«Ανάσταση» στο πανηγύρι του «Ταύρου»
«Ανάσταση» στο πανηγύρι του «Ταύρου»
του Γρηγόρη Δεϊλόγκου
Εκείνο το βράδυ ένας τσομπάνης του «πηδούσε» το μυαλό. Και το «πήδημα» ήταν τόσο έντονο που του άλλαξε τη ζωή. Βρέθηκε τυχαία στο πανηγύρι του «Ταύρου» στη Λέσβο. Είδε ξαφνικά τη ζωή αλλιώς. Για το περιβάλλον του η αλλαγή ήταν τεράστια, για εκείνον ήταν η λύτρωση, ο δρόμος προς την αυτογνωσία.
Στέλεχος ναυτιλιακής εταιρείας ο Νίκος. Γέννημα θρέμμα Πειραιώτης. Θα τον έλεγες «τεχνοκράτη», «γιάπη». Οικονομικές σπουδές σε Ελλάδα και Λονδίνο. Μέχρι το 2000 ζούσε τις «χαρές» του χρηματιστηρίου και την ξέφρενη ανάπτυξη της ναυτιλιακής εταιρείας στην οποία εργαζόταν. Ναυάγιο πλοίου. Σοκ σε όλη την Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά ήρθε η αυτοκτονία του Διευθύνοντα Συμβούλου της ναυτιλιακής εταιρείας. Πόσο να αντέξεις; -όσο «τεχνοκράτης» και εάν είσαι. Ο Νίκος άντεξε για λίγο ακόμη…
Τον Ιούλιο του 2001 εξαντλήθηκε και η δική του αντοχή. Ανέλαβε το δύσκολο ρόλο να επιλέξει και να απολύσει 50 άτομα από τη ναυτιλιακή εταιρεία. Ο «θάνατός» τους ήταν η ζωή του. Απόγευμα Παρασκευής ήταν, στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, υπέγραψε τις απολύσεις. Πενήντα άνθρωποι θα του έριχναν περισσότερες κατάρες όταν το πρωί της Δευτέρας θα είχαν στα χέρια τους και τα χαρτιά των απολύσεων που είχε υπογράψει. Μέχρι τότε ήξεραν μόνο προφορικά για την απόλυση τους, η «μαύρη λίστα» είχε διαρρεύσει σκόπιμα από την προηγούμενη εβδομάδα. Οι ερινύες έκαναν πάρτυ μέσα στον εγκέφαλο του Νίκου.
Σηκώθηκε από το γραφείο, κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ, πήρε το αυτοκίνητό του και … πρόλαβε στο παρά πέντε το πλοίο «Σαπφώ» που αναχωρούσε για Χίο- Μυτιλήνη. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ με το «Σαπφώ», δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τη Μυτιλήνη. Θεωρούσε προκλητικό το όνομα «Σαπφώ» για καράβι. Περισσότερο στο λεσβιακό έρωτα πήγαινε το μυαλό του παρά στην ποίηση.
Την ανατολή του ήλιου την είδε ενώ έβγαινε από το καράβι. Δεν ήταν όμως σε φάση να εκτιμήσει το μεγαλείο των χρωμάτων. Είχε ανάγκη από δυνατές δόσεις καφεΐνης. Καθώς απολάμβανε το πρωινό του καφέ το βλέμμα του έπεσε πάνω στην αφίσα: «Αγία Παρασκευή. Το μεγάλο πανηγύρι του «Ταύρου» Από Παρασκευή 6 Ιουλίου έως Δευτέρα 9 Ιουλίου 2001». Η μεγάλη διάρκεια του πανηγυριού του έκανε εντύπωση. Ήταν Σάββατο, δεύτερη μέρα πανηγυριού. Άγνωστος σ’ ένα άγνωστο μέρος. Δεν είχε τίποτα να κάνει. Ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του. Θα πήγαινε στο πανηγύρι. Επέλεξε για διαμονή το πρώτο ξενοδοχείο που βρέθηκε μπροστά του. Κάποτε έκανε έρευνα μέχρι να βρει το ξενοδοχείο με τις περισσότερες ανέσεις. Τώρα ήθελε μόνο να κοιμηθεί.
