς και το πηγάδι απ’ όπου αντλούσαν το νερό. Στο δυτικό της μέρος διακρίνεται ακόμη ένα «ξεπερασμένο» ηλιακό ρολόι, που δεν σταμάτησε στιγμή να μετρά το χρόνο από την εποχή της γέννησης του ελαιοτριβείου μέχρι και σήμερα, όταν το ιστορικό αυτό βιομηχανικό συγκρότημα αποκτά καινούργια ζωή.
Η αναστύλωση και η μετατροπή σε μουσείο του ελαιοτριβείου που δημιούργησε πριν από σχεδόν εκατόν τριάντα χρόνια ο προύχοντας Βρανάς Νικολάου στον Παπάδο της Γέρας, αποτελεί το δυσκολότερο και ένα από τα πιο φιλόδοξα, μέχρι σήμερα, έργο που σχεδίασε και υλοποίησε η αστική η κερδοσκοπική Εταιρεία Αρχιπέλαγος στην δωδεκαετή πορεία της. Από την πρώτη μέρα της λειτουργίας της συμβάλλει ουσιαστικά, με πολύπλευρες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις, στην πολιτισμική, τουριστική και παραγωγική ανάπτυξη του Αιγαίου.
Το ελαιοτριβείο, κλειστό και παραδομένο στη φθορά του χρόνου από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αγοράστηκε το 1999 από πέντε μέλη της Εταιρείας τα οποία, έξι χρόνια αργότερα, το δώρισαν στο «Αρχιπέλαγος» με σκοπό να διασωθεί το ιστορικό αυτό βιομηχανικό συγκρότημα και να μετατραπεί σε χώρο Μουσείου, Μελέτης και Έρευνας της βιομηχανικής ιστορίας αλλά και πρότυπο τυποποιητήριο βιολογικού ελαιολάδου.
Τη δωρεά ακολούθησε, χωρίς χρονοτριβή η εκπόνηση της μελέτης για την αναστύλωση και τη μετατροπή του ιστορικού βιομηχανικού μνημείου σε Μουσείο, η οποία ολοκληρώθηκε το 2005. Το αναστηλωτικό έργο, που άρχισε το επόμενο έτος και διήρκεσε τρία περίπου χρόνια (2006-2009) ολοκληρώθηκε χάρη στη χρηματοδότηση του έργου – πέραν των πόρων της Εταιρείας Αρχιπέλαγος - από το Κοινοτικό Πρόγραμμα ΟΠΑΑΧ (Οργανωμένα Προγράμματα Ανάπτυξης Αγροτικών Χώρων), την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), τη Βουλή των Ελλήνων, την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (ΑΤΕ), το Υφυπουργείο Αθλητισμού, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, την CΟSMOTE.
Οι εργασίες της αποκατάστασης έγιναν με κάθε σεβασμό στη λιτή αρχιτεκτονική σύνθεση και μορφολογία του πετρόκτιστου συγκροτήματος το οποίο, ανεπτυγμένο γύρω από μια θαυμάσια εσωτερική αυλή στην οποία δεσπόζει η πανύψηλη καμινάδα, παραπέμπει στα μοναστηριακού τύπου κτίσματα αποτυπώνοντας την οικονομική ευρωστία, τη μεγαλοφροσύνη, τη μνημειακή αντίληψη και την ορθολογική συγκρότηση που χαρακτήριζαν την εποχή της δημιουργίας και τους πρώτους ιδιοκτήτες του.
Κατά την αναστύλωση του ελαιοτριβείου τηρήθηκαν - με την αποφυγή κάθε ωραιοποίησης ή εξεζητημένης σύγχρονης τεχνικής - οι διεθνώς παραδεκτοί κανόνες για την αναστύλωση ενός μνημείου οι οποίοι προτάσσουν τον σεβασμό της αρχικής κατασκευαστικής τεχνικής και επιβάλλουν να γίνονται ευδιάκριτες οι νεώτερες παρεμβάσεις ή αλλαγές. Έτσι οι επεμβάσεις αποκατάστασης που επιχειρήθηκαν στις εννέα επιμέρους κτιριακές ενότητες του εργοστασίου, περιορίσθηκαν στην πρωτογενή αποκατάσταση του συγκροτήματος.
