Ετούτος ο άθρωπος, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει σε κανέναν κερατά τι είναι και τι δεν είναι
Αυτόν τον άθρωπο δεν τονε γνώρισα και λυπούμαι γι αυτό.
Πολύ θα ‘θελα να τονε γνωρίσω. Γιατί αθρώποι σαν κι αυτόν, σπανίζουνε σε τούτο το ντουνιά.
Αραιά και πού, εδιάβαζα κάποιες αράδες γι αυτόν, τον είχα δει και κανά δυό φορές στην τηλεόραση και κάθε φορά έλεγα από μέσα μου την ίδια κουβέντα «
μπράβο
του του μάγκα, τους γενετικούς αδένες του που οι γύρω του κοροϊδεύουν, αυτός τους έχει κάνει τεφτέρι και γράφει αβέρτα ονόματα και κοινωνίες».
Ετούτος ο άθρωπος, δεν έχει ανάγκη να αποδείξει σε κανέναν κερατά τι είναι και τι δεν είναι.
Ζει αυτό που πιστεύει πως είναι το μοιράσι του στη γη κι αφήνει όλους τους ποδέλοιπους να του πετούνε πέτρες και να χασκογελούνε.
Άθρωπο γεννημένο δεν επείραξε ποτές του, μα αθρώπους πολλούς έτρεχε να συντράμει σαν τους εθώριε ν’ αλέθονται ανάμεσα στις μυλόπετρες του πόνου, της ανάγκης, της προσφυγιάς και της απόγνωσης.
Άθρωπος του Θεού, πλάσμα του Θεού κι αυτός, δεν εμπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί πρώτοι επαλεύανε να τον ξεφτιλίσουνε οι συντοπίτες του που κάνουνε χαχαλιές τους σταυρούς κι έχουνε πετσιαστεί τα γόνατα τους από τα γονατίσματα ομπρός στα κονίσματα.
Όπως δεν εμπόρεσε ποτές του και να καταλάβει γιατί από τους πρώτους στο χορό των εξευτελισμών του, έπιαναν κοπέλια «καλών οικογενειών, μοσκαναθρεμένα και καλαναθρεμένα».
Πάνω από 60 χρόνους βαστά η επανάσταση του κόντρα στα κοινωνικά στερεότυπα, στους καθωσπρεπισμούς, στους δηθενισμούς και στα κυριλίκια που κουμαντάρουν μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας του νησιού του.
Πάνω από 60 χρόνους βαστά και η αντίσταση του στον ανηλεή πόλεμο που δέχεται.
Κι όλα αυτά γιατί;
Γιατί, λέει, αιστάνεται μια φυλακισμένη γυναίκα σε αντρικό σώμα.
Και γιατί παλεύει ν’ αποδράσει από το κάτεργο της.
Δεν άντεξε άλλο να πολεμά και ν’ αντιστέκεται.
Εφόρεσε ξανά στο λαιμό του τους κολιέδες της, εσήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε σε κάποιους που τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο, «για να γενεί καλά».
Πάνω από μήνα τώρα, έχουνε χαθεί τα χνάρια του.
Κανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν επόθανε, κανείς δεν ξέρει ίντ’ απογίνηκε.
Αλλά η ζωή στο νησί, μια χαρά συνεχίζεται, με μόνους να στεναχωρούνται εκείνους που δεν έχουνε πού να ξεράσουνε τη χολή τους.
Αλλά δεν απογοητεύονται κι όλας, όλο και κάποιον διαφορετικό απ’ αυτούς θα βρούνε για ν’ αποδείξουνε το «αντριλίκι τους».
Διότι, και μ’ αυτό τελειώνω, πιστεύω πως τέτοιοι αθρώποι, αισθάνονται βασανιστκή την ανάγκη να πείσουν τον εαυτό τους ότι είναι «σερνικά».
Άλλο το ότι ο εαυτός τους το αμφισβητεί.