Skip to main content
|

Ένα πυροσβεστικό καλοκαίρι

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'
Λέξεις Κλειδιά :
Κώστας Βελούτσος

(Το παρακάτω διήγημα είναι φανταστικό με πολλά πραγματικά στοιχεία και κάποιες καταστάσεις που δυστυχώς για όλους μας έχουν συμβεί. Είναι αφιερωμένο στις μνήμες όλων των συναδέλφων μου πυροσβεστών που έχασαν τις ζωές τους στις μάχες με τις φλόγες, αλλά και σ’ αυτούς που κουβαλούν μέχρι σήμερα τα σημάδια απ’ αυτές).

του Κώστα Βελούτσου *

Δεκατέσσερις Αύγουστου ήταν όταν πήρα το πλοίο της γραμμής από τον Πειραιά για τη Μυτιλήνη. Ήθελα να εκπληρώσω το τάμα μου στην Παναγιά της Αγιάσου, αφού μια μέρα πριν είχα πληροφορηθεί για την εισαγωγή μου στο Πυροσβεστικό Σώμα. Η επαγγελματική μου αποκατάσταση ήταν ένα βαρυσήμαντο γεγονός που με χαροποίησε, αλλά πρωτίστως θα μεσολαβούσε το ταξίδι στη Λέσβο και στην Αγιάσο για το προσκύνημα στην εικόνα της Αγίας Σιών.  

Ο κόσμος ήταν αρκετός μέσα στο πλοίο, κι εγώ μόνος σ’ αυτό  το ταξίδι έψαχνα ένα μέρος για να ακουμπήσω ένα μικρό σακίδιο πλάτης που κουβαλούσα μαζί μου. Η διάθεσή μου στα ύψη που εκείνη έφτασε ακόμα πιο ψηλά όταν τυχαία είδα κάποιον επιβάτη που φορούσε την Πυροσβεστική στολή και κάθονταν μόνος του σε μια από τις καρέκλες στον εξώστη του πλοίου. Διακριτικά και με αργά βήματα τον πλησίασα αλλά εκείνο που πραγματικά ξεχώριζε πάνω στο πρόσωπό του ήταν οι ουλές και τα βαθιά κόκκινα σημάδια στα μάγουλα και στον λαιμό του, κάνοντάς το άγριο και απωθητικό. Τα μάτια του μικρά, τ’ ανοιγόκλεινε διαρκώς, και κάποιες σταγόνες από τα δάκρυά του μόλις που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται. Τον χαιρέτισα και κάθισα δίπλα του δίχως να ζητήσω την άδειά του. Με μια κίνηση του κεφαλιού του προς τα κάτω ανταπέδωσε στον χαιρετισμό μου, χωρίς όμως να με κοιτάξει στα μάτια και συνέχισε να βλέπει μπροστά. Το βλέμμα του πρόσεξα το οποίο ήταν άδειο, αυστηρά όμως προσηλωμένο κάπου στο γαλάζιο κενό του Αιγαίου πελάγους. Κοιτούσα με δέος την στολή του και με την αγωνία του μικρού παιδιού περίμενα την ώρα για να την φορέσω κι εγώ.  Απότομα έστρεψε το πρόσωπό του στο δικό μου και μου είπε:

-Πέρασε πολύς καιρός από τότε που κάποιος στάθηκε δίπλα μου. Όλοι με αποφεύγουν και σε κανέναν δεν αρέσει το πρόσωπό μου… Τρομάζουν όταν με βλέπουν κι εγώ κρύβομαι απ’ όλους για να μην τους φοβίζω…  Ξέρεις πόσους μήνες έχω να μιλήσω με κάποιον, να πω μια κουβέντα; με ρώτησε και συνέχισε.  Όλοι μ’ εγκατέλειψαν, όσοι ήταν κοντά μου έφυγαν, εξαφανίστηκαν…  Μόνος μου πια κάνω διαλόγους, και πάντα το μυαλό μου στριφογυρίζει σ’ εκείνη την ημέρα…

Έτσι άρχισε η γνωριμία μας με τον Αντρέα ο οποίος έδειχνε ένα ασυγκράτητο πάθος για να μιλήσει για τότε και για τη δική του ζωή. Του είπα για μένα, για το ταξίδι μου και για τον λόγο που το πραγματοποιούσα. Το κλάμα του έγινε γοερό όταν του είπα για την εισαγωγή μου στην Πυροσβεστική Ακαδημία και για το παιδικό μου όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ίσως αυτό να ήταν η αιτία για να θυμηθεί όλα όσα έζησε σαν πυροσβέστης έναν δεκαπενταύγουστο στη Λέσβο.  Πήρε μια βαθιά ανάσα-κάτι σαν βαθύς αναστεναγμός ήταν ουσιαστικά- και άρχισε να μου διηγείται για εκείνη την ημέρα.

