Χειμωνιάτικες Θύμησες
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ
γράφει ο Μιχάλης Στ. Λημναίος
(Το γραφτό τούτο, επίκαιρο των ημερών που περνάμε, περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΚΙ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ», στην ενότητα «ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ».
Χειμωνιάτικες θύμησες λοιπόν. Και λέγοντας χειμωνιάτικες, να περιορίσουμε τις αναμνήσεις μας στην περίοδο από τις μέρες των Χριστουγέννων, ίσαμε αυτές των Φώτων, στα μαθητικά μας χρόνια αλλά και λίγο πιο ύστερα.
Και αρχίζουμε με τα Χριστούγεννα του '62. Στην τελευταία μέρα πριν από τις διακοπές των μαθημάτων.
Μεγάλη γιορτή στο σχολειό.
Στην αίθουσα τελετών πάνω στην εξέδρα, το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένα τεράστιο κλαδί από πεύκο. Βλέπεις, ακόμα τότε, η κοπή ενός κλαδιού για το έθιμο ήταν ελεύθερη...
Γεμάτο στολίδια και πολύχρωμα κουτιά, να κρέμονται από τα κλαδιά του.
Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ποιήματα των ημερών, ομιλίες και χαρά για όλους.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερη χαρά για τα παιδιά της πρώτης, που όλα ανεξαιρέτως έπαιρναν το δώρο τους από το φορτωμένο δέντρο.
Αφού πρώτα όλα μαζί τραγουδούσαν το σχετικό τραγουδάκι. Αυτό που δεν ξεχνάμε όλοι μας:
"Σαν τη νύφη στολισμένο
φουντωτό καμαρωτό,
νά το δέντρο φορτωμένο
στο σαλόνι τ' ανοιχτό!
Πώς μ' αρέσει πώς μ' αρέσει
τί μεγάλη ομορφιά,
για να δω τί θα μου πέσει
απ' τα πλούσια κλαδιά!
Δείτε εκεί μικρά μεγάλα
τόπια, κούκλες και κουτιά,
άλλα ξέσκεπα και άλλα
τυλιγμένα στα χαρτιά!"
Και δεν σταματούσε εδώ η γιορτή. Ο σύλλογος των δασκάλων είχε μεριμνήσει να προσφέρει ένα ακόμη δώρο, ποιο χρηστικό αυτή την φορά, στα παιδιά των άπορων οικογενειών. Και μόνο σ' αυτά. Που εγώ, αυτό δεν μπορούσα να το κατανοήσω, κι επειδή εξαιρέθηκα, μαζί με πολλά άλλα παιδιά βέβαια, δεν είχαν σταματημό τα κλάματά μου... Δίκαια ή άδικα ήμουν απέξω, δεν έχει σημασία. Το γεγονός ήταν ότι έσκασα στο κλάμα όλο το απόγευμα, σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκε ο πατέρας μου να αγοράσει ένα κομμάτι ύφασμα, για ένα παντελονάκι στην μοδίστρα, που το πήγε στον δάσκαλο και μου τόδωσε την άλλη μέρα, δήθεν ότι ξεχάστηκε. Κι έτσι ηρέμησα...
Μία από τις τελευταίες ημέρες, προτού να σταματήσουν τα μαθήματα για τα Χριστούγεννα, όλο το σχολείο, σε πομπή, τραβούσε για την εκκλησία για την επιβαλλόμενη και υποχρεωτική μετάληψη. Αφού βέβαια έπρεπε να προηγηθεί η απαραίτητη νηστεία την προηγούμενη. Ευκαιρία όμως: Εν όψει της θείας κοινωνίας της επόμενης, τρέχαμε να φιλήσουμε το χέρι των παππούδων, γιαγιάδων μας ακόμα και θείων, όσοι βέβαια από αυτούς έμεναν στην γειτονιά. Και το έθιμο ήθελε, ύστερα από το χειροφίλημα, να μας «αποχερίζουν»(1*) με μετρητά, ότι έπρεπε για τις άδειες τσέπες μας, και μάλιστα σε μέρες γιορτινές…
Έρχονται λοιπόν οι πρώτες χριστουγεννιάτικες διακοπές. Είμαστε μικροί ακόμα βέβαια, για να βοηθάμε στις ελιές, οπότε όλες τις μέρες, σχόλες και καθημερινές, στο σπίτι.
Άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο εδώ. Με ένα κλαδί πεύκο κι ένα κλαδί ελιά, γεμάτο με μαύρες, γινωμένες ελιές. Με τούφες άσπρο μπαμπάκι στα κλαδιά του, δίκην χιονιού, και κάμποσα κρεμασμένα στολίδια, τα ίδια λίγο πολύ κάθε χρόνο, με παλιές ευχετήριες κάρτες των ημερών, με πολύχρωμα μπαλόνια (φούσκες τα λέγαμε), με βαμμένες με «ασημένια» μπογιά κουκουνάρες («γκουγκτζέλις»(2*)), κλπ.
Και κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά πρωί, να τρέχουμε, εγώ κι μικρότερος αδερφός μου, Παναγιώτης, να δούμε τι μας έφερε η «Αξτούγιννα»(3*) και ο Άγιος Βασίλης σαν δώρα, που τις πιο πολλές φορές ήταν φαγώσιμα, τίποτα ζαχαρωτά, καμιά σοκολάτα και τέτοια. Α, και μερικές πολύχρωμες «φούσκες», που δεν είχαν και μεγάλη διάρκεια ζωής…
Και τα γλυκίσματα των ημερών (τουλάχιστον αυτά του δικού μου σπιτιού):
Δίπλα στους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα (τα «φ'νίτσα»(4*) στην ντοπιολαλιά μας), και η ταπεινή «πλατσέντα», που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ δημοφιλής στη Λέσβο και διατίθεται από τα ζαχαροπλαστεία του νησιού και τα πρατήρια των συνεταιρισμών των γυναικών. Φτιαχνόταν σε ποσότητες (ολόκληρα ταψιά) στα σπίτια, για να καλύψει τις απαιτήσεις των γιορτινών ημερών αλλά, και αργότερα, τα απλά μεσημεριανά γεύματα της ελαιοσυλλογής. Κι ένα ταψί με το «καλό γλυκό» των ημερών, τον σιμιγδαλοχαλβά, που σερβιριζόταν με φειδώ...
Σε άλλα σπίτια (όπως της γυναίκας μου) το «καλό γλυκό» ήταν ένα ταψί «μπακλαβού»!
Όσο για τα φαγητά της γιορτινής περιόδου:
Εκτός από τα καθημερινά, όλης της χειμερινής περιόδου, κυριαρχούσε το χοιρινό. Συνήθως από το γουρούνι που έθρεφε η οικογένεια. Γι αυτές βέβαια, που είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Το ετήσιο σφάγιο λοιπόν θυσιαζόταν μια δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Κι αυτό γινόταν ή στις αυλές των σπιτιών ή στους χώρους της ενδιαίτησης του ζώου κι ήθελε «χέρια» για να τελειώσει, δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση... Πρώτα έπρεπε να ακινητοποιηθεί το γουρούνι, να αναλάβει ο πλέον ψύχραιμος να επιφέρει το καίριο χτύπημα, με το ειδικό, σαν στιλέτο, μαχαίρι, για να αντιλαλήσει η γειτονιά από το τσίριγμα του σφάγιου... Ύστερα γινόταν πιο εύκολη η ολοκλήρωση της σφαγής, μιας και το άτυχο ζώο ουσιαστικά έχανε τις δυνάμεις του…
Ακολουθούσε το καθάρισμα του δέρματος, με αποτρίχωση του, με τη χρήση καυτού νερού. Ενώ συγχρόνως έπεφτε και κάποιο κοψίδι στα κάρβουνα της φωτιάς, όπου έβραζε το νερό. Κομμάτια «παντσέτες» δηλαδή, ή όπως τις λέγαν στο χωριό «απουσυρτή». Ότι έπρεπε με κόκκινο κρασάκι, που λίγο απ' αυτό δοκίμαζαν και τα παιδιά.
