Άλλες ... ιστορίες από την Μυτιλήνη.... (Ιστορία Νο 2)
γράφει η Σ.Σ.
Δεν ήταν δύσκολο να τον εντοπίσω. Ήταν σε κάθε εκδήλωση εκεί. Αναμειγμένος με το πλήθος σε εξέχουσα θέση πάντα. Ήταν όντως όμορφος, με μυστηριώδες ύφος, αλλά προσιτός. Γνωριστήκαμε σε κάτι εγκαίνια ενός μαγαζιού. Δηλαδή, εγώ επεδίωξα να γνωρίσω αυτό το άτομο, μέχρις εκείνη την στιγμή τον υπεύθυνο για εκείνες τις χαμένες ζωές.
-Και εσείς από πού είστε; Δεν μου φαίνεστε ντόπια.
- Έλειπα για κάποια χρόνια εκτός νησιού. Πρόσφατα γύρισα στα πάτρια εδάφη.
-Αα! Δηλαδή ούτε κι είστε από εδώ αλλά ούτε και δεν είστε ! χαμογέλασε αφού έβγαλε το συμπέρασμα. Περίεργο . Δεν ένιωθα απειλή , ούτε κι ένιωθα πώς ο άνθρωπος αυτός ήταν ο κακός κάποιας υπόθεσης. Ίσως όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν απλά παρά ένας μύθος… Και οι μύθοι δεν ζητούν εξιχνίαση.
Αργότερα περιπλανήθηκα αρκετά στην πόλη. Ξεχάστηκα από την μαγεία της πόλης με τα νεοκλασικά, από τις μυρωδιές και την οχλαγωγία των περιπατητών. Και τότε τον εντόπισα. Ενστικτωδώς τον ακολούθησα καθώς πήγαινε σε ένα κτίριο κρυμμένο , λίγο μετά την μαρίνα. Το κτήριο έμοιαζε σαν ένα μαυσωλείο . Είχε και φύλακα, που προσπαθούσε να μείνει igognito , με μεγάλη αποτυχία αφού ο ασύρματος ακουγόταν πολύ πριν αντιληφθώ την ύπαρξη του. Την πόρτα της εισόδου την άνοιξαν κάποιοι άλλοι άνδρες ντυμένοι με άσπρες φορεσιές, σαν αυτές των Ναϊτών ιπποτών. Χαμηλό φωτισμό διέκρινα και έπειτα από έναν ξένο για εμένα χαιρετισμό η πόρτα έκλεισε. Κούρνιασα κρυμμένη σε μια γωνία αφού το κρύο δεν ήταν υποφερτό ούσα ακίνητη, και φαίνεται πώς κρύφτηκα αξιοζήλευτα , αφού η περιπολία του φύλακα πέρασε ξυστά μου, χωρίς να φανερωθώ. Η αναμονή , το κρύο και η πτώση της αδρεναλίνης με έριξαν σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει θέτοντας τέλος στην κατασκοπία μου και η ώρα για καφέ είχε σημάνει. Ωστόσο καθώς κατέβαινα από την κατηφόρα για πιάσω τον κεντρικό, βρήκα ένα βραχιόλι πολύ όμορφο, που σαν στολίδια είχε κλειδάκια . Ήταν όλο χρυσό. Το φόρεσα , ώστε όποιου ανήκε να μάθαινε πως εγώ το βρήκα και ανήκει σε εμένα.
Πέρασαν δυο μέρες, στο γραφείο η συνηθισμένη ρουτίνα. Χαρτιά, συνεντεύξεις , συζητήσεις .
-Σήμερα ήρθε αυτός ο φάκελος συστημένος . Είναι για σένα!
Το γράμμα ήταν μια πρόσκληση σε ένα καφέ λίγο πριν το τέλος της παλαιάς αγοράς. Έγραφε ώρα συνάντησης , τόπο άλλα όχι με ποιος ζητάει ραντεβουδάκι στα τυφλά.
Κι όχι τίποτα άλλο δεν είχα προλάβει να κάνω και νύχια τόσες μέρες!
Πήρα τα απεριποίητα νύχια μου και στο ραντεβού συνάντησα μια κυρία. Κυρία κυρία! Φαινόταν από μακριά πως η γυναίκα αυτή ερχόταν από άλλη τάξη . Κάθισα.
-Το βραχιόλι που φοράς είναι δώρο του άντρα μου. Το είχε πάρει στην τελευταία μας επέτειο. Κράτα το . Την επόμενη φορά που θα έρθεις μην καθίσεις στο κρύο. Χτύπα την πόρτα. Δεν τρώμε ανθρώπους. Κι απλά έφυγε.
Την επόμενη εβδομάδα, χτύπησα το κουδούνι, λέγοντας στον φύλακα πώς είμαι προσκεκλημένη από την κυρία της οικίας.
Ο άντρας που μου άνοιξε όμως μου είπε πως είμαι ευπρόσδεκτη, με συνόδευσε σε ένα εκπληκτικό μπαρόκ σαλόνι ενημερώνοντας με πως η οικία έχει χάσει από καιρό την κυρία της.
Τότε σε εκείνο το ραντεβού ποια ήρθε;
Δείχνοντας του το βραχιόλι στο χέρι μου εκείνος το αναγνώρισε και μου έδειξε μια φωτογραφία της «κυρίας» με το βραχιόλι στο δεξί της χέρι. Έμοιαζε η φυσιογνωμία της κυρίας στην φωτογραφία με εκείνη που συνάντησα αλλά υπήρχε μια διακριτή διαφορά στο σχήμα του προσώπου και των χαρακτηριστικών. Ήταν σαν να ήταν , αλλά όχι ακριβώς αυτή η ίδια…
Συνεχίζεται….