Αύγουστος ήταν, σαν τώρα, ξημέρωμα της γιορτής της Παναγιάς όταν ξαφνικά όλα χάθηκαν, όλα σώπασαν και ο μοναδικός ήχος που ακούγονταν ήταν αυτός ο πύρινος που σαν ένα λάβρο ποτάμι σκορπούσε τον θάνατο. Όλα έσβησαν μπροστά από τα μάτια μου και μόνο κάτι φωνές έφταναν ηχηρές μέσα στ’ αυτιά μου. Δεν έβλεπα τίποτα και όλα είχαν σκοτεινιάσει…

 Ήμασταν θυμάμαι εγώ κι άλλοι τρεις συνάδελφοι που κατόπιν εντολών των επικεφαλείς της πυρόσβεσης, μας είχαν αναθέσει την κατάσβεση μιας μικρής εστίας πυρκαγιάς με πρόχειρα μέσα σ’ ένα δύσβατο σημείο καθώς εκεί δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν τα πυροσβεστικά οχήματα… Άμεσα κατευθυνθήκαμε στο σημείο όπου μας είχαν υποδείξει και οι τέσσερις…  

Στην πορεία μας θυμάμαι ότι βούιζε ο άνεμος εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού που σαν χειμωνιάτικος,  θυελλώδης  έκανε τα κλαδιά από τα δέντρα να γονατίσουν ακουμπώντας τα φύλλα τους στο έδαφος… Με δυσκολία περπατούσαμε και κρατιόμασταν μεταξύ μας για να μην παρασυρθούμε από τον αέρα. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να αλλάξω κατεύθυνση, να γυρίσω πίσω αλλά δεν το έκανα. Όπως μπορούσαμε βαδίζαμε για το μικρό μέτωπο της φωτιάς που ολοένα όμως μεγάλωνε λόγω του ορμητικού ανέμου και της πλούσιας βλάστησης για να γίνει πια μεγάλο και ανεξέλεγκτο…

 Όλα παρασύρονταν στον διάβα του αέρα και ο λυσσασμένος ήχος της πυρκαγιάς μας ακολουθούσε πια σε κάθε βήμα. Νοιώθαμε τη φωτιά δίπλα μας να μας καίει, τη νοιώθαμε να μας ακουμπά να είναι πάνω στις στολές μας, στα πρόσωπά μας, τη νοιώθαμε παντού, σε κάθε εκατοστό πάνω στα κορμιά μας. Οι φλόγες μας πλησίαζαν απειλητικά κι εμείς σταθήκαμε καθιστοί σ’ ένα ξέφωτο και με τα χέρια μας κρύψαμε τα πρόσωπά μας.  Οι ανάσες μας γίνονταν όλο και πιο βαριές όλο και πιο δύσκολες. Τα μάτια όλων μας ήταν κατακόκκινα και τ’  άρβυλά είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω στα πόδια μας.  Συρθήκαμε σαν ερπετά πάνω στα χώματα, πάνω στις πέτρες ψάχνοντας μια διέξοδο απ’ αυτήν την κόλαση και θυμάμαι ότι είχαμε χάσει κάθε επαφή, κάθε επικοινωνία μ’ όλους τους επικεφαλείς… Οι ασύρματοι έπαψαν πια να ακούονται και τ’ αεροσκάφη λόγω των ισχυρών ανέμων δεν έκαναν ρίψεις, δεν μπορούσαν να κάνουν άλλωστε.  Καμία επαφή δεν είχαμε και όσο να φωνάζαμε κανείς δεν μας απαντούσε. Επίμονα ζητούσα επίγειες ενισχύσεις, πεζοπόρα τμήματα, κάποια βοήθεια, αλλά κανένας δεν απαντούσε σ’ αυτές τις εκκλήσεις μου.  Ακούγαμε μόνο τον αντίλαλο από τις φωνές μας και τίποτα περισσότερο.

Αύγουστος ήταν θυμάμαι… Ξημέρωμα της γιορτής της Παναγιάς όταν ξέσπασε η πυρκαγιά.  Δεκαπέντε Αύγουστου ήταν είκοσι δύο χρόνια πέρασαν από τότε όταν ήχησαν οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά  του νησιού που καλούσε τους πολίτες  να συνδράμουν στην κατάσβεση της πύρινης λαίλαπας…

Δεν τον διέκοπτα όση ώρα μιλούσε ο Αντρέας και όλες οι αισθήσεις μου σύσσωμες ήταν πάνω στα λόγια του. Τραύλιζε από συγκίνηση όση ώρα μου αφηγούνταν γι’ όλα αυτά που συνέβησαν εκείνον τον δεκαπενταύγουστο στη Λέσβο και τα δάκρυά του κυλούσαν πάνω στα πληγωμένα μάγουλά του.