Το σφαγμένο και καθαρισμένο γουρούνι, απαλλαγμένο από τα εντόσθιά του, έμενε κρεμασμένο όλη τη νύχτα στο ειδικό ξύλο, το «γουρουνόξυλο»(5*), για να απαλλαγεί από τα υγρά του.
Σειρά είχε μετά, το τεμάχισμα, η αφαίρεση του επιφανειακού στρώματος λίπους και η διαλογή των διαφόρων ειδών κρεάτων. Για φαγητό κατσαρόλας, για ψήσιμο στα κάρβουνα, για την παρασκευή λουκάνικων, κλπ. Το εξωτερικό λίπος, με το όνομα «χοιρινό-χοιρ’νό» και πιο γνωστό σαν λαρδί, παστωνόταν με μπόλικο χοντρό αλάτι, κι ύστερα από τα Φώτα ήταν έτοιμο για κατανάλωση. Νοστιμότατο συνοδευτικό άλλων φαγητών, ψητό στα κάρβουνα ή σκέτο. Ακόμα και τώρα, όσο περίεργο και να ακούγεται, παίρνω ένα - δυο κομμάτια από τον χασάπη, τέτοιες μέρες, έτσι για να θυμηθώ την ανεπανάληπτη γεύση του… Όσο από το κρέας του γουρουνιού θεωρούσε η οικογένεια πως θα περίσσευε, ύστερα από τη γιορτινή κατανάλωση, γινόταν «καβρουμάς». Τσιγαριζόταν δηλαδή σε κατσαρόλα μικρά κομμάτια, μαζί με τα κόκκαλα τους, και τοποθετούνταν σε πήλινα δοχεία, τις «καλίτσες». Εδώ το λιωμένο από το τσιγάρισμα λίπος, περίβαλε τα κομμάτια του κρέατος, κι έτσι διατηρούνταν πολλούς μήνες αργότερα, για κατανάλωση από την οικογένεια.
Εδώ να προσθέσουμε κι ένα στοιχείο, σχετικό με τις δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν στις σκέψεις και πρακτικές των παλαιότερων ανθρώπων και αφορούσε το σφάγιο του χριστουγεννιάτικου χοίρου: Έκοβαν τη μύτη του γουρουνιού και την κάρφωναν πίσω από την ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού. Ο σκοπός ήταν να προφυλάσσει το σπίτι από τα κακά «μάτια» και πνεύματα…
Ανήμερα των Χριστουγέννων, στο σπιτικό τραπέζι υπήρχαν οι «αματιές», που ήταν κομμάτια από το παχύ έντερο του γουρουνιού, γεμιστά με ρύζι, μυρωδικά διάφορα και, οπωσδήποτε, ξύσμα πορτοκαλιού. Κάτι κομμάτια, σαν χοντρά λουκάνικα, που έβραζαν στην κατσαρόλα, νοστιμότατα. Και βέβαια το κυρίως πιάτο, το «σελινάτο». Χοιρινό κρέας με σέλινο.
Όσο για την Πρωτοχρονιά, το βασικό έδεσμα, έξω από άλλα κρεατικά, ήταν οι λαχανοντολμάδες.
Στο βραδινό τραπέζι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συνήθιζε ο πατέρας μου να καλεί, κάποιον μοναχικό, χωρίς οικογένεια γέροντα, από την αγορά, να φάει μαζί μας. Που αποχωρούσε ύστερα από την κοπή της Βασιλόπιττας, με ότι φαγώσιμο μπορούσε να πάρει μαζί του. Αυτό, κάτι σαν οικογενειακό έθιμο, για το καλό του νέου χρόνου.
