Κινδυνεύει να σαπίσει από την υγρασία το μουσείο του Θεόφιλου!
Πώς δημιουργήθηκε πριν από 45 χρόνια, μετά κόπων και βασάνων, το μουσείο του μεγάλου ναΐφ ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ στη Μυτιλήνη, το οποίο σήμερα υπολειτουργεί και κινδυνεύει να σαπίσει από την υγρασία.
«Ηρθαμε να αποκατασταθούμε απέναντι στον Θεόφιλο γιατί δεν σταθήκαμε ικανοί να αναγνωρίσουμε την αξία του στη ζωή του». Με μια εντυπωσιακή συστράτευση πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, αλλά και χιλιάδων κατοίκων της Λέσβου εγκαινιάστηκε στις 29 Αυγούστου 1965 το Μουσείο Θεόφιλου στη γενέτειρα του ζωγράφου, στο θέρετρο Βαρειά της Λέσβου. Τότε η κοπιαστική και δύσκολη πορεία αναγνώρισης του «παλαβού μπογιατζή», μια πρωτοβουλία του τεχνοκριτικού και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη (Τeriade), του προέδρου της Επιτροπής Εορτών Θεόφιλου Αγγελου Κατακουζην ού, καθηγητή του Πανεπιστημίου των Παρισίων, και σύσσωμης της «γενιάς του ΄30» έμοιαζε να δικαιώνεται. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα «ο αλήτης με τη λερή φουστανέλα» ζητεί εκ νέου αποκατάσταση. Το μουσείο του υποφέρει από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία, την ίδια ώρα που σε ένα άλλο μουσείο, το Μπενάκη (οδός Κουμπάρη) στην Αθήνα, η έκθεση έργων του καλλιτέχνη από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες. Σε τι κατάσταση ακριβώς βρίσκεται σήμερα το «θαυμάσιο δώρο του Τεριάντ στη Λέσβο», όπως είχε γράψει ο Ηλίας Βενέζης στο «Βήμα» της Τρίτης 7 Σεπτεμβρίου 1965; Το Μουσείο Θεόφιλου, το οποίο υπάγεται στον Δήμο Μυτιλήνης, λειτουργεί χωρίς φύλαξη από τις 4 το απόγευμα και μετά, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία στο «Βήμα» επισκέπτριάς του το καλοκαίρι «λόγω της υγρασίας και της έλλειψης συντήρησης τα έργα σαπίζουν». Το ίδρυμα που δώρισε ο Στρατής Ελευθεριάδης στον Δήμο Μυτιλήνης, σε αρχιτεκτονικά σχέδια Γιώργου Γιαλλουλέλη, αποτελούμενο από τέσσερις αίθουσες που φιλοξενούν 86 έργα φιλοτεχνημένα από τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, λειτουργεί πλέον με προσωπικό μόνο μία υπάλληλο, η οποία μάλιστα παραμένει απλήρωτη από τις αρχές του 2010. «Βρίσκομαι εδώ εκτελώντας χρέη ταμία και φύλακα από τις 10 το πρωί ως τις 4 το απόγευμακάθε μέρα εκτός Δευτέρας» μας λέει η συμβασιούχος του δήμου κυρία Κολυβά Πηνελόπη. «Δεν υπάρχει άλλος εργαζόμενος στο μουσείο. Και από επισκεψιμότητα... κάθε πέρυσι και καλύτερα. Ερχονται περισσότεροι Ελληνες και λιγότεροι ξένοι, οι οποίοιωστόσο ξέρουν να μου πουν πράγματα τα οποία εγώ από το 2006που είμαι εδώδεν γνώριζα». Είναι μοιραίο, φαίνεται, η φουρτουνιασμένη ψυχή του καλλιτέχνη να μην μπορεί να βρει ανάπαυση.
«Πού οδηγούμεθα; Ενας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος-Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;». Με αυτό το σχόλιο η εφημερίδα «Αθηναϊκή» υποδεχόταν το 1946 την πρώτη έκθεση έργων του Θεόφιλου στην Αθήνα, στο σαλόνι του Αγγελου Κατακουζηνού, 12 χρόνια μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η Αθήνα έβγαινε από την Κατοχή και έμπαινε στον Εμφύλιο, κομμένη στα δύο. Ο αυτοδίδακτος εκπρόσωπος μιας τέχνης αυθόρμητης, που έμοιαζε να πηγάζει από ξωκκλήσια της Μάνης ή κεντήματα της Κρήτης, φάνταζε ως ιδανικός στόχος- παρ΄ ότι από το 1945 ένας άλλος Μυτιληνιός, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ζητούσε με άρθρο του να οργανωθεί μια μεγάλη έκθεση «για την περισυλλογή και τη διάσωση των έργων του Θεόφιλου». Ο δεξιός Τύπος απαξίωνε τον παλαβό μπογιατζή που υπονόμευε την «καθαρότητα» του Ελληνισμού, ενώ ο αριστερός απορούσε πώς ένα παιδί του λαού μπορεί να βρει στέγη στο σαλόνι ενός μεγαλοαστού, όπως ο αθηναίος νευρολόγος-ψυχίατρος Αγγελος Κατακουζηνός. Ο ενθουσιασμός ωστόσο για τον καλλιτέχνη που ανακάλυψε στο Πήλιο ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος και είδε ο Τeriade στη Μυτιλήνη να γίνεται αντικείμενο χλεύης, αφού ζωγράφιζε σε τοίχους μαγαζιών και καφενέδων Μεγαλέξανδρους και Γοργόνες, δεν ήταν γραφτό να σβήσει εύκολα. Ο Θεόφιλος εξάλλου είχε επιβιώσει του ακαδημαϊσμού και της ηθογραφίας του 19ου αιώνα. Θα «σκόνταφτε» στον 20ό; «Το βρισίδι που φάγαμε τα χρόνια της έκθεσης Θεόφιλου το ξεχνάς- καλά κάνεις» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης σε επιστολή του προς τον Αγγελο Κατακουζηνό, ο οποίος δεν είχε σκοπό να παραιτηθεί από την προσπάθεια ανάδειξης του έργου του ζωγράφου και δημιουργίας ενός Μουσείου Θεόφιλου. Οι θαυμαστές του έργου του Θεόφιλου εξάλλου πλήθαιναν σιγά σιγά. Δύο εκθέσεις στην Αθήνα και στο Παρίσι με πρωτοβουλία του ίδιου του Τeriade το πιστοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο. Το έδαφος ήταν πλέον πρόσφορο για την ίδρυση του Μουσείου Θεόφιλου στη Λέσβο. Επειτα από παράκληση του Τeriade ο Κατακουζηνός προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, ενώ τη διαμόρφωση του Μουσείου Θεόφιλου ανέλαβε ο Γιάννης Τσαρούχης . Τα εγκαίνια έγιναν μέσα σε πανηγυρικό χαρακτήρα παρουσία σημαντικών εκπροσώπων της «γενιάς του ΄30»- η οποία υποστήριξε το εγχείρημα- και εκατοντάδων κατοίκων του νησιού, οι οποίοι με την αυθόρμητη παρουσία τους ήθελαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για την πρωτοβουλία. Σήμερα, περίπου μισό αιώνα μετά τη μεγάλη δικαίωση του έργου του Θεόφιλου, ο λαϊκός ζωγράφος ζητεί... εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης. Οχι στην Αθήνα, όπου σημειώνονται ουρές για να απολαύσουν τους πίνακές του, αλλά στο ίδιο το βουκολικό τοπίο όπου γεννήθηκε, πόνεσε, πείνασε και περιφρονήθηκε.