Μνήμη Νίκου Ψιλάκη
Του Παναγιώτη Σκορδά
Ο Νίκος Ψιλάκης, που «έφυγε» πριν λίγες μέρες από τη ζωή ( Ηράκλειο 1955 – 2024) υπήρξε ένας σπάνιος άνθρωπος, από αυτούς που μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Παθιασμένος ερευνητής με την κυριολεξία του όρου, όχι μόνο στη βιβλιοθήκη αλλά και στο πεδίο, κυρίως σ’ αυτό, πολυγραφότατος συγγραφέας βιβλίων αναφοράς (πολλά μαζί με την σύζυγό του Μαρία) αλλά και σεναρίων για δεκάδες ντοκιμαντέρ, καλλιτέχνης φωτογράφος με δεκάδες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ακαταπόνητος δημοσιογράφος με τεράστια αναγνώριση και αποδοχή και πολλά ακόμη.
Τον πρωτογνώρισα στο τέλος της δεκαετίας του 1990 μέσα από το βιβλίο του «Ο πολιτισμός της ελιάς. Το ελαιόλαδο. Ιστορία – Λαογραφία – Μυθολογία – Υγεία – Διατροφή». Εντυπωσιάστηκα. Τον πήρα τηλέφωνο. Μιλήσαμε αρκετά για την πορεία συγγραφής του βιβλίου, για την επίσκεψή του και την έρευνα στη Λέσβο, για χίλια ακόμη πράγματα. Μετά από δύο χρόνια μου έστειλε το καινούργιο του βιβλίο για το «Ψωμί των Ελλήνων», μια δουλειά που παραμένει αξεπέραστη μέχρι σήμερα. Δημοσίευσα ένα κριτικό σημείωμα στο περιοδικό «ΑΝΤΙ». Με πήρε τηλέφωνο για να με ευχαριστήσει. «Θα βρεθούμε στη Μυτιλήνη, γιατί κάνω μια έρευνα για τα “τζάτζαλα”, τα ρούχα που κρεμάνε σε δέντρα, κοντά σε ξωκλήσια» μου είπε. Τελικά ανταμώσαμε στο Ηράκλειο, σε ένα συνέδριο για τον λαϊκό πολιτισμό, στο οποίο είχα κληθεί να μιλήσω για το «Αναγνωστήριο της Αγιάσου». Ευρυμαθής, σεμνός, χιουμορίστας, γελαστός, ήρεμος, παθιασμένος για την Κρήτη και για τα θέματα που μελετούσε, φιλόξενος, ευγενικός. Συζητήσαμε αρκετά, ανταλλάξαμε ιδέες, με ξενάγησε στην πόλη και στην κρητική κουζίνα.
Από τότε κρατήσαμε στενή επικοινωνία, είχαμε και έναν ασφαλή σύνδεσμο, τον Μυτιληνιό φωτογράφο Δημήτρη Ταλιάνη, παρουσίαζε κάθε χρόνο με τα καλύτερα λόγια το «Λεσβιακό Ημερολόγιο. Γράμματα – Τέχνες – Πολιτισμός», που του έστελνα. Κάθε καινούργια δουλειά του ήταν μια αποκάλυψη. Ακόμα και η στροφή του τα τελευταία χρόνια στη λογοτεχνία, στο ιστορικό μυθιστόρημα, ήταν ένα καταστάλαγμα βαθιάς γνώσης και σφαιρικής μόρφωσης.
Μιλώντας πριν δυο μέρες με τον Δημήτρη Ταλιάνη για την «φυγή» αυτού του υπέροχου ανθρώπου και αξιοοθαύμαστου πνευματικού δημιουργού καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι υπήρξαμε πολύ τυχεροί που τον γνωρίσαμε και τον συναναστραφήκαμε.
Στη μνήμη του ξαναδημοσιεύω το κριτικό σημείωμα που δημοσίευσα στο «ΑΝΤΙ» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ. Βιβλία που σημάδεψαν τη μνήμη και τον χρόνο», Εκδόσεις Αιολίδα, Μυτιλήνη 2016.
