Η κουλούρα
Γράφει ο Μιχάλης Λημναίος
Βάστρια. Ένας τόπος, μία περιοχή στην ανατολική Λέσβο, που στο άκουσμά της και μόνο, διιστάμενες απόψεις έρχονται στο μυαλό του καθένα μας.
Εδώ κατασκευάζεται το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, για τους λογής λογής ταλαίπωρους πρόσφυγες, που συνεχίζουν να φτάνουν στο, ακόμα πιο ταλαίπωρο, νησί μας. Και είναι αυτοί, οι περισσότεροι νομίζω, που είναι αντίθετοι στην κατασκευή του στο συγκεκριμένο μέρος, με βασική αιτιολογία πως βρίσκεται μέσα σε δασική έκταση και ως εκ τούτου, σε επικίνδυνη, για εκδήλωση πυρκαγιάς, περιοχή.
Αλλά υπάρχουν και εκείνοι που συμφωνούν με την κατασκευή, με το σκεπτικό ότι είναι απαραίτητη, για τον καλύτερο έλεγχο των μεταναστών.
Προσωπικά θεωρώ ότι η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής ήταν λύση ανάγκης. Επειδή τύχαινε να παρακολουθώ από κοντά τις προσπάθειες για την ανεύρεση του, κατάλληλου για την ανέγερση της δομής, μέρους, μάθαινα για την κάθετη άρνηση των τοπικών αρχόντων να αποδεχτούν και να συνηγορήσουν στην διάθεση κάποιου καλύτερου και ασφαλέστερου μέρους που ζητιόταν από αρμόδια για τούτο επιτροπή, στα όρια της δικαιοδοσίας τους.
Ας είναι.
Το τοπωνύμιο τούτο έγινε γνωστό στον πολύ τον κόσμο τα τελευταία χρόνια, εκτός βέβαια από τους κατοίκους των γύρω περιοχών, όταν πρωτακούστηκε ότι επιλέχτηκε για την κατασκευή του Κ.Υ.Τ.
Έτυχε να ακούω τακτικά το όνομα της «Βάστριας» στα χρόνια γύρω στο 1970. Τα καλοκαίρια στο «εξοχικό» μας, της δουλειάς δηλαδή, στο «Καντρί», τακτικό επισκέπτη είχαμε τον Αντώνη Ταφύλια. Τσομπάνης στο επάγγελμά του, είχε το ντάμι του εκεί ψηλά στην «Ψαρομύτη», το βουνό που υψώνεται πάνω από τον κάμπο. Κι όσοι έτυχε να έχουν επισκεφτεί αυτό το όμορφο μέρος, την «Εδέμ του Μπέη», θάχουν παρατηρήσει στα μισά του δρόμου, και αριστερά ένα μικρό τσιμεντοσκέπαστο καλυβάκι, που ερειπώνει όσο περνούν τα χρόνια. Εδώ ήταν η καθησιά του μπάρμπα Αντώνη, χειμώνα καλοκαίρι, με ανάριες επισκέψεις στο χωριό για τα χρειαζούμενα.
Κι ως κατέβαζε το κοπάδι του για βοσκή το καλοκαίρι στον πλούσιο καμπίσιο βοσκότοπο, τον είχαμε κι εμείς στην παρέα μας.
Οι παρέες με μεγαλύτερους σε ηλικία, κατά κανόνα είναι εποικοδομητικές, αλλά και πλακατζήδικες. Εκτός από την μικρότερη ή μεγαλύτερη «σοφία», αποτέλεσμα της εμπειρίας της ζωής του καθένα, που δεν διαθέτουν οι μικρότεροι, έχουν να διηγηθούν και ιστορίες διάφορες, οι πιο πολλές εύθυμες.
