Skip to main content
|

Ο αργαλειός - Ανέκδοτο Διήγημα της Πηνελόπης Κουρτζή

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

 

Ανέκδοτο Διήγημα της Πηνελόπης Κουρτζή στο ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2025. Γράμματα – Τέχνες – Πολιτισμός του Παναγιώτη Σκορδά

Ο αργαλειός

ΛΕΣΒΟΣ 1924

Στο φιλντισένιο χτένι στάλαξε μια αδιόρατη, τόση δα κουκκίδα αίματος. Η υφάντρα το τίναξε απότομα και το σφούγγισε με τη γλώσσα της.

«Άσε το, θα το αποκάμω εγώ» τη διέταξε, σπρώχνοντάς την, η νεαρή κοπέλα που στεκόταν ανυπόμονη δίπλα της.

«Μα, εσείς… πώς… δεν ξέρετε…» αντέδρασε η υφάντρα.

«Δεν ξέρω τι; Την τέχνη του αργαλειού; Έτσι στα είπανε;» αποκρίθηκε θυμωμένη η νεαρή. «Φύγε! Θα το φτιάξω εγώ το προικιό μου. Και μην πεις κουβέντα στη μάνα».

Η υφάντρα κατέβασε το κεφάλι. Σηκώθηκε από τη θέση της και πισωπάτησε. Η νεαρή έκατσε με άνεση στον αργαλειό. Έβαλε το χέρι της μέσα στον κόρφο της και τράβηξε ένα περίτεχνο, επίσης φιλντισένιο, χτένι. Η υφάντρα κρυφοκοίταξε. Το χτένι είχε χαραγμένα αρχικά. Δ. Ο. Το ένα το αναγνώριζε. Δωριλέα. Η νεαρή αφέντρα της. Το άλλο;

«Κλείσε την πόρτα και έλα σιμά μου» της ψιθύρισε η νεαρή.

Η υφάντρα υπάκουσε.

«Τούτο το κιλίμι θα το τελειώσω εγώ. Μα εσύ δεν θα πεις ποτέ, τίποτα σε κανέναν. Για νυφικό μου θα κάνεις άλλο. Καινούργιο. Θα σου πάρει ο ψωνιστής νήμα».

«Και αυτό;» ψιθύρισε η υφάντρα.

«Αυτό θα το τυλίξεις και τη μέρα του γάμου μου θα το πας εκεί που θα σου πω. Θα το δώσεις σε αυτόν που θα σου πω. Και θα του πεις πως φτιάχτηκε με το χτένι της καρδιάς μου. Θα καταλάβει. Και πως η καρδιά μου θα μείνει τυλιγμένη μέσα στις υφάνσεις αυτού του κιλιμιού. Και ας είναι μακριά το σώμα μου, οι καρδιές μας, θα του πεις, στη βάρκα θα ζεσταίνονται μαζί. Και να έχει γερές ψαριές. Αυτά να του πεις».

«Με όλο το θάρρος, αφέντρα, σε ποιον θα το δώκω το υφαντό; Κρυφά και από τη μάνα σας;» ψιθύρισε η υφάντρα.

«Κρυφά και από όλους. Σε ξορκίζω. Στον Οδυσσέα τον ψαρά θα το δώκεις».

«Στην Επάνω Σκάλα; Στα προσφυγικά; Εκεί σιμά είναι τα νεκροταφεία, αφέντρα μου, σκιάζομαι να πάω…»

«Θα τον βρεις στη βάρκα. Την ώρα του γάμου μου. Μη με παρακούσεις. Γιατί θα σκιαχτείς εμένα μετά. Φύγε τώρα. Και όπως σου είπα».

 

ΛΕΣΒΟΣ 2024

«Τέτοια συγκίνηση, να τα τηρήσετε όλα τα έθιμα των γάμων των Μυτιληνιών δεν την ονειρευόμουνα ποτέ» είπε η Αργυρώ στη Δωριλέα και την αγκάλιασε σφιχτά. Σε ευχαριστώ, κόρη μου. Σε ευχαριστώ».

