Περί Ιδρυμάτων συζήτησις
γράφει η Σεβαστή Σκούφογλου
Εκατό χρόνια περίπου περάσανε από την Διακήρυξη των δικαιωμάτων των παιδιών στην Γενεύη το 1923. Στην πορεία του χρόνου και πριν το 1923 ,προέκυψαν ιστορικές περιστάσεις όπου η προστασία και η περίθαλψη του παιδιού έγκειτο άλλοτε στα « φιλανθρωπικά» αισθήματα της αστικής τάξης και κυρίως κυριών , άλλοτε υπήρξε αίτημα με στόχο την αναδιαμόρφωση και «εκκαθάριση» των πόλεων από τα χαμίνια και την παραβατική τους συμπεριφορά με σκοπό τον μετασχηματισμό τους σύμφωνα τα πρότυπα της εποχής. Ας μην παραλειφθεί πώς έπειτα τον Αγώνα της Ελλάδας πολλά παιδιά βρέθηκαν ορφανά στο έλεος του θεού. Ωστόσο συστηματικές προσπάθειες για ίδρυση οργανισμών περίθαλψης των παιδιών με το κράτος να συμμετέχει σε αυτά τα εγχειρήματα, παρατηρούνται αρχές του 20 ου αιώνα , με χαρακτηριστικά παραδείγματα εκείνο του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας , το οποίο υπήρξε πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης , ως συνέχεια της Ερανικής Επιτροπής, πρόνοια των βορείων επαρχιών της Ελλάδος και το Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας, υπό την βασίλισσα Όλγα το 1883. Η μεγάλη έκρηξη ίδρυσης τέτοιων φορέων έγινε μετά τον Β Παγκόσμιο.
‘Έκτοτε η ελληνική κοινωνία πήρε διάφορους μετασχηματισμούς έως και σήμερα όπου πλέον οι παιδαγωγικές μέθοδοι εκσυγχρονίστηκαν και θα λέγαμε πως η έννοια της παιδικής προστασίας και υποστήριξης νοηματοδοτείται σε άλλα πλαίσια, τοποθετώντας το ίδιο και τις ανάγκες του ως προτεραιότητα και θέσφατο δικαίωμα αφενός του παιδιού και υποχρέωση αφετέρου των ενηλίκων. Μπορεί το ιδρυματικό περιβάλλον να φαίνεται πως έχει εξυπηρετήσει τους λόγους επινόησης του, ωστόσο οι διεθνής έρευνες και τα πορίσματα των Ελλήνων επιστημόνων φέρνουν νέα στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν πως το ίδρυμα είναι μια επιπλέον κακοποίηση στα ήδη αυτά ταλαιπωρημένα παιδιά. Και εδώ είναι αναγκαίο να λεχθεί αυτό που ειπώθηκε και στην Ημερίδα για την αναδοχή, πως μόλις το 2022 βγήκε ΦΕΚ θέτοντας και οριοθετώντας κανονιστικά πλαίσια λειτουργίας των ιδρυμάτων. ( 22/5/2022, ΦΕΚ, 2302) Οπότε είναι ευνόητο πως όλα αυτά του τύπου τα ιδρύματα, δρούσαν κατά το δοκούν υιοθετώντας το καθένα τον δικό του παιδαγωγικό μοντέλο. Παράλληλα , η έλλειψη συγκεκριμένων κανονιστικών πλαισίων, πολλές φορές μεταφράστηκε σε έλλειψη του αναγκαίου επιστημονικού προσωπικού, συχνή εναλλαγή προσωπικού που παρείχαν με άμεσο τρόπο τις υπηρεσίες στα παιδιά , αλλά δεν μπορούσε να διασφαλιστεί η επίβλεψη , ο έλεγχος και η καταλληλόλητα εργαζομένων και εθελοντών. Για να μην γίνει αναφορά πως το παιδί το ίδιο δεν ενημερώνεται και δεν ερωτάται για τίποτα. Ακόμα , από τους κανόνες που ισχύουν για όλα τα παιδιά , πάμε στο γεγονός πως τα όλα τα παιδιά μοιράζονται τον ίδιο ρουχισμό, παιχνίδια και χώρους , χωρίς να υπάρχει η έννοια των προσωπικών αντικειμένων και του προσωπικού χώρου. Εν ολίγοις, άλλοι αποφασίζουν για το παιδί από τα ρούχα του μέχρι εάν το ίδιο είναι σύμφωνο να μεταφερθεί σε άλλη δομή .