Έτσι γινόταν και με τον μπάρμπα Αντώνη. Πολλές φορές στις διηγήσεις του ανέφερε τη λέξη Βάστρια. «Τότι πούμαστι ζ’ Βάστριγια…» και «Τότι πούμαστι ζ’ Βάστριγια…»… Ήταν εποχές του χρόνου, που μετέφεραν εκεί τα κοπάδια τους για βοσκή, αυτός με τον αδερφό του Γιώργο (ανύπαντροι τότε και οι δύο) και τον πατέρα τους Χαράλαμπο. Φαίνεται πως η περιοχή αυτή είχε μπόλικες βοσκές, κάτι αντίστοιχο και με την κοντινότερη περιοχή της «Φεράνας». Γιατί και στη Φεράνα μεταφέρονταν κοπάδια και από πολύ μακριά μάλιστα, για βοσκή. Θυμάμαι να περνούν από την Αγία Παρασκευή, βραδινές συνήθως ώρες, ατελείωτα σε αριθμό ζωντανών, κοπάδια με μαύρα πρόβατα, αυτά της λεσβιακής ράτσας, ερχόμενα από την περιοχή της Άγρας και να τραβάνε για τη Φεράνα, μια απόσταση κάπου σαράντα χιλιόμετρα…
Ένα σωρό ιστορίες λοιπόν για την ποιμενική ζωή τους στη Βάστρια.
Κι ανάμεσα σ’ αυτές μια ιστορία για την «κουλούρα». Ποια ήταν τώρα αυτή η κουλούρα; Που δεν είχε καμιά σχέση βέβαια με τις «κουλούρες της Λαμπρής» αυτά τα νοστιμότατα τσουρέκια, που έφτιαχναν οι μανάδες μας τη Μεγάλη Βδομάδα, μαζί με τις ντουζίνες τα κόκκινα και κίτρινα αυγά!
Ανέκαθεν, στα παλαιότερα χρόνια, συνήθεια των χωρικών της λεσβιακής υπαίθρου ήταν (και δεν γνωρίζω αν αυτό συνέβαινε και σε άλλα μέρη της χώρας) στην καθημερινή τους φορεσιά, της δουλειάς, να περιλαμβάνεται σαν μόνιμο εξάρτημα και η μαντήλα.
Ένα τετράγωνο κομμάτι ύφασμα, με διαστάσεις πλευράς ογδόντα με εκατό πόντους. Αγορασμένο από εμπορικά ή υφασμένο σε οικογενειακούς αργαλειούς. Σε χρωματισμούς του κίτρινου συνήθως και λιγότερο του μαύρου. Μερικές φορές με κρόσσια στην περιφέρεια ή και απλοϊκά κεντήματα στην επιφάνεια τους.
Μια άλλη ονομασία της μαντήλας στα μέρη μας είναι και «καμπανιά». Τρέχα γύρευε τώρα από πού να προέρχεται τούτη η ονομασία…
Κι έβλεπες τους αγρότες, τους λογής μεροκαματιάρηδες, τους ζευγολάτες και τους τσοπαναραίους με μια μαντήλα. Να την έχουν δεμένη δίκην ζωναριού στη μέση τους. Ή τυλιγμένη σαν ανατολίτικο σαρίκι στο κεφάλι τους. Εδώ η μαντήλα έπαιζε και τον ρόλο του να εμποδίζει τον ιδρώτα να τρέχει από το μέτωπο στα μάτια του εργαζόμενου, κάτι σαν το σημερινό περιμετώπιο των αθλητών. Επίσης φορεμένη έτσι που να καλύπτει ολόκληρο το τριχωτό του κεφαλιού, για προστασία από τον ήλιο. Και καμιά φορά να τυλίγουν ολόκληρο το κεφάλι τους, δεμένη σε κόμπο κάτω από το σαγόνι τους, όταν ήθελαν να προφυλαχτούν από τον άνεμο περισσότερο. Ή ακόμα και να περιορίσουν οποιεσδήποτε σκόνες, που αλλιώς θα γέμιζαν μαλλιά και αυτιά, ιδιαίτερα στη φάση του λυχνίσματος των γεννημάτων τους.
Αλλά δεν σταματούσαν εδώ οι χρήσεις της μαντήλας. Άμα παρουσιάζονταν ανάγκη, την ξετύλιγαν απ’ το κεφάλι ή την έλυναν από τη ζώνη και έδεναν στην άκρη τους ανά δύο τις γωνίες του υφάσματος. Τις δύο διαγώνιες μαζί ή τις δύο συνεχόμενες μαζί. Κι έτσι η μαντήλα γινόταν ένας ωραιότατος μπόγος . Και μάλιστα με κάμποση χωρητικότητα.