Απόγευμα. Είδε το χάρτη και ακολούθησε το δρόμο προς την Αγία Παρασκευή. Το θέαμα όταν έφθασε στο χωριό ήταν μοναδικό. Τριγύρω βουνά με ελιές και μικροί λόφοι, σπίτια με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, μεγαλοπρεπές «Εκπαιδευτήριο», βιομηχανικά κτήρια και ελαιουργεία, πλακόστρωτοι δρόμοι και πλατεία. Πλήθος κόσμου και άλογα! Νεαροί καβαλάρηδες πάνω σε λαμπροστολισμένα άλογα περιφέρονταν στους δρόμους του χωριού. Λίγο μετά τη δύση του ήλιου οι καβαλάρηδες αναχώρησαν για την τοποθεσία «Ταύρος»,στο εξωκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπου. Ακολουθούσε σαστισμένος! Είδε τη θυσία του βοδιού. Παλαιότερα θα ήταν επικριτικός απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις. Τώρα ένιωθε κατάνυξη. Το γλέντι άρχισε. Βρήκε ένα άδειο κάθισμα στο πιο ακριανό τραπέζι. Απέναντι του ένας τσομπάνης. Μεσήλικας, άσπρα γένια, πρόσωπο σκαμμένο από το χρόνο και τον ήλιο, μεγάλα μάτια, λίγα γκρίζα μαλλιά. Ήταν ο Γιώργης. Το τσιγάρο ανάμεσα στα μεγάλα δάχτυλα του. Τα είχε κιτρινίσει. Ο Νίκος ρώτησε αν μπορούσε να καθίσει. Εκείνος έγνεψε καταφατικά με μια κίνηση του κεφαλιού του. Πήρε ένα ποτήρι και του έβαλε ούζο. Του έδωσε και το μπουκάλι με το νερό. «Βάλε όσο θες εσύ. Ποτέ μην βάζεις νερό στο ούζο του άλλου, ο καθένας το πίνει τόσο βαρύ όσο αντέχει ή του αρέσει». Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να συλλάβει ο Νίκος το σκεπτικό του τσομπάνη.
Τα πρώτα λεπτά κύλησαν με τυπικές κουβέντες, συστάσεις και βασικές πληροφορίες. Ο Γιώργης είχε χάσει πριν μερικά χρόνια τη γυναίκα του από καρκίνο. Μόνη του παρηγοριά ο γιος του. Ζούσε στην Αθήνα αλλά κάθε τόσο ερχόταν και τον έβλεπε. Το γλέντι ήταν σε εξέλιξη, το ούζο έρρεε στο λαρύγγι και στο μυαλό του Νίκου. «Είσαι πεθαμένος» του είπε ο Γιώργης και τα μεγάλα μάτια του καρφώθηκαν στα μάτια του Νίκου. Και πριν προλάβει να συνέλθει από τη φράση εκδηλώθηκε η ολομέτωπη επίθεση του Γιώργη. «Τι ήρθες εδώ να κάνεις; Να ξεφύγεις; Όχι μόνο είσαι βαθιά χωμένος στο σύστημα, αλλά έχεις σαπίσει κιόλας. Θα πεθάνεις και βιολογικά και τι θα έχεις καταλάβει; Μερικά χρήματα και τίποτα άλλο! Που είναι η σύντροφός σου; Πού είναι ο έρωτας; Πού τα πάθη και οι «αρρώστιες» σου; Τυποποιημένες λογικές και μιζέριες στο μικρόκοσμο. Τράβα πέθανε από τώρα και μην έρχεσαι σε μέρη που δεν καταλαβαίνεις; Τους βλέπεις αυτούς εδώ που γλεντάνε; Οι μισοί μπορεί να έχουν έρθει από συνήθεια, οι μισοί από αναζήτηση. Άλλα όλοι το νιώθουν. Και τη μουσική, και τη θυσία του βοδιού και το ούζο. Εσύ είσαι θεατής και εδώ και στη ζωή σου»
Του είπε πολλά ακόμη ο Γιώργης. Τον είχε «διαλύσει». Ένιωθε πλέον ενοχές για όλα όσα είχε ζήσει. Στο μυαλό του ερχόταν ξανά τα χαρτιά με τις απολύσεις που είχε υπογράψει πριν μερικές ώρες. Δεν μπορεί, κάπου θα είχε κάνει λάθος με τη ζωή του.
