Οι Μνήμες του Αύγουστου
του Κώστα Βελούτσου *
Κάθε Αύγουστο αναπολώ…
Ακόμα και τώρα, τώρα που νοιώθω ότι είμαι κοντά στο τέλος της ζωής μου. Αστείο δεν είναι; αναρωτιέμαι. Ακόμα και τώρα θυμάμαι εκείνον τον Αύγουστο στη Λέσβο κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
Κάθε Αύγουστο γυρνώ στο παρελθόν και θυμάμαι. Ζω με τις αναμνήσεις, αναπνέω με τις θύμησες κι έτσι φέρνω μπροστά μου το πρόσωπό σου. Σε νοιώθω είσαι ξανά εδώ, είμαι εδώ στη Λέσβο, είμαι εδώ για να σε βρω…
Ήταν θυμάμαι οι τελευταίες μέρες της ζωής σου και οι ώρες μετρούσαν πια αντίστροφα όταν μου ζήτησες να σε κρατήσω μες την αγκαλιά μου και να πάμε ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι στο νησί σου, στη Λέσβο. Το έκανα αμέσως δίχως να το σκεφτώ. Ήθελες να περάσεις ξανά από τους δρόμους που περπατούσες όταν ήσουν μικρή, ήθελες να περάσεις από τα σοκάκια της πόλης, ήθελες να φτάσει στα ρουθούνια σου η μυρωδιά της Μυτιλήνης, της Αγιάσου, η μυρωδιά του γλυκάνισου από το Πλωμάρι, ήθελες πάλι να δεις το μοναδικό χρώμα του νησιού.
«… Δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω… Θέλω να μ’ έχεις στην αγκαλιά σου, θέλω να μείνω εδώ, θέλω για πάντα να μείνουμε εδώ, θέλω να μπορώ να σού λέω ότι σ’ αγαπώ. Κράτα με, κράτησέ με μην μ’ αφήσεις…». Θυμάμαι αυτά τα λόγια σου, θυμάμαι που τα δάκρυά σου κυλούσαν κι έφταναν ως τα χείλη σου και τα φιλούσα με ζήλο για να πιω τις φαρμακερές σταγόνες από τη λιγοστή ζωή σου για να τις κρατήσω ολότελα δικές μου. Για να βάλω στα σωθικά μου τον δικό σου θάνατο που σ’ είχε μες στην αγκάλη του να τον κάνω δικό μας.
Μου ζήτησες να κάνουμε έρωτα εκεί πάνω στο χώμα της Λέσβου και θυμάμαι το δειλινό του Αυγούστου που κρυφοκοίταζε με τις άκρες των ματιών του τα γυμνά κορμιά μας. Τα χρωμάτιζε κόκκινα, πορτοκαλιά τα έβαφε στις αποχρώσεις της ζωής ώσπου ξαφνικά έσβησαν όλα τα χρώματα από πάνω μας. Πρόλαβα όμως να δω ένα μελανό χρώμα σαν κι αυτό του θανάτου να λούζει το κορμί σου, για να ’ρθει το άφεγγο σκοτάδι της νύχτας να σ’ ερωτευτεί και να σε κάνει δική του.
Αυτός όμως ο δικός μας έρωτας εκείνης της νύχτας ήταν όμορφος, τόσο όμορφος σαν τον πρώτο τον άγουρο εφηβικό κι ας ξέραμε και οι δυο ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μας φορά. Σερνόμασταν ξέφρενα πάνω στις πέτρες, πάνω στα πεσμένα φύλλα του καλοκαιριού σαν να μας κυνηγούσαν οι ίδιοι μας οι εαυτοί κι εμείς αδιαφορούσαμε για τον πόνο και για το αίμα που κυλούσε από τα χέρια και από τα πόδια μας. Λες και ζητούσαμε με πάθος να μας επιστραφεί εκείνη την στιγμή ακέραιο το κέρδος από τη χαμένη ηδονή που μοιραζόμασταν όλο αυτό τον καιρό. Κι ας πληγώθηκαν τα κορμιά και οι ψυχές μας τόσο βαθιά που οι πληγές εκείνου του αλησμόνητου πυριφλεγή έρωτα θα διατηρηθούν ως την αιωνιότητα της αγάπης μας.
Σ’ έσφιξα δυνατά με μια πρωτόγνωρη παραφροσύνη όταν η λάβα του έρωτά μου κάλπασε ανεξέλεγκτη για να εκτιναχθεί απ’ όλο μου το σώμα. Στάθηκε για λίγο πάνω σου για να παρασυρθεί από τον ζεστό άνεμο του Αυγούστου και να στάξει το καυτό συνουσιακό της δάκρυ πάνω στο διψασμένο χώμα της λεσβιακής γης που ανυπόμονα περίμενε για να σε κάνει δική του.