Για να βάλουν μέσα πρόχειρα και να μεταφέρουν (επειδή άλλο τρόπο δεν είχαν κείνη την ώρα) οτιδήποτε. Είτε από αυτά που τους πρόσφεραν γείτονες νοικοκυραίοι είτε από άλλα που έκλεβαν ή τέλος, ό,τι θα μπορούσαν να περισυλλέξουν από τη μάνα γη. Και τέτοια αγαθά ήταν φρούτα και λαχανικά τα καλοκαίρια και το γκιούζι (αχλάδια και ειρίκια και μπαχτσαβανικά διάφορα), αλλά και τίποτα μανιτάρια και σαλιγκάρια και βρώσιμα χόρτα τους χειμώνες και τα μπαχάρια. Είτε, ακόμα, να μεταφέρουν από το φούρνο του γειτονικού χωριού, ίσαμε τη τσαντήρα τους, απάξες και παξιμάδια για τη διατροφή τους.
Για την μεταφορά, την κρατούσαν κρεμασμένη στο ένα χέρι, ή την περνούσαν στον ώμο, ή την είχαν κρεμασμένη στο ποιμενικό ραβδί τους που ακουμπούσε στον ώμο.
Με μια τέτοια μαντήλα, τυλιγμένη στο κεφάλι, κυκλοφορούσαν συνήθως τα αδέρφια Αντώνης και Γιώργος Ταφύλιας. Κι είχαν γείτονες στα βοσκοτόπια της Βάστριας, δύο πρόσφυγες Σμυρνιούς. Γέννημα θρέμμα της κοσμοπολίτισσας Σμύρνης και οι δυο τους, μπορεί να κατέληξαν ψευτοκτηνοτρόφοι σ’ αυτούς τους τόπους για τον επιούσιο, αλλά δεν γνώριζαν και πολλά από τις συνήθειες των ντόπιων. Βλέποντας λοιπόν τους αγιαπαρασκευώτες φίλους μας να κυκλοφορούν με τις μαντήλες στο κεφάλι και να τις χρησιμοποιούν με πρακτικό τρόπο, όπως αναφέραμε παραπάνω, τους άκουσε ο μπάρμπα Αντώνης να λέει ο ένας στον άλλο: «Ρε σύ Κυριακέ, τη βλέπεις αυτή την «κουλούρα», κάνει καλή δουλειά άμα χρειαστεί! Να πάρουμε και μεις μια». «Δίκιο έχεις Στέλιο, αδερφέ μ’. Μεθαύριο που θα κατεβούμε στη Χώρα να δώκουμε αυτές τις μυτζήθρες, να ρωτήξουμε στα μαγαζιά…».
Κι από τότε έμεινε στο λεξιλόγιο του Αντώνη η περίφημη κουλούρα!
Μιας λοιπόν κι έγινε λόγος για τον Αντώνη και τον Γιώργο, να κλείσουμε με το παρακάτω, λιγάκι θλιβερό, περιστατικό.
Με το που αρχίζει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, τα δύο αδέρφια μαζί με τον τρίτο αδερφό τους Μιλτιάδη, επιστρατεύονται και στέλνονται στο μέτωπο. Παράλληλα επιστρατεύεται και το μουλάρι της οικογένειας, όπως γινόταν σε όλη την Ελλάδα εξάλλου. Γιατί και τα κτήνη ήταν το ίδιο απαραίτητα στα θέατρα του πολέμου, που διαδραματίζονταν σε ορεινές περιοχές.
Οπότε έμεινε στο χωριό, μοναχός ο πατέρας Χαράλαμπος. Με μια φοράδα. Ώσπου ήρθε σε λίγο καιρό κι άλλη διαταγή για την επιστράτευση και αυτής. Και παρά τα παρακάλια του γέροντα: «Ρε πιδιά, σντου πόλεμου έστ’λα τρεις γιοί τσι του μλάρ, αφήστι τ’ φουράδα τουλάχιστουν, να μπουρώ να κάνου κουμάτ ντη δ’λειά μ’», η φοράδα τράβηξε κι αυτή το δρόμο για το μέτωπο…