Σε λίγο ξημέρωνε. Κυριακή. «Έλα μαζί μου» του είπε ο Γιώργης. Πέρασαν από το σπίτι του Γιώργη, πήραν ότι χρειαζόταν και τράβηξαν για το μαντρί του Γιώργη. Τοπίο σκληρό και στο βάθος του ορίζοντα το μάτι σου να βλέπει θάλασσα. Σε όλη τη διαδρομή δεν μιλούσαν. Μια ώρα δρόμος ήταν. Έφθασαν στο μαντρί. Εκεί δίπλα στην αποθήκη με τις ζωοτροφές ήταν το «δωμάτιο» του Γιώργη. Ο Νίκος κάθισε σε μια αυτοσχέδια καρέκλα. Ο Γιώργης έκοψε ένα κομμάτι ψωμί από το ζυμωτό καρβέλι με το χέρι του. Άνοιξε ένα δοχείο με λάδι και έβγαλε από μέσα ένα κεφαλάκι τυρί. Η μυρωδιά του τυριού στα ρουθούνια του Νίκου ήταν σαν το μεγαλύτερο ναρκωτικό. «Αυτό είναι το κανονικό λαδοτύρι Μυτιλήνης» του είπε. Έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί, του έβγαλε και ελιές , του έκοψε και μια ντομάτα στα τέσσερα. «Φάε» τον πρόσταξε. «Πάω να αρμέξω και σε λίγο επιστρέφω να φύγουμε για το τυροκομείο» του είπε και έκλεισε δυνατά την πόρτα.
Είχε φάει εξαιρετικά πρωινά στα πιο ακριβά ξενοδοχεία του κόσμου. Μα το σημερινό πρωινό ήταν κάτι άλλο. Σκέφτηκε ότι ίσως φταίει το ούζο που τα βλέπει όλα μαγικά. Δεν μπορεί, ακόμη το αλκοόλ θα είχε δράση μέσα στο κεφάλι του. Αλλά και πάλι τέτοιες γεύσεις αυθεντικές δεν είχε ξαναγνωρίσει. «Κάτι κάνω λάθος στη ζωή μου» , αυτή η σκέψη του είχε καρφωθεί στο μυαλό από το προηγούμενο βράδυ. Σήμερα ήταν πλέον σίγουρος ότι είχε επιλέξει λάθος δρόμο για τη ζωή του. «Διάλεξε σπουδές, διάλεξε καριέρα, διάλεξε σπίτι, διάλεξε αυτοκίνητο». Με τέτοιες «προσταγές» μεγάλωσε. «Όχι» φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής τους «διάλεξα να μην διαλέξω».
Αυτή η φράση ήταν το κλειδί για τα λύτρωσή του.
Καθώς το βλέμμα του περιπλανιόταν στο «καταφύγιο» του Γιώργη η προσοχή του στράφηκε σε ένα βιβλίο. Βιβλίο με ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου; «Διαβάζει ποίηση ο τσομπάνης; Χα χα» η σκέψη που έκανε ο τεχνοκράτης Νίκος. «Ναι ρε διαβάζει. Τουλάχιστον δεν διαβάζει νούμερα σε οικονομικές εφημερίδες» η απάντηση που έδωσε ο Νίκος στον παλιό του εαυτό.
Στο δρόμο προς το τυροκομείο η μόνη απορία του Νίκου ήταν το βιβλίο με τα ποιήματα. Ρώτησε το Γιώργη πως βρέθηκε εκεί. «Μέχρι έκτη δημοτικού έχω πάει σχολείο. Μ’ αρέσει να διαβάζω καθώς βόσκω τα πρόβατα. Δεν θέλω εφημερίδες. Μ’ αυτό το Ρίτσο την έχω βρει, δεν ξέρω αν καταλαβαίνω πολλά, ξέρω όμως ότι νιώθω όμορφα. Μεγαλώνει το μυαλό μου η ποίηση. Καταλαβαίνεις; Καθαρίζει τον εγκέφαλο μου από βρώμικες σκέψεις. Καταλαβαίνεις; Αγαλλιάζει η ψυχή μου. Καταλαβαίνεις; »
Ο Νίκος είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει πολλά. Κυριακή απόγευμα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Αναχώρηση για Πειραιά.
Δευτέρα πρωί στο γραφείο του. Την Παρασκευή είχε υπογράψει τις απολύσεις, σήμερα υπογράφει τη δική του παραίτηση. Μάζεψε τα πράγματα από το γραφείο του. Πήρε δύο κουτιά γλυκά από το κοντινό ζαχαροπλαστείο. Το ένα κέρασμα - αποχαιρετισμός στους συναδέλφους του. Το άλλο το πήγε στη μάνα του. Μοναχοπαίδι ο Νίκος, στο Πειραιά έμενε και εκείνη. Και όμως είχε να τη δει δύο μήνες. Πόσα σημαντικά πράγματα είχε αφήσει λόγω των ανειλημμένων υποχρεώσεων. Την αγκάλιασε δυνατά. Έκρυψε το δάκρυ του.