Μείναμε εκεί σφιχταγκαλιασμένοι σαν να περιμέναμε κάτι να μας συμβεί μέχρι που το ασημένιο φεγγάρι, η πρώτη πανσέληνος εκείνου του Αυγούστου σταμάτησε για μας στο κέντρο του ουρανού. Μείναμε εκεί ώρες πολλές σαν να περιμέναμε να μας βρει το τέλος αυτής της νύχτας, να ’ρθει η αυγή και μαζί της εκεί να μας βρει και τους δυο ο θάνατος. Κρατούσα τα χέρια σου, σε φιλούσα, σού υπενθύμιζα για τα δικά μας καλοκαίρια, σου έλεγα διαρκώς ότι σ’ αγαπώ. Μού ’λεγες ότι τελειώνει η ζωή σου, ότι λιγοστεύουν πια οι ανάσες σου και η φωνή όλο και πιο πολύ βυθίζονταν στο απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και εγώ που δεν ήθελα να πιστέψω στα λόγια σου, δεν ήθελα να πιστέψω στον πρόωρο χαμό σου έκλεινα τα αυτιά μου για να μην ακούω τον θρήνο των λυγμών σου.
Κι όταν έπαψες να μιλάς, όταν έπαψες να κλαις σήκωσα ψηλά τη ματιά μου και ήθελα τόσο πολύ να δω, να φωνάξω στον δικό μας Θεό να τον ικετέψω να σταματήσει εκεί στη Λέσβο τις ζωές μας, να μείνουμε έτσι για πάντα, να σιωπήσει εκεί ο χρόνος της ζωής μας, να γίνουμε δυο αερικά, δυο αγνά και αθώα στοιχειά της αγάπης και του έρωτα. Εκεί να μας βρουν αγκαλιασμένους, εμείς να γίνουμε οι μάρτυρες της αγάπης να γίνουμε ένας θρύλος, ένα διαχρονικό τραγούδι του έρωτα σαν κι αυτούς τους αλησμόνητους έρωτες των λόγιων και των ποιητών.
Σαν τους στείρους, τους άκαρπους έρωτες του Δάντη και της Βεατρίκης, του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη και τόσων άλλων, σαν κι αυτούς τους αμάραντους έρωτες του νου και της ψυχής που πέταξαν τόσο ψηλά πέρα από την επίγεια λογική, που η λύτρωση της αγάπης ήρθε μέσα από τον θάνατό τους για να ατσαλωθεί στο πέρασμα του χρόνου, που έμειναν για να θυμίζουν. Να μείνει και ο δικός μας, για να λένε για μας, να γράψουν για την αγάπη μας…
Τόσα χρόνια μετά και είμαι πάλι εδώ. Είμαι πάλι στη Λέσβο, είμαι κοντά σου.
Κλείνω για ελάχιστα λεπτά τα μάτια μου και τα ξανανοίγω για να βρεθώ πάλι μαζί σου. Περπατάμε πάνω στους δρόμους του νησιού και μέσα μου έχω μια λαχτάρα και μια αγωνία για να φτάσουμε στον δικό μας παράδεισο. Ακούω τη φωνή σου και στ’ αυτιά μου φτάνει το γέλιο σου. Σε κοιτώ. Γύρω από το κορμί σου ένας αχνός φωτισμός αδιευκρίνιστου χρώματος σαν μια στίλβη είναι η αιτία που σε κάνει να λάμπεις ολόκληρη. Μπορώ να σε αγγίξω, μπορώ να σε νοιώσω όπως τότε.
Τρέχουμε και μαζί μας τρέχει η ζωή. Είμαστε στη Λέσβο και περπατάμε ξανά μαζί πλάι-πλάι και μιλάμε όπως τότε. Σε αγγίζω, σε κρατώ, μου χαμογελάς. Είσαι ζεστή, δεν είσαι παγωμένη. Το σώμα σου είναι απαλό, νεανικό, το χαϊδεύω. Με τραβάς, με σέρνεις, με οδηγείς πάνω στα σημάδια του έρωτά μας. Είμαστε πάλι εκεί, είμαστε εδώ. Στο ίδιο μέρος. Βγάζεις όλα τα ρούχα σου και μένεις μπροστά μου ολόγυμνη. Το ίδιο σώμα, ίδια λαχτάρα, ίδιο και το πάθος από τους δυο μας. Τα στήθη σου είναι στητά, αγαλματένια και τα ποθώ όπως ποθώ το κορμί σου. Η καρδιά μου χτυπά ατίθασα λες και είναι η πρώτη φορά. Πετώ μακριά τα δικά μου ρούχα και απλώνω τα χέρια μου πάνω στα δικά σου. Σ’ αγκαλιάζω, σε φιλώ στο στόμα, στο λαιμό, σε φιλώ και σε γλείφω. Η σάρκες μας ανάβουν, λυσσομανούν. Αναστενάζεις με πόθο, όλο και πιο πολύ, αναστενάζω ηδονικά.
Με φιλάς, με φιλάς παντού, μου λες λόγια ψιθυριστά, βγάζεις μια δυνατή φωνή και με σφίγγεις… Με σφίγγεις όλο και πιο πολύ. Τα κορμιά μας καίνε, τρέμουν, στάζουν…
Είμαι μέσα σου, είσαι μέσα στο μυαλό μου, είμαι βαθιά μέσα στο κορμί σου, είσαι βαθιά μες στην ψυχή μου.
Είμαι ξανά μαζί σου, είμαστε ένα. Είμαστε πάλι μαζί εδώ στη Λέσβο.
Ο Κώστας Ν. Βελούτσος γεννήθηκε, ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987 έως το 2015. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του : "Σεργιάνι στη ζωή" , "Τελευταία Φορά" , "Ζωή από τον θάνατο" ,"Κόκκινα Φεγγάρια" και πρόσφατα "Άλικες Ζωές"
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.ne