Νίκος και Μαρία Ψιλάκη: Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης, Εκδόσεις «Καρμάνωρ», Ηράκλειο 2002, σελ. 560
«Μα το ψωμί που φάγαμε»,
όρκος με ιδιαίτερη βαρύτητα
Στη σελίδα 63 του παρόντος βιβλίου δημοσιεύεται μια φωτογραφία απ’ την Κρήτη της δεκαετίας του 1950, με το καταπληκτικό έθιμο του «σωρού». Ποιο είναι, όμως, αυτό το γνωστό παλαιότερα και τελείως ξεχασμένο σήμερα έθιμο; Στο κεφάλαιο «Ζείδωρος Άρουρα» και στην ενότητα «Τελετουργικά δρώμενα» διαβάζουμε: «Ένας παππούς με άσπρη γενειάδα και ρούχα κρητικά στέκεται στη μέση του αλωνιού έχοντας στραμμένο το πρόσωπο προς την ανατολή δίπλα σε ένα μεγάλο σωρό σίτου, «λαμί» τον λέγανε, στην κορφή του οποίου έχει μπήξει ένα ξύλινο φτυάρι ή -έστω- ένα θρινάκι. Μοιάζει με ιεροφάντη, έτσι καθώς έχει χαράξει κυκλοτερώς τον σωρό και έχει σχηματίσει καθέτως σταυρό.
Σκύβει με δέος, γονατίζει μπροστά στο σιτάρι, παίρνει μια χούφτα στα χέρια του, σταυροκοπιέται και το προσκυνά, έτσι όπως προσκυνά τον ίδιο τον Χριστό στο εικόνισμα της εκκλησιάς, και το ακουμπά στο μέτωπό του. Το κρατά σαν κεχριμπάρι πολύτιμο, το χαϊδεύει με τα δάκτυλα κι ύστερα το σκορπά πάνω στο σωρό, πετώντας το πάνω στο φτυάρι, προσκυνημένο και ιερό. Έτσι… σαν να έχει προσκυνήσει με το ίδιο δέος και την ίδια πίστη όλους τους κόκκους! Ξωπίσω του ολόκληρη η φαμίλια, με την ιεραρχική τάξη που επιβάλλει το άγραφο τυπικό. Γιαγιά, παιδιά, εγγόνια… Όλοι! Θα επαναλάβουν όλοι, μέσα σ’ ένα κλίμα απόλυτης σιωπής, την προσκύνηση του σίτου. Αν βρεθεί κάποιος ξένος εκεί κοντά, αν περνά κάποιος, πρέπει να σεβαστεί την τελετουργία. Σταματά ο περαστικός, αν φορεί καπέλο ή μαντήλι το βγάζει και αποκαλύπτεται μπροστά στο ιερό μυστήριο του σίτου. Περιμένει να τελειώσει η προσκύνηση κι ύστερα λέει: «Χίλια μουζούρια, ώρα καλή». Η ευχή προηγείται του χαιρετισμού. Κι ο καλύτερος κρητικός χαιρετισμός είναι αυτός: «ώρα καλή»! Η απάντηση που θα πάρει θα είναι ανάλογη: «Δυο χιλιάδες στ’ αρχοντικό σου! Καλώς όρισες!». Δεν ξεχνιέται αυτή η τελετή, δεν ξεχνιέται. Είναι μια εκχριστιανισμένη μορφή ενός αρχαιοτάτου εθίμου που το περιγράφει ο Θεόκριτος».
Ο Νίκος και η Μαρία Ψιλάκη παθιασμένοι εραστές του παραδοσιακού πολιτισμού όχι μόνο δεν ξεχνούν τα αλώνια, τις θημωνιές, τους χειρόμυλους, τα προζύμια, τους φούρνους, τα ταψιά, τα εφτάζυμα, αλλά φρόντισαν να τα καταγράψουν, να τα διασώσουν και να τα διαδώσουν μέσω του σπουδαίου βιβλίου τους: «Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης. Λαογραφική, γαστρονομική και ιστορική περιδιάβαση με βάση τα ζυμώματα της Κρήτης».
Οι δυο συγγραφείς είναι βέβαια γνωστοί εδώ και πολλά χρόνια για τις έρευνες, τις μελέτες, τη συγγραφική τους δράση και τα βιβλία αναφοράς για την Κρητική Διατροφή, τον Πολιτισμό της Ελιάς, τα Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, την Κρητική Μυθολογία και πολλά άλλα.
Όπως και οι προηγούμενες δουλειές τους, έτσι και αυτός ο χορταστικός και απολαυστικός τόμος εντυπωσιάζει για την πρωτοτυπία και την πληρότητά του. Στις 560 σελίδες ζωντανεύει ολόκληρος ο κόσμος του ψωμιού των Ελλήνων, του καθημερινού και του ιερού, αλλά και των γλυκισμάτων της χαράς, του γάμου, της γιορτής. Οι συγγραφείς πιάνουν το νήμα απ’ την εποχή του μύθου και το φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Από την Πότνια, τη Δέσποινα του σίτου, τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, ως το θαύμα των Πέντε άρτων, τα ψωμιά των αγίων, τα εορταστικά αρτίδια, το αντίδωρο, τα κόλλυβα και τα παξιμάδια. Ξεναγούν τον αναγνώστη σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και σε περιοχές στις οποίες μεγαλούργησε ο ελληνισμός: Πόντος, Μικρασία, Αλεξάνδρεια, και τον μυούν στον πολυσήμαντο κόσμο του ψωμιού, το οποίο «δεν αποτελεί μόνο βασικό είδος διατροφής, συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή, αλλά αποτελεί και πυρήνα μαγικοθρησκευτικών δοξασιών και λατρευτικών εκδηλώσεων από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι σήμερα», όπως επισημαίνει και ο λαογράφος, κ. Γεώργιος Αικατερινίδης.
Ο πλούτος του υλικού που δημοσιεύεται κυριολεκτικά καθηλώνει. Τεκμήρια αρχαιολογικά, ιστορικά, βιβλιογραφικά, φωτογραφικά. Ήθη και έθιμα, δοξασίες και αντιλήψεις και πολλές ακόμα πηγές του γραπτού και προφορικού λόγου. Οι συνδέσεις ανάμεσα στο απώτατο παρελθόν και το παρόν για τους συμβολισμούς των δημητριακών και του ψωμιού και τη σχέση τους με τη ζωή και το θάνατο είναι εντυπωσιακές και συγκινητικές. Με μεράκι, επιστημονική επάρκεια, ασίγαστο πάθος και αγάπη για την παράδοση της γενέτειράς τους και όλης της Ελλάδας έχουν συγκεντρώσει πολύτιμο και σπάνιο υλικό, σπουδαία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Το υλικό αυτό τόσο στο κείμενο, προσεγμένο σε κάθε του λεπτομέρεια και σωστά υπομνηματισμένο, όσο και στο εικαστικό του περιεχόμενο αποτελεί ανεκτίμητη πηγή λαογραφικών, ιστορικών, κοινωνιολογικών, πολιτισμικών πληροφοριών. Προϊόν πολύχρονης και πολύμοχθης προσπάθειας φωτίζει την ιστορία, τη λαϊκή τέχνη, την εθιμική και γενικότερα πολιτισμική παράδοση της χώρας μας, έναν μακραίωνο κοινοτικό βίο με στιγμές μεγάλης ανάτασης, που σε πολλές περιοχές επιμένει να κρατείται ζωντανή μέχρι σήμερα, ενώ σε κάποιες άλλες επιβιώνει μέσα από εκδηλώσεις , που ούτε καν υποψιαζόμαστε τις ρίζες τους.
Καθώς διάβαζα εντυπωσιασμένος το βιβλίο για το ψωμί, το πανανθρώπινο και ακατάλυτο αυτό σύμβολο, το θεμέλιο του σπιτιού, αλλά και για τα άλλα προϊόντα με τα οποία συνδέεται θυμήθηκα τη σχέση παραγωγής - χρήσης των αγαθών, όπως την παρουσιάζει ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής στο βιβλίο «Ελληνική Λαογραφία»: «Το πιο δραματικό γνώρισμα της εποχής μας είναι η αλλοτρίωση. Καθώς οι περίτεχνες μεθοδεύσεις της αγοράς φροντίζουν ώστε οι σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες του αστού να είναι ακόρεστες. Στις κοινωνίες αστικού τύπου έχει ανεπανόρθωτα διαταραχθεί η εναρμονισμένη -όπως θα έπρεπε να είναι- σχέση παραγωγής - κατανάλωσης. Όσο κι αν φαίνεται αλλόκοτο, ο καταναλωτής τώρα δεν προμηθεύεται για να ξεδιψάσει. Οι προμήθειές του περιέχουν κάτι αφροδισιακό, που τον αναγκάζουν να διψάει, να ποθεί ολοένα περισσότερο».
Νομίζω, ότι εκτός των άλλων το εξαιρετικό αυτό πόνημα αποτελεί και ένα ανάχωμα στην αλλοτρίωση, την οποία τόσο προφητικά είχε επισημάνει ο κ. Μερακλής, πριν είκοσι χρόνια.
( Περιοδικό ΑΝΤΙ, αριθμός τεύχους 833/31 Δεκεμβρίου 2004)