«Είναι το παιδί έτοιμο να φοιτήσει στο σχολείο;» - Γράφει η Μαρία Βερβέρη
Γράφει η Μαρία Βερβέρη *
Πλησιάζει ο καιρός που οι γονείς θα κληθούν να κάνουν αίτηση για την είσοδο των παιδιών τους στην Α Δημοτικού. Οπότε είναι σημαντικό να είναι σίγουροι ότι το παιδί τους είναι πραγματικά έτοιμο γι’ αυτό. Η είσοδος στην Α’ Δημοτικού γίνεται με κριτήριο τη χρονολογική ηλικία του παιδιού, όμως αυτό δεν επαρκεί. Το βασικό κριτήριο για την ομαλή ένταξη και φοίτηση του παιδιού στην Α’ Δημοτικού είναι η γνωστική, συναισθηματική και ψυχοκινητική ωριμότητα του παιδιού και ανάπτυξη. Αυτό που λέγεται, λοιπόν, είναι ότι το παιδί θα πρέπει να παρουσιάζει σχολική ετοιμότητα.
Η σχολική ετοιμότητα είναι όρος που χρησιμοποιείται συχνά στην προσχολική και νηπιακή ηλικία. Με αυτό τον όρο νοείται ότι το παιδί είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στο νέο περιβάλλον τόσο κοινωνικά όσο και εκπαιδευτικά. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το παιδί θα χρειαστεί να έχει αποκτήσει ικανότητες/ δεξιότητες, όπως το να συμπεριφέρεται και να λειτουργεί ανεξάρτητα, να έχει καλή επικοινωνία με συνομηλίκους, να πειραματίζεται, να συμμετέχει σε δομημένες συνθήκες (π.χ. παιχνίδι, διάβασμα παραμυθιού) και να μαθαίνει από αυτές.
Πιο αναλυτικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι το παιδί που έρχεται για πρώτη φορά στο σχολείο θα πρέπει να έχει τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις που το καθιστούν έτοιμο να προσαρμοστεί και να δεχτεί τα νέα γνωστικά αντικείμενα, αλλά και να ανταπεξέλθει στις όποιες δυσκολίες συναντήσει στο νέο περιβάλλον. Θα πρέπει λοιπόν να παρουσιάζει σχολική ετοιμότητα στους παρακάτω τομείς: Α)Προφορικό λόγο, β)Ψυχοκινητικότητα, γ)Νοητικές ικανότητες και δ)στην Συναισθηματική οργάνωση (Η ιδέα που έχει το παιδί για τον εαυτό του-Θετική στάση απέναντι στους άλλους-Διαπροσωπικές σχέσεις).
Συνήθως, τα παιδιά με την αποχώρηση τους από το νηπιαγωγείο έχουν κατακτήσει σε σημαντικό βαθμό, σχεδόν όλες τις προαναφερθείσες δεξιότητες. Κάποιες φορές, όμως, υπάρχουν παιδιά τα οποία δεν είναι ακόμα ώριμα για το σχολείο, δεν έχουν δηλαδή αναπτύξει τις δεξιότητες που απαιτούνται για να μπορέσουν να ενταχθούν στην ομάδα, να εστιάσουν και να διατηρήσουν την προσοχή τους, να ακολουθήσουν τους ρυθμούς του σχολείου, να έρθουν σε επαφή και να κατακτήσουν τις πρώτες σχολικές γνώσεις. Και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη μαθησιακών δυσκολιών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να ειπωθεί ότι τα ποσοστά μαθησιακών δυσκολιών στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλά. Γνωρίζουμε ότι για να γίνει διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, το παιδί θα πρέπει να έχει τελειώσει τις δύο πρώτες τάξεις, και συνεπώς να έχει αποτύχει. Υπάρχει λοιπόν μια σημαντική καθυστέρηση στη διάγνωση, συνεπώς έχουμε σχολική αποτυχία, ψυχολογικά προβλήματα καθώς και ύστερη παρέμβαση με χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε χώρες της Ευρώπης αλλά και στην Αμερική η αξιολόγηση της σχολικής ετοιμότητας γίνεται από το νηπιαγωγείο. Οι νηπιαγωγοί εντοπίζουν τα παιδιά που θα δυσκολευτούν να αρχίσουν το Δημοτικό σχολείο και ζητούν τη γνώμη των ειδικών. Στην Ελλάδα βέβαια δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη σε εθνικό επίπεδο.
Ωστόσο, πλέον υπάρχει ένα τεστ το οποίο έχει σταθμιστεί αποκλειστικά στα Ελληνόπουλα προσχολικής ηλικίας και διαθέτει υψηλή ευαισθησία και εξειδίκευση. Το τεστ αυτό ενδείκνυται να εφαρμόζεται τους τελευταίους μήνες του νηπιαγωγείου, έτσι ώστε να υπάρχει το χρονικό περιθώριο για παρέμβαση. Το τεστ δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους πριν από την έναρξη του σχολείου και να προληφθούν μελλοντικές μαθησιακές δυσκολίες και σχολική αποτυχία με όλες τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που αυτές συνεπάγονται.
Σαν κατακλείδα, λοιπόν, αυτού του κειμένου πρέπει να θυμίσουμε την σημαντικότητα και την αναγκαιότητα της πρώιμης διάγνωσης. Παρόλο που ορισμένοι πιστεύουν ότι η πρώιμη διάγνωση έχει ως αποτέλεσμα να βάζουμε στο παιδί από πολύ νωρίς μια «ταμπέλα», εδώ και πολλά χρόνια, έρευνες τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, έχουν δείξει ότι η πρώιμη αναγνώριση και η πρώιμη παρέμβαση θεωρούνται απαραίτητες για την καλύτερη αντιμετώπιση των παιδιών με σχολικές δυσκολίες. Σκοπός της πρώιμης αναγνώρισης δεν είναι να στιγματίσουμε το παιδί, αλλά να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει τις δυσκολίες του και να προσπαθήσουμε να αποτρέψουμε την δημιουργία μεγαλύτερων δυσκολιών στο μέλλον.
* Η Μαρία Βερβέρη είναι Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος (MSc Ψυχολογία Παιδιών και Εφήβων, University of Leiden, Ολλανδία) και εργάζεται στο ιδιωτικό της γραφείο, Καβέτσου 17, Μυτιλήνη (τηλ. 2251048933, 6945447016). Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφτείτε το http://mariaververi.blogspot.gr/
Η Μαρία Βερβέρη αρθρογραφεί κάθε δεύτερη Δευτέρα στο Lesvosnews.net