Γράφει ο Αχιλλέας Πεκλάρης *
Ο Αντώνης είναι ένας Μυτιληνιός πλανόδιος μανάβης. Καμιά 60αριά χρονών, σωματώδης και φωνακλάς, όπως επιβάλλει το επάγγελμα. Πρώτη φορά τον είδα πέρυσι τον Οκτώβρη έξω από τη Μόρια να πουλάει φρούτα με το αγροτικό του.
Τσακωνόταν με έναν πρόσφυγα, φώναζαν κι οι δύο σε σπαστά αγγλικά, χειρονομούσαν, σπρωχνόντουσαν, ο Αντώνης έκανε πως πάει να του πετάξει ένα πορτοκάλι για να φύγει.
Πήγα αυθόρμητα να τους καλμάρω και να υπερασπιστώ τον πρόσφυγα, που προφανώς βρισκόταν σε πιο δύσκολη θέση (στα μισά κιλά του Αντώνη). Σκέφτηκα στιγμιαία ότι ο μανάβης είναι μάλλον ρατσιστής.
Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα γιατί εκείνη τη στιγμή ο νεαρός πρόσφυγας απομακρύνθηκε και η φάση τελείωσε εκεί.
- "Γειά σου ρε φίλε, πώς πάει; Πώς τα πας εδώ μ' αυτούς;" τον ρωτάω δήθεν αθώα με σκοπό να επιβεβαιώσω τον ρατσισμό του και να προσπαθήσω να τον αλλάξω με το καλό.
- "Καλά τα πάμε μωρέ, ταλαιπωρημένοι άνθρωποι είναι, οικογένειες, μωρέλια..." μου κάνει και συμπληρώνει: "Μέσα στους πολλούς είναι και κάποια λαμόγια σαν κι αυτόν, ήθελε να μου πάρει 3 κιλά μπανάνες για 1,5 ευρώ και όταν του 'πα οχι, άρχισε να φωνάζει".
- "Τους δίνεις καμιά φορά τζάμπα;" τον ρωτάω, έχοντας ήδη αντιληφθεί ότι ο καβγάς του με τον πρόσφυγα ήταν απλά ένα καβγαδάκι δυό λαϊκών ανθρώπων πάνω στο παζάρι για λαχανικά και δεν είχε καμία σχέση με ρατσιστικό επεισόδιο.
- "Δίνω μωρέ ό,τι μπορώ κι εγώ. Και άμα είναι και γονείς με παιδιά, κάνω δήθεν ότι τους παίρνω χρήματα, για να μην νιώσουν άσχημα μπροστά στα παιδιά, να μην καταλάβουν τίποτα...".
Κατάλαβα ότι μου λέει την αλήθεια, το 'δα στα καλοσυνάτα μάτια του. Του χαμογέλασα, του είπα ότι είμαι δημοσιογράφος και του πρότεινα να μας δώσει μια μικρή συνέντευξη για την Deutsche Welle. Συμφώνησε αμέσως.
Ήρθε μετά κι ο Lars, στήσαμε την κάμερα κι αρχίσαμε τις ερωτήσεις. Ο Αντώνης απαντούσε με ειλικρίνεια, μιλούσε ήρεμα, μας έλεγε πως με τα φρούτα που πουλάει εδώ έχει πάρει ανάσα η φαμίλια του, ότι λυπάται τα παιδάκια, ότι γενικά οι πρόσφυγες είναι ήσυχοι και φιλικοί.
"Πώς νιώθεις γι' αυτό που τους έχει συμβεί;" τον ρωτάω εγώ στο τέλος της συνέντευξης. "Ε, πώς να νιώθω μωρέ;...". Τον βλέπω να κολλάει για δευτερόλεπτα. Σκύβει το βλέμμα του, παίρνει βαθιά ανάσα. Το στήθος του τραντάζεται. Και ξεσπάει σε κλάματα, σαν μικρό παιδί, το πρόσωπό του γίνεται κατακόκκινο.
"ΠΩΣ ΝΑ ΝΙΩΘΩ; Κι εμένα η γιαγιά μου σε βάρκα ήρθε, από τη θάλασσα. Απ' τ' Αϊβαλί! Όλη η οικογένεια! Στο δρόμο μένανε κι αυτοί με τον πατέρα μου μωρό στην αγκαλιά της. ΤΙ ΠΩΣ ΝΙΩΘΩ; ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΠΩΣ ΝΙΩΘΩ;".
Κατεβάσαμε την κάμερα, εξήγησα αμέσως στον Λαρς τί είχε συμβεί. Με πήραν κι εμένα τα κλάματα, δεν άντεξα. Τον αγκάλιασα, αμέσως συνήλθε. Χαμογέλασε. Μας φόρτωσε τρεις σακούλες φρούτα, δεν δέχθηκε να μας πάρει λεφτά, τον ευχαριστήσαμε, τον χαιρετήσαμε και φύγαμε. Πιο κάτω δώσαμε τα φρούτα σε μια μάνα με τα παιδάκια της. Δικά τους ήταν, δεν μας ανήκαν.
Σήμερα συνάντησα ξανά τον Αντώνη έξω από τη Μόρια, ακριβώς ένα χρόνο μετά. Τον είδα αμέσως μες στον κόσμο να πουλάει φρούτα με το αγροτικό του. "Εσύ είσαι ρε;" μου φώναξε γελώντας από μακριά. "Σε είδα, αλλά λέω 'μα είναι αυτός;'".
Ναι, εγώ είμαι, Αντώνη.
Και σε θυμήθηκα κι εγώ αμέσως.
Μεταξύ μας, δεν υπήρχε περίπτωση να σε ξεχάσω ποτέ.
Ούτε εσένα, ούτε όλους αυτούς τους καλόκαρδους ανθρώπους που είχα την τύχη να γνωρίσω σ' αυτό το όμορφο νησί.