Δώδεκα χρόνια μετά. Παντρεμένος με δύο παιδιά πλέον, ο Νίκος είχε τώρα τη δική του δουλειά, ένα λογιστικό γραφείο. Λιγότερα λεφτά και περισσότερος χρόνος για ζωή. Αγάπησε και την Μαρία, τη γυναίκα του, και τους ποιητές.
Χρόνια το σχεδίαζαν, και φέτος - καλοκαίρι του 2013- θα γινόταν πραγματικότητα. Θα πήγαινε ξανά στη Μυτιλήνη. Το είχε προγραμματίσει ώστε η άφιξη του να συμπίπτει με το πανηγύρι του «Ταύρου». Θα συναντούσε άραγε ξανά το Γιώργη;
Προτίμησε να πάει μόνος του στο πανηγύρι. Η γυναίκα και τα παιδιά του έμειναν στο ξενοδοχείο στο Μόλυβο. Εκείνος τράβηξε κατευθείαν για τον Άγιο Χαράλαμπο. Τρόμαξε να τον γνωρίσει. Ο σεβάσμιος ηλικιωμένος με το μπαστούνι και τα κάτασπρα γένια ήταν ο Γιώργης. Ο χρόνος είχε περάσει από πάνω του με το χειρότερο τρόπο. Ο καημός του Γιώργη ήταν μεγάλος. Ο μονάκριβος γιος του εδώ και πολλά χρόνια είχε τραβήξει το δρόμο της ξενιτιάς. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Έφυγε από την Ελλάδα, ζούσε στην Αυστραλία. Η μοναξιά του Γιώργη έγινε καημός. Ο Νίκος ήθελε να τον ευχαριστήσει αλλά δεν πρόλαβε… το δάκρυ του Γιώργη τον είχε συγκλονίσει. Δεν βρήκε λόγια παρηγοριάς να του πει. Ζήτησε και έμαθε περισσότερες πληροφορίες για το γιο του μήπως και μπορεί να βοηθήσει, αν και οι εποχές είναι δύσκολες.
Σηκώθηκε και πήγε στο αυτοκίνητο του. Άνοιξε το tablet του, τσέκαρε μερικά αρχεία, έκανε δύο τηλεφωνήματα. «Όχι ρε γαμώτο! Όχι ! Γαμώ την υπογραφή μου!» ούρλιαζε ο Νίκος μέσα στο αυτοκίνητο. Απέλυσε πριν δώδεκα χρόνια το γιο του Γιώργη, του ανθρώπου που άλλαξε τη ζωή του. Έστειλε το γιο του στη ξενιτιά. Χτυπούσε το κεφάλι του στο τιμόνι.
Βγήκε από το αμάξι και έτρεξε στο Γιώργη. Γονάτισε μπροστά στο πόδια και του φίλησε το χέρι. «Συγχώρα με» του είπε με δάκρυα στα μάτια. «Εγώ σου πήρα το γιο, εγώ απέλυσα το γιο σου πριν δώδεκα χρόνια»
Το βλέμμα του Γιώργη ψυχρό χωρίς κανένα ίχνος έκπληξης. «Το ήξερα από την αρχή. Μιλούσες πολύ εκείνο το βράδυ. Ήξερα που δουλεύεις, ήξερα που δουλεύει ο γιος μου. Εσύ όμως δεν ήξερες. Έχασα το γιο μου στη ξενιτιά αλλά και ένας άνθρωπος βρήκε τον Άνθρωπο. Μεγαλύτερο είναι το κέρδος. Ψυχή βαθιά ρε! »
Του έδωσε το χέρι, «ποτέ μην γονατίζεις» του είπε ο Γιώργης. Σηκώθηκαν όρθιοι, αγκαλιάστηκαν.
Λίγες βδομάδες αργότερα ο γιος του Γιώργη θα επέστρεφε για πάντα στη Μυτιλήνη.
Ο Γιώργης δεν έμαθε ποτέ τις υπερπροσπάθειες του Νίκου για την επιστροφή του γιού του και την επαγγελματική του αποκατάσταση…
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net