Από τα παραπάνω εύλογα κανείς καταλαβαίνει , πως τα παιδιά στα ιδρύματα, τα οποία ξαναλέω είναι ήδη τραυματισμένα ψυχικά , ζουν άλλη μια μορφή κακοποίησης , χωρίς τελικά να σώζονται από εκείνη. Το περιβάλλον χαρακτηρίζεται από συνεχή αστάθεια , αφού οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί , εργάζονται με συμβάσεις οι οποίες ανανεώνονται, οπότε είναι συχνή εναλλαγή προσώπων κι έτσι το παιδί βιώνει την εγκατάλειψη και την «προδοσία» επανειλημμένα. Σαν αποτέλεσμα το παιδί δεν μαθαίνει μέσω μιας υγιούς επαφής την ανάπτυξη συναισθηματικών δεσμών , δεν νιώθει την ασφάλεια , την αγάπη, την αποδοχή και την διαχείριση του εαυτού του, αλλά τουναντίον ζει σε μια εξίσου επισφαλή κατάσταση, χωρίς να αποσβένονται οι φόβοι . Σε μια διαρκή ματαίωση , όπου δεν νιώθει ελεύθερα να ονειρεύεται και να θέτει στόχους, αφού κανένας δεν είναι εκεί να το ακούσει και να το παρακινήσει , διασφαλίζοντας ένα «σπιτικό» υποστηρικτικό για αυτό το παιδί. Κι εκεί έρχεται η πρόταση της αναδοχής, σαν μια πρόταση στον παρόν προβληματισμό.
Η αναδοχή ορίζεται ως η προσωρινή ανάληψη των γονικών καθηκόντων από ανάδοχους γονείς , χωρίς να μεταφράζεται σε πράξη υιοθεσίας. Στα πλαίσια αυτά οι ανάδοχοι γονείς λαμβάνουν βοήθεια, εκπαίδευση και την συμπαράσταση έγκριτου επιστημονικού προσωπικού, προκειμένου οι ανάδοχοι να φέρουν σε πέρας το έργο τους. Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω σε τεχνοκρατικά διαδικαστικά που αφορούν την αναδοχή αφού υπάρχουν αρμόδιοι φορείς που μπορούν να ενημερώσουν τον πολίτη σχετικά. Θα επιμείνω όμως στην ιδέα να διαμορφωθούν πλαίσια όπου η ευθύνη ανατροφής των παιδιών να μοιράζεται και να στηρίζεται πρακτικά από την ίδια την κοινωνία. Στην ημερίδα άκουσα και για σπίτια όπου μεγάλωναν μικρές ομάδες παιδιών ( 4-5), όπου οι ανάδοχοι έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν συναισθηματικούς δεσμούς με τα παιδιά και τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να νιώσουν την οικογενειακή θαλπωρή , να ξεπεράσουν τα βάσανα και να κλείσουν τις πληγές τους . Και οι ίδιοι οι ανάδοχοι έχουν την ευκαιρία να εστιάσουν στο παιδί/παιδιά, δίνοντας τους μια δεύτερη ευκαιρία. Μια δεύτερη ευκαιρία τα παιδιά να γνωρίσουν την ασφάλεια και την ουσία της οικογενείας. Μια δεύτερη ευκαιρία να μάθουν να αγαπούν τον εαυτό τους ουσιαστικά και την ίδια την ζωή, συγχωρώντας και κατανοώντας την δική τους θέση και την θέση των βιολογικών τους γονιών. Μια δεύτερη ευκαιρία να έχουν δικαίωμα στην ζωή. Και οι ίδιοι οι βιολογικοί γονείς τον χρόνο να ορθοποδήσουν αναλαμβάνοντας πάλι τα γονικά τους καθήκοντα, όπου κι όταν αυτό είναι εφικτό και θεμιτό, καθώς δεν είναι όλοι οι βιολογικοί γονείς εγκληματίες, αλλά ευπαθείς κοινωνικά ομάδες, που κι αυτοί με την σειρά τους χρειάζονται βοήθεια και υποστήριξη. Για αυτό βλέπω την αναδοχή ως μια υπέρτατη πράξη αλτρουισμού, αφού το ενδιαφέρον μετακινείται από το « εγώ» και την ικανοποίηση του ( η απόκτηση παιδιού) , αλλά στην ουσιαστική και πρακτική βοήθεια προς το ίδιο το παιδί.
Όχι οι ανάδοχοι γονείς δεν είναι πανάκεια, αν και το «γονείς» στην συγκεκριμένη έκφραση δέχθηκε κριτική, αλλά από όλα αυτά και από όλη αυτή την συζήτηση αυτό που εγώ προσωπικά κρατάω , είναι πως σαν ανθρωπότητα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την αναγκαιότητα στην ένωση και την αλληλοβοήθεια. Γίνεται όλο ένα και περισσότερο εμφανές πως ουσιαστικά όλοι μοιραζόμαστε την ίδια ουσία , παρά το γεγονός πως ποικίλουμε. Εξάλλου, αν δοκιμάσεις το νερό από 4 διαφορετικού χρώματος μπουκάλια, η ουσία παραμένει η ίδια, είναι νερό. Έτσι κι εμείς. Τείνουμε να δημιουργήσουμε κοινωνίες βασισμένες στην αλληλοβοήθεια του συνανθρώπου μας , δημιουργώντας δομές που στόχο και σκοπό την εξύψωση του ιδανικού της υπηρεσίας του ανθρώπου για τον άνθρωπο,
Και αυτό γιατί στο τέλος της ημέρας , στο κάθε άτομο ξεχωριστά αναγνωρίζουμε ένα κομμάτι του δικού μας εαυτού…