Κι αν το χοιρινό κρέας, στα χωριά μας αυτές τις μέρες, είχε την τιμητική του, όπως έμαθα εκ των υστέρων, αυτό δεν υπήρχε διαθέσιμο στα κρεοπωλεία στα αστικά κέντρα, όπως η πρωτεύουσα του νησιού Μυτιλήνη. Το ίδιο συνέβαινε και με τα κοτόπουλα. Και φαίνεται κάπως λογικό αυτό, τότε δεν υπήρχαν στο νησί μονάδες εκτροφής χοίρων ή και κοτόπουλων. Οπότε τα χοιρινά και τα κοτόπουλα, καταναλώνονταν αποκλειστικά από τα σπίτια που τα εξέτρεφαν στα χωριά. Προφανώς, λόγω έλλειψης και των φορτηγών ψυγείων, δεν μεταφέρονταν από την Αθήνα στο νησί.
Να μην ξεχάσουμε βέβαια, κι ένα άλλο, που έδινε το γουρούνι στα πιτσιρίκια, ή τουλάχιστον σ’ αυτά που δεν είχαν τα περιθώρια να αγοράσουν τα γνωστά πολύχρωμα μπαλόνια των ημερών αυτών. Γιατί υπήρχαν και τέτοια δυστυχώς. Οπότε έπαιρναν την ουροδόχο κύστη του χοίρου, την «φούσκα», τη ζητούσαν παρακαλετά από τον ιδιοκτήτη του σφαγμένου, που τη φούσκωναν τρέχοντας στους δρόμους…
Εκτός από τα χοιρινά, άλλο σφάγιο για τις μέρες των χειμωνιάτικων γιορτών ήταν το αρνί, ο λεγόμενος «μπισλιμές». Από όψιμη περσινή γέννα, συνήθως των πρώτων μηνών της χρονιάς, θρεφτάρι όλους τους υπόλοιπους μήνες, προσέφερε κι αυτό μπόλικο κρέας για την οικογένεια.
Θυσιαζόταν και τούτο τις παραμονές των Χριστουγέννων και τις επόμενες μέρες άκουγες στους δρόμους την φωνή των περιστασιακών εμπόρων: «Προβιές αγοράααααζωω!»… Αγόραζαν από τα σπίτια τα ακατέργαστα δέρματα των αρνιών για να τα μεταπουλήσουν σε βυρσοδεψεία και να οικονομήσουν πέντε δραχμές.
Στο Γυμνάσιο τώρα, στις τρεις πρώτες τάξεις: Με πρωτοβουλία του Γυμνασιάρχη μας Δ. Βασιλείου και με επικεφαλής αυτόν, όλοι σχεδόν οι μαθητές και των τριών τάξεων, γύρω στα εβδομήντα με ογδόντα άτομα, ξεκινούσαμε την παραμονή των Χριστουγέννων, στις δώδεκα το βράδυ, γυρνώντας τα σοκάκια του χωριού, για το «Ξύπνημα». Τραγουδούσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, «Χιόνια στο καμπαναριό», «Τρίγωνα κάλαντα», «Ω έλατο», «Ο μικρός τυμπανιστής», κλπ. Με σκοπό να ξυπνήσουν οι κυράδες για την εκκλησία. Την επόμενη το πρωί, μετά τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, μικρές ομάδες, γυρνούσαμε στους μαχαλάδες για την είσπραξη των κόπων μας, σε μετρητά. Μόνο που δεν θυμάμαι πού πήγαιναν τα χρήματα που μαζεύαμε…
Δεν θα ξεχάσουμε να αναφέρουμε βέβαια και τα πατροπαράδοτα κάλαντα, χριστουγεννιάτικα και αγιοβασιλιάτικα, που ψάλλονται παντού στην Ελλάδα από ολιγομελείς ομάδες παιδιών του Δημοτικού, βασικά.
