«Κότσιν' Πέφκ'»: τα μάγ'λα που γ'νόντι κότσ'να
Κότσιν' Πέφκ' " σήμερα. Έτσι θυμάμαι την έλεγε τη σημερινή ημέρα η θεια-Μαχούλα που καθόταν στο κάτω χωριό. Κι ήταν πραγματικά κόκκινη, διότι τα πάντα σήμερα έχουν σχέση με το κόκκινο.
Του Γιαννέλ' τσμούνταν για τα καλά. Είχε πέσ' κουσάφ' πάς στου στρώμα ψες. Είναι το δεξί χέρι τ' παπα-Σίμ' τσι τον έχ' σήκω πάνω-κάτσε κάτω, κάθε μέρα τούτες τς μέρες πού έχει πουλλές δλειές οι ακκλησιά. Χθες μετά την προηγιασμένη τον είχε πάρει μαζί του ο παπάς για να πάνε να τσνωνήσουν τα γερόντια και τς γριές που τσείνται μες στα ρούχα. Κάθε χρόνο έτεκια μέρα παγαίνουν παρέα και τ' δίν' ι παπάς να βαστά του φανάρ' τσι να παγαίν' μπρος του Γιαννέλ' τσι μ'σό βήμα πιο πίσω ο παπάς, σαν το λύχνο με το λυχνοστάτη. Πήγαν στη θεια Μαρίτσα, τη θεια-Καλλιόπ' που φλάγ' μέρες να μιταλάβ', πήγαν σκη θεια-Στάσα, στου μπαρμπα-Στέργιο, στς Μιλιμπιντίδινες, τσι σ' ένα σωρό ανήμπορους που δεν μπορούν να έρθουν στην εκκλησία. Ύστερα απ'αυτό τον είχε ίσαμ' του μισμέρ' να καθαρίζουν και να στρώνουν την εκκλησία για τα ευχέλαια και κη Κότσιν' Πέφκ. Κατεβάσαν τις εικόνες, το Σταυρό και τα λυπητερά. Τα πλύναν με κρασί, όπως ξέρουν απ' τους παλιούς, και έστρωσαν τα κόκκινα καλύμματα για να είναι έτοιμα για αύριο.
Του Γιαννέλ' βιαζόνταν να γυρίσ' γλήγουρα στου σπίκ' να πάγ' να λουστεί. Τουν είχι διανουκήσ' η γιαγιά τ' να μην καθυστερήσει να προλάβει να είναι καθαρός προτού τον ευχελαιώσ' ι παπάς να μη χρειαστεί να πλυθεί ύστερα και φύγ' το λάδι από πάνω τ'. Του είχε στου νου τ' δύο του Γιαννέλ' τς είχε ένα σικί να προλάβ'.
Μές σ' ούλα ι παπα-Σίμους τουν έστειλε να πά στου μαραγκούδκου τ' Μανώλ' να γυρέψ' δυο σφήνες για το σταυρό. Οι πιρσνές εν αντέξαν για φέτο και δεν αρκούσαν για να μπούνε μές στην πέτρα. Άμα τα τέλειωσε ούλα, επέστρεψε στο σπίτι και ετοιμάστηκε για τα ευχέλαια. Το βράδυ πια είχε πέσει ξερός, φαρδύς πλατύς πάς στου ντιβάν'.
Η γιαγιά τ' η θεια Μυρσινιώ του είχε έτοιμα τα ρούχα, μπαμπακάτα ούλα, για να φορέσ' το μωρό νά ναι καθαρό το πρωί, σαν ούλα τα μουρά. Γέμωζε μωρά τη Μεγάλη Πέμπτη η ακκλησιά. Λαχταρούσαν να πάνε να κοινωνήσουν.
- Άι,να σκωθούτι ταχτέρ' να πάτε να τσνωνήστι μέρα πού νι. Που τσνωνούν τα μουρά τσι κουτσνίζ' τα μάγλα ντουν.
Έτσι έλεγαν οι γιαγιάδες στα μωρά. Να πάνε να μεταλάβουν γιατί σήμερα κοκκινίζουν τα μάγουλά τους. Και φύλαγαν τα μωρά να δούνε τα πρόσωπά του κόκκινα. Και πράγματι κοκκίνιζαν απ'τη χαρά που είχαν τέτοια μέρα.