Όλο το απόγευμα περπατούσαμε πάνω στα βουνά της Αγιάσου με την ελπίδα ότι κάποιος θα μας έβλεπε ή θα ακούγαμε μια φωνή, αλλά πίσω μας νοιώθαμε να μας κυνηγά ο πύρινος θάνατος. Από την κούραση που μας είχε καταβάλλει και από τη λαχτάρα για τη ζωή, είχαμε χάσει τον προσανατολισμό μας και βλέπαμε παραισθήσεις…  Οι δυνάμεις μας ήταν πια ελάχιστες, λιγοστές και όσο περνούσε η ώρα μας εγκατέλειπε κάθε ικμάδα από τη ζωή μας. Το έβλεπα, το ένοιωθα… Οι φλόγες ήταν πια πάνω στα κορμιά μας και η πύρινη λαίλαπα μας είχε περικυκλώσει. Τότε γράφτηκε ο μαύρος επίλογος όλων μας…  Ακόμα και ο δικός μου, αυτόν που βλέπεις…  Το πρόσωπό μου παραμορφώθηκε από τα εγκαύματα τρίτου και τετάρτου βαθμού, και πάνω σ’ όλο μου το σώμα οι πληγές ακόμα δεν έχουν κλείσει… Το επόμενο πρωί μας βρήκαν και τους τέσσερις, μόνο που οι άλλοι τρεις συνάδελφοί μου ήταν πια νεκροί...

Κι εγώ θα ήμουν νεκρός αφού δεν είχα κανένα σημάδι ζωής πάνω μου. Γόγγυζα θυμάμαι και από το στόμα μου έβγαζα άναρθρες κραυγές σαν κι αυτές του θανάτου… Όλα γύρω μου ήταν σκοτεινά, μαύρα σαν τις στάχτες. Η ανάσα μου αργή και η ματιά μου ήταν θολή, αλλά μέσα στα αυτιά μου έφτανε μια φωνή, μια γυναικεία γλυκιά φωνή σαν της μάνας μου που με καλούσε να επιστρέψω στη ζωή…

Ήδη χάραζε και τα βουνά της Λέσβου ξεχώριζαν από μακριά. Απέμειναν πια λιγοστά λεπτά για να φτάσουμε στο λιμάνι του νησιού και ήδη το κάστρο, το άγαλμα ήταν οι πρώτες όμορφες εικόνες που έβαλα μέσα μου από τη Μυτιλήνη. Βγήκαμε μαζί με τον Αντρέα από το πλοίο και με το λεωφορείο κατευθυνθήκαμε στην Αγιάσο.

Από τότε κάθε χρόνο και μόνο για μια ημέρα φορώ την στολή μου κι έρχομαι εδώ στην Αγιάσο, στην Παναγιά και κάθε φορά μπροστά στην εικόνα της λέω «ευχαριστώ», διότι ξέρω ότι Εκείνη μου έσωσε τη ζωή. Κάθε τέτοια μέρα έρχομαι εδώ στη Λέσβο για να ξαναθυμηθώ, για ν’ ακουμπήσω με τα δάχτυλά μου  τα μνήματα των ηρώων συναδέλφων μου για να νοιώσω ότι τους κρατώ τα χέρια όπως τότε…  Αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες που θυσιάστηκαν  στον βωμό του καθήκοντος, σ’ αυτό που όλοι ορκιστήκαμε…

Αυτοί είναι και όχι εγώ…

Ποτέ δεν ξέχασα τα λόγια  του Αντρέα, και ποτέ δεν έβγαλα μέσα από το μυαλό μου το πρόσωπό του. Ας ήταν άσχημο, παραμορφωμένο, ας απωθούσε όπως έλεγε ο ίδιος όλους τους υπόλοιπους. Για μένα ήταν ένα ηρωικό πρόσωπο και έτσι το είχα πάντα μέσα στην συνείδησή μου.

Ο Αντρέας από σήμερα θα ήταν το δικό μου πυροσβεστικό πρότυπο.


Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.

Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του :  "Σεργιάνι στη ζωή" ,  "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και πρόσφατα "Άλικες Ζωές"

 

Η  στήλη του Lesvosnews.net  "Λόγια ... της Λέσβου"  είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις