Δεν υπάρχει άλλη «πατρίδα».
Γράφει η Τζώρτζια Ρασβίτσου *
Υπάρχουν, λοιπόν, πρόσφυγες που δεν φορούν σκούρα ρούχα και πορτοκαλί σωσίβια, είναι αυτοί οι διωγμένοι, οι τρομαγμένοι, οι φυγάδες ή εκείνοι που απλά εμπιστεύτηκαν το κύμα να τους χαράξει πορεία. Φτάνει μια στιγμή να τους κοιτάξεις στα μάτια, για να δεις ότι κουβαλούν μέσα τους μια «χαμένη πατρίδα». Κι είναι πολλοί …
Πρόσφυγες από ένα χαμένο όνειρο, μια επιθυμία ανεκπλήρωτη που εγκαταλείφτηκε και εκείνοι πέταξαν μακριά στη νέα πατρίδα του συμβιβασμού.
Πρόσφυγες απ’ τα ξυπόλητα ακρογιάλια μιας παιδικής ηλικίας, που ξεβράστηκαν σε κλειστά γραφεία, κλειδώθηκαν μέσα σε κοστούμια κι απελπισμένοι δένουν κάθε μέρα τον βρόχο μιας γραβάτας.
Πρόσφυγες από μεγάλους έρωτες, που άφησαν πίσω τους καιόμενες πόλεις ή πέταξαν απ’αυτές σαν τρομαγμένα πουλιά, κλειδωμένοι κι αυτοί σε μιαν ασφάλεια, κοιτάζοντας καχύποπτα.
Πρόσφυγες από μια πίστη που αποδείχτηκε φενάκη, συγκαταβατικά σήμερα να λένε πως οι καιροί άλλαξαν και να υποκρίνονται ότι κατανοούν ή συναινούν.
Κάποιοι απ’αυτούς έχτισαν τη ζωή τους γύρω από τα βιώματα της «χαμένης αυτής πατρίδας», και οι υπόλοιποι τους λένε γραφικούς, οι περισσότεροι όμως έφυγαν μακριά, αναζητώντας καινούριες.
Τις «χαμένες πατρίδες» όμως, όλοι τους, τις κουβαλούν μέσα τους, άλλοι σαν βάρος κι άλλοι σαν παρηγοριά - σαν αναστεναγμό ή σαν μελαγχολικό χαμόγελο (που χαράζει τα χείλη, περιέργως πως, πάντα προς τ’αριστερά), κι ελπίζοντας πως θ’ αποκτήσουν μια «καινούρια πατρίδα», ξεγελούν τους εαυτούς τους βλέποντας ποτάμια στην έρημό τους ή στεριές στα πελάγη τους. Κι όσο περνούν τα χρόνια για τους απάτριδες, ο νόστος μεγαλώνει.
Ακόμα κι αν η μνήμη τους χαθεί με τα χρόνια, γέροι κι άμυαλοι, για ένα μόνο μπορούν να μιλούν: για τη μοναδική τους πατρίδα, τη «χαμένη».
Τι να πει κανείς στους πρόσφυγες αυτούς, που ο ξεριζωμός τους είναι ισόβιος και τα σύνορα έκλεισαν για πάντα; Ούτε προσευχή, ούτε ελπίδα επιστροφής, ούτε σωτηρία… Ειρήνη ίσως…
* H Τζώρτζια Ρασβίτσου είναι συμβολαιογράφος και αρθρογραφεί στο Lesvosnews.net