Ανακατασκευάστηκαν τα αποσαρθρωμένα τμήματα των τοίχων και, στο σύνολό τους και στην αρχική τους μορφή, καθώς και οι ξύλινες κεραμοσκεπείς στέγες που είχαν ολοκληρωτικά καταρρεύσει. Τα ξύλινα κουφώματα - θύρες, παράθυρα και φεγγίτες - κατασκευάσθηκαν επίσης σύμφωνα με την αρχική τους μορφή, ενώ η καμινάδα από συμπαγές τούβλο, η μεγάλη δεξαμενή νερού και το παρακείμενο πηγάδι συντηρήθηκαν εσωτερικά και εξωτερικά. Οι μόνοι χώροι στους οποίους υπήρξαν συγκεκριμένες μετατροπές για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών είναι το σπίτι του φύλακα, που λειτουργούσε και ως καφενείο, ο χώρος του Μουσείου – γραφείου όπου δημιουργήθηκε άνοιγμα ανάμεσα στο ισόγειο και τον όροφο και δύο μικρές αποθήκες που μετατράπηκαν σε τουαλέτες για τους επισκέπτες και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Λόγω της ολοσχερούς αποψίλωσης και καταστροφής, από την δεκαετία του ’70, του αρχικού πρωτογενούς μηχανολογικού εξοπλισμού του ελαιοτριβείου - ο οποίος είχε κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου στη Μυτιλήνη από το μηχανουργείο των Λουκά και Καραμητσόπουλου – αναζητήθηκε, εντοπίστηκε και αποκτήθηκε παρεμφερής μηχανολογικός εξοπλισμός της ίδιας περίπου εποχής ο οποίος μεταφέρθηκε για συντήρηση στο Βιομηχανικό Μουσείο της Ερμούπολης στη Σύρο. Τα «νέα» μηχανήματα, κατασκευασμένα στο διάσημο εργοστάσιο των Αδελφών Ισηγόνη που λειτουργούσε στη Σμύρνη, προέρχονται από το εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο του Πολιχνίτου – της ίδιας περίπου εποχής με εκείνα των Λουκά Καραμητσόπουλου - ιδιοκτησίας Χιωτέλλη - Ερεσιώτη. Ο νέος αυτός εξοπλισμός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μια ντιζελομηχανή μάρκας TANGYE κατασκευασμένη στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας μεταξύ 1930-35 η οποία, σύμφωνα με τον υπεύθυνο μηχανολόγο του έργου, είναι μια από τις επτά που διασώζονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Ο χώρος του λεβητοστασίου όπου στεγαζόταν το καζάνι που έκαιγε πυρήνα παράγοντας ατμό για την κίνηση της μηχανής, είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Διασώθηκε μόνο ο «καθρέπτης» του λέβητα, ο οποίος συντηρήθηκε και τοποθετήθηκε στην αρχική του θέση. Από το σύνολο του μηχανολογικού εξοπλισμού μπορούν να τεθούν σε πλήρη λειτουργία η πετρελαιομηχανή, ο άξονας με τους ιμάντες μεταφοράς, ο δυτικός αλεστικός μύλος, η μια αντλία και το ένα πιεστήριο, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα του παραδοσιακού τρόπου παραγωγής λαδιού στη Λέσβο. Την εντύπωση αυτή ενισχύει η παρουσίαση των χώρων και των εκθεμάτων - με δυο ειδών πινακίδες όπου επεξηγείται κατά ενότητα η χρήση και η προέλευσή τους – η οποία έγινε με τον πιο διακριτικό τρόπο.
Τέλος, στον χώρο του ελαιοτριβείου που χρησίμευε και για την παραγωγή σαπουνιού βρέθηκαν το 2004, στοιβαγμένα και σκεπασμένα με πέτρες και λάσπη, τα λογιστικά βιβλία του εργοστασίου τα οποία αποτελούν το σημερινό αρχείο που εκτίθεται στο ισόγειο. Στα βιβλία του αρχείου αυτού, εκατόν δώδεκα (112) τον αριθμό, συμπεριλαμβάνονται καθολικά, πρόχειρα ημερολόγια, κοστολόγια, λογιστικά βιβλία, κατάστιχα ημερομισθίων και εργασιών και αντίγραφα επιστολών της περιόδου 1895 έως 1940 τα οποία συγκροτούν, κατά τους ειδικούς, ένα από τα σπανιότερα και πληρέστερα αρχεία ελαιοπαραγωγικής μονάδας που έχουν σωθεί στον ελληνικό χώρο. Τα αρχεία συντηρήθηκαν υποδειγματικά, από τον Ιανουάριο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009, στο Εργαστήριο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (Μ.Ι.Ε.Τ.).
Επίσης, το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας ανέλαβε την φωτογράφηση και ψηφιοποίηση όλου του αρχειακού υλικού.
Στον ισόγειο χώρο έκθεσης της ιστορίας του ελαιοτριβείου, από την μορφή, τον διάκοσμο και την φθορά των βιβλίων του αρχείου που με τις πληροφορίες τους συνθέτουν ένα μοναδικό μωσαϊκό της τοπικής ιστορίας και αποτελούν από μόνα τους έργα τέχνης, η ζωγράφος Ηώ Αγγελή εμπνεύστηκε και δημιούργησε ένα μοναδικό εικαστικό έργο.
Στο χώρο επίσης του ατμοκίνητου καζανιού εκτίθενται εικαστικά έργα που φιλοτέχνησαν διακεκριμένοι Έλληνες ζωγράφοι με θέματα εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική του βιομηχανικού συγκροτήματος αλλά και το ιερό δένδρο της ελιάς.
Στο χώρο της σημερινής κύριας εισόδου με τη ράμπα, σε ειδική προθήκη, εκτίθενται παλαιά αντικείμενα όπως: μικρά πήλινα κιούπια (βάζα), σιδερένια ή μπρούτζινα σκεύη, τσίγκινα ντενεκεδάκια μυτιληνιών εταιρειών συσκευασίας ελαιολάδου, όλα για οικιακή χρήση.
Σε κάθε χώρο απεικονίζεται φωτογραφικά η πριν την αναστήλωση κατάσταση του συγκροτήματος.
Η ξενάγηση στους χώρους γίνεται στην ελληνική και αγγλική γλώσσα με ειδικά μηχανήματα που προμηθεύονται οι επισκέπτες στην είσοδο.
(φωτογραφίες: Ανθούλα Βαμβουρέλλη)