Με ένα καλαθάκι στο χέρι, για τα φαγώσιμα (γλυκά των ημερών, φρούτα εποχής, κλπ), κι ένα κουτί με τη σχισμή, για τα ψιλά, τσίγκινο συνήθως για να κάνουν θόρυβο τα κέρματα μέσα του, δεν αφήναμε σπίτι παραπονεμένο. Αλλά και στα καφενεία, αν είχαμε την τύχη να είμαστε από τις παρέες που τους ανοίγαμε την πόρτα από τους πρώτους, φεύγαμε με κάμποσα ψιλά! Για να τα μοιραστούμε όλα, φαγώσιμα και ψιλά στο τέλος…
Μόνο που στα δικά μας τα χρόνια, τα κάλαντα και τις δύο αυτές χρονιάρες μέρες τα λέγαμε ανήμερα και όχι την παραμονή, όπως συνήθως γίνεται τώρα.
Είχαμε βέβαια κι εμείς το πανελλαδικό έθιμο με το «ποδαρικό», το πρωί της Πρωτοχρονιάς.
Είχε κανονίσει η μάνα μου τις προηγούμενες μέρες, να φέρει στο σπίτι, από το χωράφι με τις ελιές, μια πέτρα «μαλλιαρή», μια πέτρα δηλαδή με φυτρωμένα πάνω της πράσινα βρύα.
Την τοποθετούσε στην κάμαρη, κάτω από το εικονοστάσι και δίπλα σ' αυτήν, μερικά από τα εργαλεία του πατέρα μου, «τσαγκαρουσούβλια» τα έλεγαν.
Και σαν ξυπνούσαμε όλοι, μεγάλοι και παιδιά, προτού να φύγουμε για την εκκλησιά, έπαιρνε ο αρχηγός του σπιτιού το φυλαγμένο γι' αυτή την ώρα, το ρόδι, και με το αριστερό χέρι (σαν αριστερόχειρας που ήταν) το έριχνε πάνω στην πέτρα να σπάσει, λέγοντας τούτα τα λόγια:
«Καλημέρα, τσι τ' Αγιού Βασίλ', πάντα γειά τσι καλουσύν'!
Σα πούνι γιμάτου του ρόδ', νάνι γιμάτου του σπίτ' μας!
Σά που βαρεί η πέτρα, να βαρεί η κισέ μας!
Άϊντι τσι τ' χρόν' "!
Φιλούσαμε οι μικροί τα χέρια των μεγάλων κι ετοιμαζόμαστε για την εκκλησία.
Και φθάνουμε στα Φώτα.
Την παραμονή, ο μικρός αγιασμός στην εκκλησία. Αυτός γινόταν για να αγιαστούν τα χωράφια της οικογένειας και τα οικόσιτα ζώα.
Ανήμερα των Φώτων, εμείς τα παιδιά, εκτός από την πρωινή εκκλησία με τον αγιασμό, το απόγευμα συμμετείχαμε στο τοπικό έθιμο, με την περιφορά – λιτανεία της Αγίας Κάρας του Αγίου Ιγνατίου. Ο εκάστοτε Ηγούμενος του μοναστηριού του Λειμώνα, από χρόνους πολλούς πρωτύτερα, μετέφερε κάθε τέτοια μέρα, το Άγιο λείψανο, από την μόνιμη κατοικία του στο μοναστήρι, στην Αγία Παρασκευή, στο σπίτι του αείμνηστου Αποστόλου Χριστοφίδη.
Από εδώ, σε παράταξη λιτανείας, μαθητές, και πλήθος, συνόδευαν την Αγία Κάρα στην εκκλησία για τον εσπερινό και την παράκληση. Η οποία έμενε στο χωριό για λίγες μέρες και μεταφερόταν στα σπίτια για κάποιο τρισάγιο.
Μερικές όμως παρέες από ενήλικες, από τα μεσάνυχτα της προηγούμενης και ξημερώνοντας της μεγάλης γιορτής, γυρνούσαν στις γειτονιές και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων, ένα έθιμο πολλών δεκαετιών πριν, με αυτοσχέδιους στίχους, πού κολάκευαν τις χάρες του κάθε σπιτιού, και άρχιζαν με το τετράστιχο: «Σήκω κυρά να στολιστείς, να πας ταχιά στα φώτα, που θα βαφτίζουν το Χριστό κι είναι μεγάλη δόξα». Τ' «αποχερίσματα» που μάζευαν την επομένη το πρωί, σε προϊόντα της οικιακής τυροκομίας και αλλαντοποιίας, μαζί με χρήματα και κρασί, τα κατανάλωναν τα βράδια στους καφενέδες.
Τα τελευταία χρόνια το εν λόγω έθιμο εκτελείται από μέλη του λαογραφικού συλλόγου, όπου είχα την τύχη να συμμετάσχω μερικές φορές.
Κι όσον αφορά τα φαγητά των Φώτων, κι εδώ κυριαρχούσε το χοιρινό. Όμως, όπως είπαμε παραπάνω, από τώρα άρχιζε η κατανάλωση του χοιρινού λίπους, που ήταν έτοιμο, ύστερα από το πάστωμα των παραμονών των Χριστουγέννων, αλλά και των λουκάνικων, που όλες αυτές τις μέρες «ψηνόταν» στον αέρα, κρεμασμένα στις «σάγιες», τις σκεπασμένες αυλές δηλαδή, μακριά από τις γάτες που τα οσμίζονταν και ήταν στραμμένα εκεί τα μάτια τους. Και ένιωθες τον μεσημεριάτικο αέρα των Φώτων, να μοσχομυρίζει ψημένο χοιρινό και λουκάνικα…
Τις ενδιάμεσες βέβαια μέρες, είτε κάναμε τις ασκήσεις που μας έβαζαν οι καθηγητές, «για να μην παλιώνουμε τα παπούτσια μας» όπως έλεγαν, ή είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθούμε, οι μεγαλύτεροι, τους γονείς μας στις ελιές.
Κι όλες αυτές τις μέρες, στο ανθοδοχείο του σπιτιού, μαζί με τις άλλες εορταστικές μυρωδιές, έδιναν και την δική τους νότα, τα «κατ'μέρια», (τα ζουμπούλια δηλαδή, οι νάρκισσοι, τα μανουσάκια ή όπως αλλιώς λέγονται στην Ελλάδα), αυτά τα υπέροχα χειμωνιάτικα λουλούδια!
Στην φωτογραφία, ευγενική παραχώρηση του φίλου Στρατή Προδρόμου, ο τότε Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου, αείμνηστος Παναγιώτης Προδρόμου, εκφωνεί τον χαιρετιστήριο λόγο σε κάποια γιορτή του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
-----------------
Επεξηγήσεις:
(1*) «αποχερίζω»=προσφέρω κάποιο δώρο, συνήθως ύστερα από την επίσκεψη κάποιου στο σπίτι μου.
(2*) «γκουγκτζέλις»=οι κάθε είδους κουκουνάρες των κωνοφόρων δέντρων.
(3*) «Αξτούγιννα»=τα Χριστούγεννα (σε θηλυκό γένος).
(4*) «φ’νίτσα»=τα μελομακάρονα (φοινίκια)
(5*) «γουρουνόξυλο»=κομμάτι δυνατού κλαδιού, μήκους περίπου δύο μέτρων. Ξεκινούσε με ένα στυλιάρι και κατέληγε σε τρία διακλαδισμένα στελέχη. Το στυλιάρι στεκόταν, με τη βοήθεια των δύο μικρών, διακλαδισμένων στελεχών, σταθερό σε κάποιον τοίχο της αυλής του σπιτιού, ενώ από το τρίτο στέλεχος κρεμόταν το σφαγμένο γουρούνι, προκειμένου να χάσει τα υγρά του και να τεμαχιστεί σιγά σιγά.