«Το λες γιατί φάγαμε με τον Ιάσωνα όλο το τσουρέκι και δεν έπεσε χάμω ούτε ένα ψίχουλο να χαλάσει η τύχη του γάμου μας, ε;» γέλασε η Δωριλέα. «Να μην πήγαινε καλά το έθιμο και θα σου έλεγα αν θα χαιρόσουν έτσι. Εσύ, αλήθεια, με τον μπαμπά το είχες τηρήσει;»

«Εγώ, ναι. Βάλαμε το τσουρέκι πάνω από τα κεφάλια μας και το φάγαμε ολάκερο, χωρίς να πέσει ψίχουλο κάτω» απάντησε η Αργυρώ. «Από τα ωραιότερα έθιμα του νησιού μας, Δωριλέα. Και από το πιο αληθινά. Το τσουρέκι του ζευγαριού τις παραμονές του γάμου… Κάθεται το ζευγάρι αντικριστά, κάτω από το ύφασμα με το γλυκό και μόλις το ακουμπήσουν πάνω από τα κεφάλια τους πρέπει να φάνε χωρίς να το βλέπουν και ψίχουλο να μη δει το έδαφος. Τι περίεργες οι παραδόσεις κάθε τόπου…»

«Ξέρεις εσύ κανέναν να του έπεσε ψίχουλο και να μη βγήκε το έθιμο;» γέλασε η Δωριλέα. «Ωραία όλα αυτά και μου αρέσει και μένα να τηρούμε τις παραδόσεις, αλλά να μην πιστεύουμε και σε δεισιδαιμονίες. Αν σε έβλεπε από καμιά μεριά η γιαγιά, που ήταν και πρακτικός άνθρωπος, θα πέταγε σπίθες»

«Στη γιαγιά σου είχε πέσει ένα ψίχουλο…» απάντησε και σκυθρώπιασε η Αργυρώ.

«Έλα μωρέ μαμά! Η γιαγιά είχε έναν ευτυχισμένο γάμο! Όλα είχαν πάει τέλεια! Και ο παππούς μέχρι τα βαθιά γεράματα ταύρος! Και τι έγινε που έπεσε ένα ψίχουλο;»

«Και όμως Δωριλέα, δεν είναι έτσι. Ο γάμος της γιαγιάς ήταν ευτυχισμένος και ο παππούς σου πράγματι ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, αλλά η καρδιά τους -και των δύο έλειπε- από αυτόν τον γάμο. Ήρθε η ώρα να σου πω την ιστορία του κιλιμιού που σου άφησε προίκα για σήμερα η γιαγιά σου».

«Αυτό που το λέτε “το χτένι της καρδιάς μου;” Αυτό δεν είναι το νυφικό κιλίμι της γιαγιάς, που είναι φτιαγμένο από μετάξι;»

«Η γιαγιά σου ήταν συμπονετικός άνθρωπος. Και ο παππούς σου το ίδιο. Οι γονείς τους είχαν κανονίσει τα προξενιά τους από νωρίς. Όμως, ο δρόμος της καρδιάς τους τούς οδήγησε και τους δύο αλλού. Ο παππούς σου είχε καημό μια Τουρκάλα, τη Φατιμέ, που η οικογένειά του δεν του επέτρεψε ποτέ να παντρευτεί. Και η γιαγιά σου… μα αυτή κι αν είναι συγκλονιστική ιστορία…

Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από την καταστροφή της Σμύρνης, μαζεύτηκαν και μείναν αρκετοί στην Απάνω Σκάλα. Και παντού στο νησί, μα εκεί τους έβλεπες δεκάδες. Ήταν οι Μυτιληνιοί φιλόξενοι άνθρωποι και με φιλότιμο πολύ και τους περιέθαλψαν και τους συντρέξαν με αγάπη. Ο καθένας από το πόστο του έκανε ό,τι μπορούσε. Για να βοηθήσουν στον ξεριζωμό που βίωσαν από τον τόπο τους οι πρόσφυγες, αλλά κυρίως στον ξεριζωμό της καρδιάς τους.

Ανάμεσα σε αυτούς και η γιαγιά σου που, αρραβωνιασμένη τότε, μαζί με άλλες νέες συνέτρεχαν και πήγαιναν να βοηθήσουν. Η γιαγιά σου έμενε μαζί τους ώρες ολόκληρες φροντίζοντας τα μωρά, τις γυναίκες, φέρνοντας ό,τι έβρισκε σε τρόφιμο και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαζόταν. Ήταν ένας από τους φύλακες -αγγέλους τους. Είχε το νησί να το λέει για την αγάπη της για αυτούς. Μέχρι που μια μέρα τής ζήτησαν να φέρει από το μαγαζί του πατέρα της δολώματα για έναν ψαρά, πρόσφυγα που με ένα καΐκι δανεικό ψάρευε οκάδες ολάκερες από ψάρια και τάιζε όλον τον καταυλισμό. Τόση ήταν η ταύτισή του με τη θάλασσα και τόσα τα βάσανα που είχε περάσει μέχρι να φτάσει στο νησί μας να σωθεί που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «Οδυσσέας». Κανείς δεν έμαθε ποτέ πώς τον έλεγαν αληθινά. Και πάνω από τα δολώματα, πάνω από τα δίχτυα και τα ψάρια, που ακούραστος έφερνε για να ταΐσει τόσα στόματα η αγάπη, που περισσεύει στα κύματα του νησιού, ήρθε και ακούμπησε πάνω τους. Και το νήμα της αγάπης τούς ένωσε, τον Οδυσσέα που βρήκε την Ιθάκη του στη Λέσβο και τη Δωριλέα που της τον έφερε δώρο η αλμύρα του Αιγαίου.