Ήταν η μέρα που η νονού έφερνε τα δώρα στον αδεξιμιό και τα μωρά φύλαγαν να τους φέρουν τη λαμπάδα και τα τσινούρια τα παπτσέλια για να φορέσουν το Μέγα Σάββατο. Λαχταρούσαν τα μωρά. Φτώχια τότε, δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για δώρα και ψώνια. Πάσχα και Χριστούγεννα μονάχα φορούσαν καλό ρούχο κι όχι όλα. Του Γιαννέλ' ήταν απ' τα τυχερά μωρά του χωριού. Είχε χαρά να φορέσει τα καινούργια τα παπτσέλια τς απ'κη χαρά τ' τα μάγλα τ' γίνουντου ούλου τσι πιο κότσνα.
Μόλις γυρίσουν απ' κ' ακκλησιά, ήθιλι του Γιαννέλ' να βοηθήσ' τη γιαγιά τ' να βάψουν τ' αυγά τσι να ζμώσ' τς κουλούρες. Από καιρό είχε πα πάς στου βνάρ' στου Κάμπου, καρσί απ' του Χατζή-μακάρ τσ' είχι μαζέψει ριζάρ'. Είναι το χορτάρι με το οποίο οι Ερεσιώτες βάφουν τα αυγά της Λαμπρής. Το αφήνουν καμπόσες μέρες να ξεραθεί κι ύστερα το βράζουν και βγάζει ένα κόκκινο ζμί, μέσα στο οποίο βράζουν τα αυγά και παράλληλα παίρνουν κόκκινο χρώμα. Η γιαγιά τ' η Μυρσινιώ ήταν μερακλίδ'σα τσι πας στ' αυγά σχεδίαζε φ'λαρέλια απ'τα τριαντάφυλλα. Έβαζε τα αυγά μέσα σε μια κάλτσα και ακουμπούσε πάνω μικρά και μεγάλα φύλλα και τα έβραζε έτσι. Άμα ξεραινόταν η μπογιά έμενε το φύλλο σαν αποτύπωμα. Τούτα ίβλιπε του Γιαννέλ' τσι τα μάγλα τ' γίνουντου ούλου τσι πιο κότσνα.
Άμα βάζαν τ' αυγά στου χαρανί, θέλαν να πιάσουν τς κουλούρες. Μοσχομύρ'ζε του σπίκ' μαχλέπ' τσι μπαχάρ'. Ζύμωνε πλεξούδις η γιαγιά τς είχε δώσ' καμπόσ' ζυμ' τσι στου Γιαννέλ'. Φτός έφτανε κουλτσέλια πουλιόμορφα τσι καμώνουντου που έπιανε του χέρι τ'. Καμιά φορά τα ρίξαν μες στου φούρνου τσι φτα πιάναν τσι κουτσνίζαν τσι καμαρώναν γιαγιά τς εγγονός τς ήνταν ούλου χαρά. Τα μάγλα τ' μωρού γίνουντου ούλου τσι πιο κότσνα.
Του μισμέρ' ι παππούς τ' ι Γιάνν'ς είχι κανουνίσ' να ρθεί ι Ντόγκας ι Λουκάς, να πας να σφαξ' του σγούρ'. Φύλαγι τσι του Γιαννέλ' να πα' απ'τον παππού τ' να δει τη διαδικασία και να βοηθήσει να πιάσουν τ' αρνί που έτρεχε μες στου πιρβολ'. Ι νους τ' ήντου στου φουρνιαστό τς είχε χαρά μεγάλη. Τρόμαξε σαν είδε το αίμα να κυλά μες στο χώμα, ανάμεσα στς ασκνίδις και πάνω στη κοπριά, αλλά σκέφτηκε και το αίμα του Χριστού που θα χυθεί το βράδυ σκ' ακκλησιά και τα μάγλα τ' γίνουντου ούλου τσι πιο κότσνα.
Ούλα τούτα τα είχε δει του Γιαννέλ' απ'τη γιαγιά του κι ήταν η χαρά τ' τούτη τη μέρα να κάθεται στο σπίτι να τη βοηθά. Το πρωί στο σπίτι είχε χαρά να βοηθά τη γιαγιά του και τ' απογεύματα καμάρωνε να είναι δίπλα στον παπα-Σίμο, να βαστά του θυμιατό και να ντουμανιάζ' του ιερό τσι τα μάγλα τ' γίνουντου ούλου τσι πιο κότσνα.
Και του χρόνου η μέρα σήμερα!
Καλή δύναμη & καλή Ανάσταση!