Skip to main content
|

Απειλές και ευκαιρίες για την Ελλάδα έπειτα από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
10'

Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος

Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος /Πρώην Γενικός Διευθυντής - Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ)

Η 8η Δεκεμβρίου 2024 ανέτειλε με μια ιστορικής σημασίας εξέλιξη για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Οι δυνάμεις των Σύριων ανταρτών σε συνεργασία με άτακτες ομάδες εθνικιστών διωκόμενων του Άσαντ και Τζιχαντιστών, κατέλαβαν τη Δαμασκό ανατρέποντας το καθεστώς Άσαντ (που κυβέρνησε επί 50 και πλέον χρόνια τη Συρία), σηματοδοτώντας παράλληλα, τον τερματισμό των 13 ετών εμφυλίου σπαραγμού στη Συρία.   

Το γεγονός αυτό, εγείρει ερωτηματικά τόσο για το ποιος θα καλύψει το κενό εξουσίας στη Συρία και το πως θα επανέλθει η κανονικότητα στο εσωτερικό της χώρας, όσο και για τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στη δομή του περιφερειακού συστήματος (συσχετισμοί ισχύος κ.λπ),  της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής.

Την ώρα αυτή, οι κύριοι παίκτες του ευρύτερου αυτού περιβάλλοντος (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ισραήλ, ΗΠΑ, Αραβικά κράτη κ.α.), που είχαν άμεση ή έμμεση εμπλοκή στα γεγονότα, αλλά και η διεθνής κοινότητα γενικότερα, προσπαθούν να αξιολογήσουν τα νέα δεδομένα, να προσδιορίσουν οφέλη και απώλειες και τέλος, να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική τους (εφόσον κριθεί αναγκαίο), στο νέο περιβάλλον ασφάλειας που διαμορφώνεται στην εν λόγω περιοχή.   

Η Ελλάδα αν και δεν είχε ενεργό εμπλοκή στα γεγονότα της Συρίας, οφείλει και αυτή, να αξιολογήσει τα νέα δεδομένα στο εν λόγω περιφερειακό περιβάλλον ασφαλείας και να προσπαθήσει να αξιοποιήσει διπλωματικά, τυχόν γεωστρατηγικές ευκαιρίες και παράλληλα, να αντιμετωπίσει πιθανές απειλές για τα εθνικά της συμφέροντα.

Υπό το πρίσμα αυτό, για την Ελλάδα και τη Δύση γενικότερα, είναι θετική εξέλιξη το γεγονός, ότι η συμμαχία των τριών εγγυητριών χωρών (Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας) της διαδικασίας της Αστάνα για τη διαχείριση της κρίσης στη Συρία, κλυδωνίστηκε και πλέον, τίθεται σοβαρό ζήτημα αξιοπιστίας μεταξύ των εταίρων της αφού η Ρωσία και το Ιράν υποστήριζαν τον Άσαντ, ενώ η Τουρκία επιθυμούσε και επέτυχε την πτώση του.    

Για του λόγου το αληθές, αξίζει κανείς να δει το κλίμα που επικράτησε μεταξύ των κύριων συμμετεχόντων (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) στο Φόρουμ διαλόγου που έλαβε χώρα στη Ντόχα του Κατάρ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024.   

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στον τύπο, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο του τηλεοπτικού δικτύου Αλ Τζαζίρα για το μέλλον της Συρίας και του ζητήθηκε να εξηγήσει τον ρόλο της Ρωσίας στη χώρα την τελευταία δεκαετία, ξέσπασε ενοχλημένος και ταπεινωμένος, λέγοντας: «Αν θέλετε να πω, ναι, χάσαμε στη Συρία, είμαστε τόσο απελπισμένοι, αν αυτό χρειάζεστε, ναι, ας συνεχίσουμε».

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεσοβέζικη στάση που ακολουθεί η Τουρκία σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα αντικρουόμενα συμφέροντα Τουρκίας και Ρωσίας στη Λιβύη και τη Μαύρη Θάλασσα (η Μαύρη Θάλασσα όπως επανειλημμένως έχει επισημάνει ο κ. Ερντογάν δεν πρέπει να γίνει «ρωσική λίμνη»), πιθανόν να αποτελέσουν πεδία τριβής στη μεταξύ τους σχέση και  την αφορμή για πάγωμα της έως τώρα συμμαχικής τους σχέσης.   

Η εξέλιξη αυτή, πιθανόν να ανοίξει ένα στρατηγικό παράθυρο ευκαιρίας για την αναθέρμανση των διπλωματικών σχέσεων της Ρωσίας με την Ελλάδα.

Για να συμβεί βέβαια κάτι τέτοιο πρέπει πρωτίστως να κατανοήσει η Ρωσία, ότι δεν ήταν και τόσο σοφή η επιλογή της να επενδύσει  τόσο πολύ σε ένα αναξιόπιστο σύμμαχο όπως η Τουρκία και δευτερευόντως, να αρθούν οι παρανοήσεις από μέρους της Ρωσίας προς την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η πολιτική ηγεσία της Ρωσίας θα πρέπει να αντιληφθεί και κατανοήσει, ότι η Ελλάδα δεν τηρεί εχθρική στάση προς αυτήν, αλλά αντιθέτως, οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας και η στενή της σχέση με την Τουρκία αποτελούν απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.

Για την Ελλάδα, η στάση που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί μονόδρομο και δεν έχει αποκλειστικά στόχο τη Ρωσία. Οποιαδήποτε χώρα και να ακολουθούσε την ίδια πρακτική, η Ελλάδα θα τηρούσε την ίδια στάση.

Ειδικότερα, η Ελλάδα στο διεθνές περιβάλλον κινείται βάσει αρχών και αξιών και σεβόμενη το διεθνές δίκαιο. Αυτή είναι η πυξίδα της ελληνικής διπλωματίας, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους.     

Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καταδίκασε αυτή την εισβολή, διότι ακυρώνει το διεθνές δίκαιο, υπονομεύει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα της Ευρώπης και ολόκληρη τη διεθνή τάξη.

Η Ελλάδα έχοντας μακρά εμπειρία από απειλές στα σύνορά της και βιώνοντας την επεκτατική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας, καταδίκασε αμέσως τις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας που αντιτίθενται στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία ενός κράτους και έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής χιλιάδων αθώων ανθρώπων.

Η Ελλάδα, ανταποκρινόμενη στο αίτημα της Ουκρανίας, σε συνεννόηση με τους Συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και τους εταίρους της στην ΕΕ, και επιδεικνύοντας έμπρακτη αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό, παρείχε  σημαντική ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούμενη από ιατρικές προμήθειες, υλικά αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό μη επιχειρησιακά αναγκαίο για τις Ένοπλες Δυνάμεις και την Ασφάλεια της Χώρας.

Αν και της ζητήθηκε, δεν έδωσε τανκς, δεν έδωσε αεροπλάνα F16, αλλά ούτε και αντιαεροπορικά συστήματα. Ο ελάχιστος στρατιωτικός εξοπλισμός που έδωσε είναι μη αναγκαίος και η απόσυρση και  καταστροφή του από τις ένοπλες δυνάμεις θα κόστιζε πολλά εκατομμύρια ευρώ.

Τέλος, θα πρέπει να κατανοηθεί τόσο από τη Ρωσία όσο και από τους πάντες, ότι αν επιτύχει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και νομιμοποιηθεί η βίαιη πρακτική της στη διεθνή κοινότητα, τότε θα μιλάμε για την εδραίωση της επιβολής του δικαίου του ισχυρού. Κάθε χώρα που θα θεωρεί ότι έχει τη δύναμη, θα εισβάλει σε μια άλλη χώρα για να την κατακτήσει και να επιβάλλει τους όρους της, καταλήγοντας σε μια διεθνή κοινότητα «Ζούγκλας».