Όμως, η αγάπη δεν μπορούσε να στεριώσει, ο γάμος είχε δρομολογηθεί, παρ’ όλο που κανείς από τους μελλόνυμφους δεν τον ήθελε. Έτσι, ο παππούς σου έμεινε να αναπολεί τη Φατιμέ και η γιαγιά σου έμεινε να προσπαθεί να χορτάσει τον Οδυσσέα από μακριά, γειτνιάζοντας μαζί του στην Απάνω Σκάλα, εκεί που έφερνε εκείνος την ψαριά. Και αυτός, με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε -όχι ως ψαράς, τα ψάρια πάντα δωρεάν τα έδινε- έστειλε να της φτιάξουν ένα χτένι για τον αργαλειό. Τον αργαλειό που ήταν το κρυφό της μεράκι που σε εκείνον το είχε εξομολογηθεί, μα σε άλλους ποτέ.

Τη μέρα του γάμου της, αποφασισμένη να του χαρίσει την καρδιά της, πριν γίνει γυναίκα κάποιου άλλου, του έφτιαξε, αντί για το νυφικό κιλίμι της συζυγικής κρεβατοκάμαράς της, ένα υφαντό με «το χτένι της καρδιάς της», να τον κρατάει ζεστό τα βράδια στη βάρκα. Ήταν το αντίο της. Το υφαντό δεν το πήρε ποτέ ο Οδυσσέας. Πνίγηκε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, μέσα στο σακατεμένο από τα χρόνια σκαρί του, λίγες ώρες πριν ο ήλιος δύσει και ντυθεί εκείνη νύφη. Το υφαντό έμεινε κρυμμένο για χρόνια από την υφάντρα σε ένα μπαούλο και της το έδωσε της γιαγιάς σου τη μέρα που γεννήθηκα εγώ. Ήταν η πρώτη μου κουβέρτα. Φτιαγμένη από το «χτένι της καρδιάς μου», όπως είχε πει η γιαγιά σου. Ήταν η πρώτη μου κουβέρτα, όταν πια ο χρόνος τα είχε απαλύνει όλα, είχε βοηθήσει τη γιαγιά σου και τον παππού σου να βρουν παρηγοριά ο ένας στον άλλο και να αγαπηθούν, εν τέλει, πολύ. Εσύ δεν το θυμάσαι, αλλά ήταν και εσένα η πρώτη σου κουβέρτα. Και τώρα το κειμήλιό σου, μαζί με το χτένι της καρδιάς της γιαγιάς σου.

Το χτένι της καρδιάς που κρύβει μέσα του όλη την αγάπη αυτού του τόπου, τις παραδόσεις και τα έθιμά του, τις ψαριές του και τις φουρτούνες του, τα γέλια και τα στενά δρομάκια, τις μυρωδιές και τα νήματα τα μεταξωτά».

 

«Το χτένι της καρδιάς μου…» είπε η Δωριλέα και σκούπισε τα δάκρυά της. Μαμά… » είπε.

«Τι είναι κορίτσι μου;» της απάντησε η Αργυρώ.

«Το πρώτο πράγμα που θέλω να κάνω μετά τον γάμο είναι να πάρω έναν αργαλειό...» είπε η Δωριλέα με αποφασιστικότητα.

«Έχει στη Μυτιλήνη τόσους και τόσους να βρούμε! Θα σε πάω εγώ σε μαγαζιά να βρεις που δεν θα το πιστεύουν τα μάτια σου ότι υπάρχουν! Και νήματα να τα αγγίζεις και να γίνονται νήματα καρδιάς… έχει ετούτο το νησί, του κόσμου όλα τα καλά…»

 

ΣΗΜ: Το παραπάνω διήγημα μαζί με 50 ακόμα συνεργασίες  περιέχονται στο «ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2025. Γράμματα – Τέχνες – Πολιτισμός» του Παναγιώτη Σκορδά, που  θα κυκλοφορήσει στις 18 Δεκεμβρίου  και  θα μπορείτε να το βρείτε σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Μυτιλήνης και στο βιβλιοπωλείο «Μένανδρος» (Ιπποκράτους 44) στην Αθήνα.

 

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία