Μ. Κοττάκης: Η ήττα της διαπλοκής
Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Η ήττα της διαπλοκής και η αγιοποίηση που έχει και τα όριά της
Τελικώς η ελληνική διαπλοκή νικήθηκε, νικάται για την ακρίβεια -η ήττα της είναι σε πλήρη εξέλιξη- από τρεις παράγοντες: από τον χρόνο, από την αλαζονεία της και από τους λανθασμένους υπολογισμούς της. Από τον χρόνο, διότι είναι πανδαμάτωρ και δεν κάνει εξαιρέσεις μεταξύ επωνύμων και ανωνύμων.
Από την αλαζονεία της, διότι θεωρούσε ότι το μοντέλο «δανεικά και αγύριστα», με το οποίο ανδρώθηκε, θα διαρκούσε εσαεί. Από τους λανθασμένους υπολογισμούς της, διότι πίστεψε (σε δύο φάσεις) ότι η κρίση δεν θα την άγγιζε, αρκεί να τα έβρισκε εγκαίρως με τους δανειστές και με τους επερχόμενους της Αριστεράς. Δεν της «βγήκε» ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Στήριξε με φανατισμό τα Μνημόνια με την εδραία πεποίθηση ότι θα εξαιρεθεί των συνεπειών τους. Το 2017, όμως, τη βρίσκει να διαμαρτύρεται στους δανειστές και να διοργανώνει «φιλολαϊκές δράσεις» κατά της φτώχειας. Στήριξε με φανατισμό τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και με τις «κλασικές» μεθόδους, ωστόσο το 2017 βρίσκει τον Σταύρο Ψυχάρη εκτός ΔΟΛ, τον Φώτη Μπόμπολα να πουλά το 20% των μετοχών του στον Πήγασο, τον Σωκράτη Κόκκαλη να απειλεί την κυβέρνηση με μεταφορά της έδρας του στο εξωτερικό και τη Γιάννα Αγγελοπούλου να έχει ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της (κάποιος την είχε ρωτήσει κάποτε:
«Είστε σίγουρη που ποντάρετε στον Αλέξη και στη Χίλαρι;»). Και βεβαίως η λίστα συμπληρώνεται από τους Χρήστο Λαμπράκη και Αριστείδη Αλαφούζο, οι οποίοι αποχαιρέτισαν τον μάταιο τούτο κόσμο. Στην πραγματικότητα, αγαπητοί αναγνώστες, οδηγούμαστε σε αλλαγή φρουράς. Μια ολόκληρη εποχή τελειώνει. Η Αριστερά -πρέπει να έχουμε το θάρρος να το λέμε αυτό- «έστυψε» σαν λεμονόκουπα αυτό που ορίζεται ως ηγετική αστική τάξη. Της έκανε πρώτα τα γλυκά μάτια στην πορεία της για την εξουσία, τη χρησιμοποίησε έως ότου καταφέρει να σταθεί και τώρα την πετά μεγαλοπρεπώς και θριαμβευτικώς στα σκουπίδια.
Και το καταφέρνει αυτό, διότι επέτυχε να της αφαιρέσει το οξυγόνο: τη διαπλοκή με τις τράπεζες και το κρατικό χρήμα. Θα με ρωτήσετε: «Επιχαίρεις γι’ αυτή την εξέλιξη; Οχι, δεν επιχαίρω. Κύριος οίδε ποια θα είναι η ποιότης της νέας φρουράς. Ωστόσο, αδυνατώ να συμμετέχω στην οιμωγή για τον ενταφιασμό του παλαιού. Δυσκολεύομαι να παρακολολουθήσω τις αγιογραφίες των ημερών. Η δουλειά αυτή μου έδωσε, δυστυχώς, το «προνόμιο» να συναστραφώ με ανθρώπους που ξέρουν άριστα τη νεότερη πολιτική Ιστορία της χώρας και καμιά φορά τη λένε ιδιωτικώς, ασχέτως αν επισήμως δεν πρόκειται να πουν τίποτε και θα τα πάρουν όλα μαζί τους.
Πείτε μου, λοιπόν, ειλικρινά: Για ποιον να κλάψουμε; Για εκείνον που προ τριετίας έλεγε σε επισκέπτη του γραφείου του ότι «στην καρέκλα που κάθεστε καθόταν ο δείνα πολιτικός, στον οποίο δώσαμε “κίνητρο” να ρίξει τον τάδε πρωθυπουργό»; Για εκείνον που μέχρι και το 2011 είχε βαρύνοντα λόγο σε θέματα λειτουργίας του πολιτεύματος και υποχρέωσε εκβιαστικά, μέσω των “λαγών” του, τα κόμματα να αποδεχθούν τη λύση Παπαδήμου για την πρωθυπουργία; Ή για εκείνον που έβαφε τις πρώτες σελίδες του κόκκινες για να του διαγραφούν τα δάνεια και, μόλις το παιχνίδι άλλαξε, βγήκε στο αντάρτικο; Για ποιον; Η αγιοποίηση έχει και τα όριά της.
Mανώλης Κοττάκης
Πηγή: εφημερίδα “Δημοκρατία”