Η Ελλάδα σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να δεχτεί επίθεση από την Τουρκία, η οποία είναι αναθεωρητική δύναμη, επιθυμεί να αλλάξει το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο και να επανασυστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αν η Ελλάδα είχε πάρει θέση υπέρ της εισβολής της Ρωσίας που είναι αντίθετη στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου πως θα καταδικάσει μια πιθανή εισβολή της Τουρκίας στην Ελλάδα και θα ζητήσει στήριξη από τη Διεθνή Κοινότητα;    

Επίσης, πως είναι δυνατόν να αξιολογηθεί θετικά από μέρους της Ελλάδας η στενή στρατηγική σχέση της Ρωσίας με την Τουρκία, όπου την έχει στηρίξει οικονομικά για να μην χρεωκοπήσει, την εξοπλίζει συνεχώς και χρηματοδοτεί την κατασκευή του πυρηνικού της εργοστασίου που αποτελεί θανάσιμη εθνική απειλή για την Ελλάδα.

Όταν η Τουρκία διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στην Μεσόγειο, μιλάει για Γαλάζια Πατρίδα και εμφανίζεται ως Αρχηγός του Μουσουλμανικού κόσμου και προσπαθεί να αυξήσει την γεωστρατηγική της θέση, η Ελλάδα δεν μπορεί να μένει αμέτοχη και παρατηρητής των εξελίξεων.

Σε αυτό το Στρατηγικό Παίγνιο, η Ελλάδα θα πρέπει να πάρει θέση, ώστε να εξασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα και να ενισχύσει τις στρατηγικές της συμμαχίες με χώρες που έχουν αντίθετα συμφέροντα με την Τουρκία.

Συνεπώς, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν περισσότερο, είναι πιθανό η Ρωσία και η Ελλάδα να επαναπροσεγγίσουν και πάλι η μία την άλλη.

Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αποτελεί μια γεωστρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν τόσο σε διπλωματικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο, και πλήττει την παράσταση ισχύος τους, αλλά και το ρόλο τους στο διεθνές σύστημα.

Παρά τα όσα δηλώνουν και προβάλουν εδώ και πολύ καιρό οι δύο χώρες σχετικά με την ισχύ τους, δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τον κύριο στρατηγικό τους στόχο για την επιβίωση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία και ταπεινώθηκαν από κάποιες ομάδες άτακτων Τζιχαντιστών.   

Τα ερωτήματα που γεννώνται λοιπόν, είναι πως είναι δυνατόν η Ρωσία που προβάλει συνεχώς την πυρηνική ισχύ της, την αποτελεσματικότητα του πανίσχυρου βαλλιστικού της πυραύλου «Orezhnik» (Φουντούκι, στα ρωσικά) και απειλεί να συντρίψει συνολικά τις χώρες της Δύσης αν δώσουν άδεια στην Ουκρανία να  χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλου βεληνεκούς κατά της Ρωσίας, να μην μπόρεσε να στηρίξει το καθεστώς της Συρίας όπου αποτελούσε τον πιο σημαντικό της σύμμαχο στη Μέση Ανατολή και τον εγγυητή για την ασφάλεια των δύο Ρωσικών βάσεων (ναυτική βάση στην Ταρτούς και αεροπορική βάση Χμεϊμίμ στην Λατάκια) στη Συρία;

Γιατί η Ρωσία δεν εκτόξευσε ένα βαλλιστικό πύραυλο «Orezhnik», ώστε να συντρίψει τους άτακτους αντάρτες Τζιχαντιστές και να προστατέψει τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα στη Συρία και να διασώσει το γόητρό της και τη γεωπολιτική της επιρροή στη Μέση Ανατολή;

Επίσης, πως είναι δυνατόν τον Ιράν που απειλεί εδώ και χρόνια να πλήξει τη Δύση με τα πυρηνικά του και επίσης, να εξαφανίσει από το χάρτη το κράτος του Ισραήλ, να μην κατόρθωσε να διασώσει τον Άσαντ και να διασφαλίσει τα συμφέροντά του στη Συρία σχετικά με τη διατήρηση ενός χερσαίου διαδρόμου του προς τον Λίβανο και τη Χεζμπολάχ.

Η απάντηση είναι απλή. Γιατί πολύ απλά, και οι δύο χώρες δεν διαθέτουν ούτε την ισχύ που προβάλλουν, ούτε και τους συντελεστές ισχύος για να εξυπηρετήσουν τα γεωστρατηγικά τους συμφέροντα.

Οι βαρύγδουπες εξαγγελίες και τα αφηγήματα που αναπτύσσουν κατά καιρούς, είναι μέρος μιας καλοσχεδιασμένης εκστρατείας παραπληροφόρησης, όπου μέσω της διάδοσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, προσπαθούν να ασκήσουν επιρροή στα ακροατήριά τους και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη γενικότερα.

Επίσης μέσω της εκστρατείας αυτής, επιδιώκουν να προκαλέσουν σύγχυση και να παραπλανήσουν τα  εν λόγω ακροατήρια δημιουργώντας τους ψευδείς εντυπώσεις για τις στρατιωτικές τους δυνατότητες και την ισχύ τους και να τους τρομοκρατήσουν, ώστε να καμφθεί η βούλησή τους για αντίδραση και αντίσταση στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις και την υλοποίηση των πολιτικών τους επιδιώξεων.

Κοντολογίς, η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία εκτός από τη στρατηγική ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στο επιχειρησιακό και διπλωματικό επίπεδο, αποτελεί ισχυρό πλήγμα αξιοπιστίας των δύο χωρών, ακυρώνει τα παραπλανητικά αφηγήματά τους σε σχέση με την ισχύ τους και ακυρώνει τις εκστρατείες χειραγώγησης και παραπλάνησής τους αποκαθιστώντας την αλήθεια για το πραγματικό τους αποτύπωμα στο διεθνές σύστημα.     

Για την Ελλάδα και την πλειοψηφία των χωρών της Δύσης, η ήττα αυτή αποτελεί μια ευκαιρία για να αποκατασταθεί η αλήθεια, να αντιμετωπιστούν οι εθνικές τους τρωτότητες, κυρίως στο πληροφοριακό και επικοινωνιακό τους περιβάλλον, να απομονωθούν τα παπαγαλάκια της Ρωσίας που (δυστυχώς, αυξάνονται και πληθύνονται στην Ελλάδα), δηλητηριάζοντας καθημερινά τους πολίτες με ψευδείς ειδήσεις και κινδυνολογίες και να ενισχυθεί η εθνική τους ανθεκτικότητα κυρίως στο γνωσιακό επίπεδο των πολιτών τους.

Η ήττα της Ρωσίας και του Ιράν στη Συρία αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους παντός είδους κινδυνολόγους και λαϊκιστές πολιτικούς, ειδικούς και διαμορφωτές της κοινής γνώμης  που προσπαθούν να ακυρώσουν την οποιαδήποτε εθνική προσπάθεια για ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και θωράκισης της ασφάλειάς της και μιλούν, για προδότες που υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα και για πιθανές Ρωσικές απειλές στην Αλεξανδρούπολη, τη Σούδα και σε όλη την Ελλάδα.

Η Τουρκία παρά την αδιαμφισβήτητη νίκη της στη Συρία, κινείται σε τεντωμένο σχοινί. Η στάση και οι μεθοδεύσεις που ακολούθησε κατά την εξέλιξη των τελευταίων γεγονότων, την έχουν φέρει αντιμέτωπη εκτός από τη Ρωσία και το Ιράν και με τις επιλογές των ΗΠΑ.

Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Τράμπ, κάλεσε τις ΗΠΑ και εμμέσως τους συμμάχους της να μην εμπλακούν στις επιχειρήσεις των τελευταίων ημερών στη Συρία, η Τουρκία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αντίθεση της Τουρκίας στη στήριξη των ΗΠΑ και του Ισραήλ προς τους Κούρδους της Συρίας,

και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), στις οποίες κυριαρχούν οι YPG (Μονάδες Προστασίας του Λαού) και η ένοπλη πτέρυγα του PYD (Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης), διότι θεωρεί πως είναι τρομοκράτες και συνδέονται με το PKK, αναδεικνύει το βαθμό αποστασιοποίησης της Τουρκίας από τις επιλογές των ΗΠΑ και τους κινδύνους που ελλοχεύουν γι’ αυτήν, στο μέλλον.

Συγκεκριμένα, η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την νεκρή περίοδο μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του κ. Τράμπ και να δημιουργήσει τετελεσμένα στην περιοχή, ώστε να διαπραγματευτεί ως μεσολαβητής της περιοχής την επόμενη ημέρα με τις ΗΠΑ από θέση ισχύος και να εξασφαλίσει όσα περισσότερα οφέλη μπορεί στη Συρία.

Η εξέλιξη αυτή, αποτελεί μια στρατηγική ευκαιρία για την Ελλάδα, όπου θα πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη, ότι στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία του νέου Προέδρου των ΗΠΑ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο κ. Τράμπ είπε στον κ. Μητσοτάκη, ότι «σε θεωρώ στρατηγικό μου σύμμαχο και επιθυμώ να συνεχίσουμε περαιτέρω τη στρατηγική σχέση των δύο χωρών μας», θεωρώ ότι η συγκυρία είναι πολύ ευνοϊκή για την ανάδειξη του στρατηγικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.   

Αν ληφθεί επίσης υπόψη και η πιθανότητα δημιουργίας Κουρδικού Κράτους στην περιοχή (με πρόσβαση στη Μεσόγειο), η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αποκτήσει έναν ακόμη (μετά το Ισραήλ) σημαντικό σύμμαχο στην περιοχή, ο οποίος θα λειτουργεί ως μηχανισμός ανάσχεσης στους επεκτατικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας.

Υπό το ίδιο πρίσμα, αν η Ρωσική Ναυτική Βάση στην Ταρτούς περάσει στον έλεγχο των ΗΠΑ, θα αυξηθεί το αποτύπωμά τους στην Ανατολική Μεσόγειο και σε συνδυασμό με την παρουσία τους στη Σούδα και την Αλεξανδρούπολη θα ελέγχουν περισσότερο την Τουρκία, αποτρέποντας τους επεκτατικούς σχεδιασμούς της και τον αποσταθεροποιητικό της ρόλο στην περιοχή. Η προοπτική αυτή, αποτελεί μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα και δημιουργεί μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην Τουρκία.     

Τέλος, το ενδεχόμενο επίσης να καταλήξουν σε συμφωνία οι ΗΠΑ με την Ρωσία για την επόμενη ημέρα στη Συρία, μέσω ανταλλαγμάτων για τη Ρωσία στο μέτωπο της Ουκρανίας, καθιστά ακόμη μια αρνητική εξέλιξη για την Τουρκία και μια ευκαιρία για την Ελλάδα, διότι είναι πολύ πιθανό η Τουρκία να μην περιλαμβάνετε στους σχεδιασμούς αυτής της συμφωνίας.

Επιπλέον, η ενεργός συμμετοχή της Τουρκίας στην ανατροπή του καθεστώτος του Άσαντ μέσω της υποστήριξης των Τζιχαντιστών, αποδομεί το έως τώρα αφήγημα του κ. Ερντογάν για την εμπλοκή της Τουρκίας στη Συριακή κρίση, ακυρώνοντας παράλληλα, τους στόχους της  στρατηγικής επικοινωνίας του για την απόκτηση διεθνούς νομιμοποίησης για την παρουσία και το ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.

Για να γίνει κατανοητή η ανωτέρω επισήμανση, παραθέτω ένα προϊόν Στρατηγικής Επικοινωνίας της Τουρκίας, όπου δικαιολογεί τις ενέργειές της στην επικράτεια της Συρίας, προκειμένου να διασφαλίσει τα σύνορά της.

Αναλύοντας την ανωτέρω προπαγανδιστική αφίσα της Τουρκίας που παράχθηκε για να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή της «Επιχείρησης Κλάδος Ελαίας»,  μπορούν να επισημανθούν τα εξής:

  • Η Τουρκία έχει διεξάγει πολλές φορές στρατιωτικές εισβολές στη Συριακή επικράτεια, αλλά τις αποκαλεί Ειρηνευτικές Επιχειρήσεις (Ασπίδα του Ευφράτη, Κλάδος Ελαίας, Πηγή της Ειρήνης, Εαρινή Ασπίδα). Από τα τελευταία γεγονότα στη Συρία αποδεικνύεται, ότι οι Επιχειρήσεις αυτές δεν είχαν στόχο να προστατεύσουν τα σύνορά της από τους τρομοκράτες και να συμβάλουν στην επίλυση της κρίσης (όπως ανέφερε), αλλά να καταλάβει εδάφη εντός της Συρίας και να εδραιώσει το ρόλος της ως μεσολαβητή και να ελέγξει την διάδοχη κατάσταση εξουσίας στη Συρία.
  • Η Τουρκία επικαλούνταν ότι διεξήγαγε τις εν λόγω Επιχειρήσεις για να εκδιώξει τους Τζιχαντιστές και τις τρομοκρατικές οργανώσεις ΡΚΚ, KCK, PYD, YPG, από την περιοχή του Αφρίν συμβάλλοντας παράλληλα, και στην πάταξη της παγκόσμιας τρομοκρατίας. Για την εξυπηρέτηση του αφηγήματός της μάλιστα, είχε πλαισιώσει τους πάντες ως τρομοκράτες (π.χ. οι Κούρδοι του PKK, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχαν ενεργό συμμετοχή στην Παγκόσμια Εκστρατεία κατά του ISIS, από την Τουρκία, αποκαλούνταν τρομοκράτες και μέλη του ISIS). Τα

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Κωνσταντίνος Μπαλωμένος
Κωνσταντίνος Μπαλωμένος

Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μπαλωμένος είναι Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας και έχει εργαστεί ως Σύμβουλος Επικοινωνίας με ειδίκευση τη Στρατηγική Επικοινωνία και τη Διαχείριση Κρίσεων (Crisis Management). Επίσης εργάστηκε ως Γενικός Διευθυντής στη Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Από το 2007 διδάσκει σε Στρατιωτικές Σχολές (Σχολή Εθνικής Άμυνας, Σχολή Πολέμου Αεροπορίας και Στρατού Ξηράς, Σχολή Εθνικής Ασφάλειας κ.λπ.) και στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα. Κατέχει πτυχίο Διοίκησης και Οικονομίας από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Χαλκίδας, καθώς και πτυχίο Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών από τη Σχολή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου. Κατέχει επίσης, Μεταπτυχιακό Τίτλο Σπουδών (Master of Science) του Μεταπτυχιακού προγράμματος Μάρκετινγκ και Επικοινωνία του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι διδάκτορας, του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Την 1η Ιουνίου 2023 παρασημοφορήθηκε από τον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Αυστρίας, Alexander Van der Bellen, με το Μετάλλιο της «Μεγάλης Χρυσής Τιμής», για την συμβολή του στην ενίσχυση των αμυντικό-στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας.

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία