Skip to main content
|

«Το μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα" του καθηγητή Παύλου Παρασκευαΐδη

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
3'

Εκδόθηκε το βιβλίο του Μανταμαδιώτη καθηγητή Παύλου Παρασκευαΐδη «Το μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα".

Για κάθε λέξη σημειώνει την ετυμολογία της, τη σημασία της και για την καλύτερη κατανόησή της παραθέτει, όπου χρειάζεται, παραδείγματα χρήσης που αντλώ όχι μόνο από τα ακούσματά του και τη βιωματική του εμπειρία, αλλά και από λαογραφικά και λογοτεχνικά κείμενα, γραμμένα στην ντοπιολαλιά του χωριού μας.

Το Παράρτημα του βιβλίου του περιέχει:

1. Λαογραφικά (ήθη, έθιμα, παιχνίδια κ.ά.).

2. Τα βιογραφικά στοιχεία όλων αυτών που ασχολήθηκαν με τη λαογραφία και το γλωσσικό ιδίωμα του Μανταμάδου.

3. Λογοτεχνικά, σατιρικά, ηθογραφικά κείμενα γραμμένα στην ντοπιολαλιά του χωριού μας, που ξεχωρίζουν για τη δύναμη της περιγραφής, το χιούμορ και την εκφραστικότατη γλώσσα τους.

Στις 554 σελίδες του βιβλίου καθρεφτίζονται εικόνες από τη ζωή των κατοίκων του χωριού μου μιας περασμένης εποχής, οι αντιλήψεις τους, η ιστορία τους, ο πολιτισμός τους.

Έτσι το Λεξικό του Μανταμαδιώτικου γλωσσικού ιδιώματος, που προλογίζει και ο Αναπληρωτής Καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου κ. Γιώργος Κοτζόγλου, εκτός από γλωσσικό έχει και λαογραφικό περιεχόμενο. Εξάλλου οι ίδιες οι λέξεις από μόνες τους κεντρίζουν τη μνήμη των ανθρώπων και φέρνουν στην επιφάνεια παραδόσεις και καταστάσεις βαθιά καταχωνιασμένες στα έγκατα του νου τους που ξεθωριασμένες αναθυμούνται οι παλιοί και οι μεταγενέστεροι οφείλουν να μαθαίνουν.

Μια μικρή γεύση από το βιβλίο του:

σ’νεικάζου ρ. [< αρχ. συνεικάζω συγκρίνω δυο πράματα, μιμούμαι)] = κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, ακούω, προσέχω: Σα να σ’νείκασα πους σήμαν’ η καμπάνα. // Έφτου πο ’κανις να δώχ’ς τόσ’ παράδις σ’ έναν άθριπου που δε τουν ξέρ’ς καλά ε του σ’νεικάζου γω.

σ’νέρχουμι ρ. [< αρχ. συνέρχομαι] = συνέρχομαι, επανέρχομαι στην προηγούμενη υγιή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: Ας σκουθώ ν’ ανάψου φουτγιά να σνέρτ’ κουμάτ’ τσι του σπίτ’, να μη σκουθούν τα μουρά τ’ς τσι εν έχιν να ζισταθούν». (Μήτρους, ό.π., σ. 788). // Του πα να πιεί λίγου τσάγ’ πάτσι σνέρτ’. // «Άμα σνήρτι, εν είδι τίπουτα!

σνίκ’ κ. σνίτς (το) [αλβ. shinik] = δοχείο 6-7 οκάδων με το οποίο μέτραγαν το σιτάρι: (ευχή) Μι του σνίτσ’ να τα μιτράς (δηλ. τα φλουριά).

σ’νιφέρου κ. σ’νιφέρνου ρ. [< αρχ. συμφέρω είμαι χρήσιμος, ωφελώ) μεταπλ. με βάση τον αόρ. συνέφερα] = βοηθώ κάποιον να συνέλθει, να ανακτήσει τις αισθήσεις ή τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις του: Η μάνα τ’ προσπάθ’σι να τουν σ’νιφέρ’ μα δεν τα κατάφιρι.

σ’ννουφιά (η) [< συννεφιά < μτγν. συννεφία < συννέφεια < επίθ. σύννεφος] = συννεφιά.

σ’νόρ’ς (η) [< συνόριση < συνορίζομαι] = δυσαρέσκεια, πρόκληση οργής από την προσβλητική συμπεριφορά κάποιου, ιδίως παιδιού ή νεαρού ατόμου: «Συ είσι έδγις μαθ’μένους αμ’ τ’ βάρκα σας να μη κλείν’ς τ’ πόρτα, τσι δεν έχ’ς σνόρ’ς». (Απ. Καρανικόλα, ό.π., σ. 517). // Άγι τσι δεν έχ’ς σ’νόρ’ς.

σ’νουμίλ’κους (ο), σ’νουμίλ’τ’σα (η), σ’νουμίλ’κου (το) επίθ. [< ελνστ. συνομίληκος] = συνομίληκος, ο της ίδιας ηλικίας: «Σνουμίλ’τσις γω λέγου πους θαν είμιστι. Γιατί μαζί-μαζί παγαίναμι στ’ Μαριγώ ντ’ Χατζηγιώργινα ντ’ δασκάλ’σσα, μαζί αρρ’βουνιαστούκαμι, μο που παντρέφτσι μπρουστύτιρα». (Μήτρους, ό.π., σ. 1305).

σ’νουρίζουμι ρ. [< συνορίζομαι < συνερίζομαι] = ανταγωνίζομαι, συνερίζομαι, ενοχλούμαι από τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου, δίνω υπερβολική σημασία σε κάτι, θυμώνω με κάποιον, θεωρώντας προσβλητικά τα λόγια ή τα έργα του: «Όχι γιε μ’, γω φταίβγου, μο να πάγου να τ’ν έβρου να τ’ν καθουδγιέψου τσι μη τ’ σ’νουρ’στείς γιατί ’νι ανέβγαστ’». (Μήτρους, ό.π., σ. 877). // «Μπρουχού να κάν’ η Σάββας του ξινουδουχειό στου χουριό μας άμα ξέπιφτι κανένας ξένους, σ’νουρζόνταν ανταγωνίζονταν) ένας απ’ τουν άλλου ποιος να ντου προυτουπάρ μουσαφίρ’». (Δ. Ρ., ό.π., σ. 314).

σ’ντράνια (τα) [< ίσως συντρέχω βοηθώ, έρχομαι αρωγός, συνεργώ)] = «κουλάγια», εργαλεία: Πήρι τα σ’ντράνια τ’ τσι πήγι να μ’νουχίσ’ ένα ζ’γούρ’.

σουκακάς (ο), σουκακού κ. σουκατσού (η) [< σοκάκ(ι) -ας] = αυτός που τριγυρίζει στα σοκάκια, τεμπέλης.

σουκάτσ’ (το) [< τουρκ. sokak δρόμος, οδός)] = πολύ μικρός και στενός δρόμος, δρομάκι συνοικίας, σοκάκι: Μ’κροί τρέχαμι αξυπόλ’τ’ στα σουκάτσα τ’ χωριού μας. // «Γοι γ’ναίτσις πιτούν μέσ’ τα σουκάτσια ό,τ’ έχιν για πέταμα τσι τα κατιβάζ’ του λαγκάδ’ μες ντου πουταμό». (Μήτρους, ό.π., σ. 805). // Απ’ τ’ν άλλ’ μπάντα τ’ σουκατσού κάνταν τα παλ’κάργια. // Τραγ’δούσι, θ’μάμι, του Δημητράκ’ τ’ Μαχαίρα τσ’ αηδουνίζαν τα σουκάτσα τ’ χουργιού μας. // Φρ.: «τσακμά σουκάτς» [< τουρκ. ҫιkma sokak] = αδιέξοδο: Σι τσακμά σουκάτς ήνταν του σπίτ’ μας.

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις