Skip to main content
|

Ο «Ερμής» της Μυτιλήνης, ένα καφενείο που λειτουργεί αδιάκοπα από το 1800

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Χρόνος ανάγνωσης :
6'

Ένα ενδιαφέρον άρθρο-αφιέρωμα για το καφενείο "ΕΡΜΗΣ" από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, στη σελίδα για την Ομογένεια.

Καφές στη χόβολη, μεζέδες εκλεκτοί, πεντανόστιμοι, μαγειρεμένοι με παλιές Μικρασιάτικες συνταγές, πάντα με αγνά υλικά της ημέρας, που προορίζονται να συνοδεύσουν κάποιο από τα είκοσι και πλέον περίφημα είδη ούζου Μυτιλήνης. Όλα αυτά περιμένουν τον επισκέπτη στο καφε-μεζεδοπωλείο «Ο Ερμής», εκεί στην παλιά αγορά της πρωτεύουσας του νησιού- Κορνάρου 2 κι Ερμού γωνία.

 

Πρόκειται για ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα τέτοιου είδους καφενείων ανά την Ελλάδα, ένας χώρος-μουσείο που αντανακλά τη ζωντανή ιστορία του τόπου. Ίσως να είναι κι ο παλαιότερος σε όλη τη χώρα, που λειτουργεί ανελλιπώς από το 1800, όπως διαβεβαιώνει η σημερινή ιδιοκτήτριά του, Κυβέλη Σπανουδάκη.

 

Η ίδια κατάφερε ν' «αναστήσει» τον χώρο στην αρχική του μορφή, προσδίνοντάς του μια νότα νοσταλγική. Μπαίνοντας, νιώθεις σαν να βρίσκεσαι σε μια ζεστή αγκαλιά, γεμάτη χρώματα και θύμησες.

 

«Στα χέρια της οικογένειάς μου, ο "Ερμής" ήρθε το 1922. Ο παππούς μου, Γεώργιος Σπανουδάκης, είχε μαζί με τον αδελφό του στο Αλί Αγάτς της Μικράς Ασίας δύο παραδοσιακά καφενεία-ένα για νέους και ένα για τους μεγαλύτερους. Όταν ήρθε στη Μυτιλήνη, με τη Μικρασιατική καταστροφή, πήρε ως ανταλλάξιμο από την τράπεζα τον τούρκικο καφενέ, που ήδη είχε 120 χρόνια ιστορία», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κυβέλη Σπανουδάκη.

 

Ο Γεώργιος Σπανουδάκης το λειτούργησε, αρχικά, ως καφενείο-λέσχη. Στους πελάτες πρόσφερε μόνο αυτά που αναφέρονται στον παλιό τιμοκατάλογο, γραμμένο στην ελληνική και την αραβική γραφή, που έχει διασωθεί έως σήμερα: τσάι, ροφήματα, παιχνίδια, ναργιλέδες, 40-50 στον αριθμό. Από το «Τιμολόγιον Παιγνιοχαρτών», κρεμασμένο πάνω από το τζάκι, όπου ψήνεται ο μοσχοβοληστός καφές στη χόβολη, πληροφορούμαστε ότι για να παίξει κάποιος χαρτιά πλήρωνε δύο δραχμές, ενώ για την ντάμα, το ντόμινο και το τάβλι, μία.

 

Τον παππού της, η Κυβέλη δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Πέθανε, όταν ο πατέρας της, Νικόλαος Σπανουδάκης, ήταν μόλις δέκα χρονών. Από τις αφηγήσεις του, αλλά και υπερήλικων, όπως του μπάρμπα Θεόφραστου, που έφυγε από τη ζωή πριν από περίπου πέντε χρόνια, σε ηλικία 108 χρονών, «έπλαθε» στο μυαλό της εικόνες για τον παλιό «Ερμή».

 

«Ο Ερμής ήταν το΄22 ένα από τα λίγα κτίσματα που υπήρχαν στην περιοχή και βρισκόταν δίπλα το τούρκικο νεκροταφείο», μας λέει η Κυβέλη.

 

«Όλοι όσοι τον θυμόνταν, έλεγαν πως ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένος: μαρμάρινα τραπέζια, ξύλινοι καναπέδες, ναργιλέδες πολλοί. Οι κουρτίνες ήταν βελούδινες, κρεμασμένες σε σκαλιστά κουρτινόξυλα. Στους τοίχους, μεγάλοι καθρέπτες, με βαριές χρυσές κορνίζες και πίνακες, που τότε κανείς δεν ήξερε την αξία τους. Κάποιοι έχουν διασωθεί και τους έχω και σήμερα στο μαγαζί, όπως και το ξύλινο ταβάνι και τα πλακάκια της Ανατολής στο δάπεδο. Τα περισσότερα αντικείμενα τα έφεραν από τη Μικρά Ασία, από τους καφενέδες που είχε ο Γεώργιος Σπανουδάκης. Και βέβαια, υπήρχε ζωντανή μουσική τα βράδια, με την ορχήστρα πάνω σε μία υπερυψωμένη εξέδρα στη γωνία να μαζεύει κόσμο. Γλέντια τρικούβερτα με σαντούρι, μπουζούκια και άλλα όργανα», σημειώνει η σημερινή ιδιοκτήτρια.

 

Ο πατέρας της Κυβέλης, έχοντας μείνει ορφανός -παιδάκι μόλις δέκα χρονών- κατάφερε να κρατήσει το μαγαζί, με τη στήριξη συγγενών και φίλων. Ο «Ερμής» έμελλε να γίνει η ζωή του όλη.

 

Η σύζυγός του, Ειρήνη Σπανουδάκη (του γένους Μπουρού), από τον Τσεσμέ, θυμάται:

 

«Εδώ ήταν η παλιά αγορά, η πιάτσα, όπως λέγαμε. Ο καφενές μάζευε διάφορο κόσμο, από τον απλό εργάτη μέχρι τον δήμαρχο. Έρχονταν και γυναίκες, κάτι που φαίνεται και από τις παλιές φωτογραφίες, που έχει βάλει η Κυβέλη στο μαγαζί.

 

»Με τον άντρα μου, παντρευτήκαμε το 1954. Ζήσαμε καλά, κάναμε και τρία παιδιά. Ήταν αριστερός, σταμπαρισμένος, στην Αντίσταση κι αυτό μας δημιούργησε πολλά προβλήματα. Όταν ξεπετάχτηκαν τα παιδιά, δούλεψα κι εγώ στον Ερμή, που το λειτουργούσαμε ως ουζερί. Από τις πέντε το πρωί σηκωνόταν ο Νικόλας μου για ν’ ανοίξει το μαγαζί, που δεν άδειαζε από κόσμο μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, κάποιες φορές και μέχρι τις δύο.

 

»Χαράματα έρχονταν οι αραμπατζήδες και οι σφαγείς. Δεν είχαμε μεγάλη ποικιλία φαγητών, τότε. Μαγείρευα κι εγώ: φασουλάδα, κουκιά, σουτζουκάκια, γλώσσα βραστή, το κοκκινιστό που ετοίμαζε, όμως, ο άντρας μου δεν το έφτανε κανείς στη νοστιμιά. Μαγειρεύαμε και γλυκάδια, που μας έφερναν οι πελάτες από τα σφαγεία. Τώρα πια δεν τα τρώει ο κόσμος αυτά… Άλλαξαν τα χρόνια».

 

Η κυρία Ειρήνη, στα 81 της χρόνια, πηγαίνει όποτε μπορεί, με φίλες, στο καφέ και καμαρώνει για την Κυβέλη, που, όπως λέει, δεν το πίστευε ότι θα τα κατάφερνε.

 

«Με τις φίλες μου αναπολούμε εκείνα τα χρόνια. Δεν είχαμε πολυτέλειες, αλλά ούτε και χρέη. Είχαμε ήσυχο το κεφάλι, όμως. Δουλεύαμε στο μαγαζί μερόνυχτα. Εκεί μέσα μεγάλωσαν τα παιδιά μας, ήμασταν όμως ευτυχισμένοι», λέει με νοσταλγία η κ. Ειρήνη.

 

Η ιστορία επαναλαμβάνεται…

 

Ο Νικόλαος Σπανουδάκης έφυγε από τη ζωή το 1994. Τρία χρόνια μετά, η Κυβέλη, βοηθός ακτινολόγος στο επάγγελμα, αναλαμβάνει την επιχείρηση, που την είχαν νοικιάσει οι γονείς της, καθώς δεν κατάφερναν να τη φέρουν βόλτα.

 

Πάση θυσία προσπάθησε να διατηρήσει το χώρο, όσο είναι δυνατόν, έτσι ώστε να θυμίζει τον παλιό «Ερμή.» Και τα κατάφερε, αφού «άντεχαν» τα οικοδομικά υλικά, με τα οποία ήταν φτιαγμένος. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο γερά ήταν τα ξύλα στο ταβάνι και στα κουφώματα, και μακαρίζει την τύχη της, που δεν άκουσε όλους όσοι την προέτρεπαν να τα ξηλώσει όλα.

 

«Το ένιωσα ως υποχρέωση ν’ "αναστήσω" τον παλιό Ερμή, που είχε εγκαταλειφθεί από τους νοικάρηδες», λέει η Κυβέλη, που μέχρι τότε ζούσε έξω από το νησί. «Τον καφενέ τον έζησα και τον αγάπησα από μικρό παιδάκι. Εδώ έπαιζα και με τα τσιγγανόπουλα, με τα οποία είχα και φιλίες. Μιλάμε για παιδιά εύπορων τσιγγάνων, που υπήρχαν τότε- έμποροι, με σπίτια πεντακάθαρα», μας λέει.

 

Στον «Ερμή» διάβαζε τα μαθήματά της η Κυβέλη. Εκεί κοιμόταν πολλές φορές, στον καναπέ απέναντι στον μεγάλο πίνακα, με τα ζεστά χρώματα, που αναπαριστά δύο νύμφες σε μια λίμνη.

 

«Όταν άνοιξα το μαγαζί, παρατηρούσα τη μικρή μου κόρη, την Ειρηνούλα, να κάνει τα ίδια, όπως κι εγώ παιδί. Να πηγαίνει στο περίπτερο, να διαβάζει και να κοιμάται στον ίδιο καναπέ, όπως κι εγώ, να εκφράζει παράπονα ότι την παραμελώ -άθελά μου- τις ώρες που πνιγόμουν στη δουλειά. Σήμερα, η Ειρήνη θέλει να γίνει σεφ και μας εντυπωσιάζει κάθε μέρα με τα αριστουργήματα που ετοιμάζει. Στον "Ερμή" με βοηθάει και η μεγάλη μου κόρη, η Ιωάννα, όταν έρχεται από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπουδάζει πολιτικός μηχανικός», συνεχίζει.

 

Εκλεκτοί μεζέδες, φτιαγμένοι με αγάπη και αγνά υλικά

 

Σουτζουκάκια σμυρνέικα, κοκκινιστό, κολοκυθοανθοί γεμιστοί με τυρί, κεφτεδάκια, γαύρος, καλαμαράκια, κουταβάκια (μικρός γαλέος), χταπόδι και σουπιές κρασάτες, γλώσσα βραστή, σπλήνα. Αυτές είναι μερικές από τις νοστιμιές που προσφέρει στους μερακλήδες πελάτες της η Κυβέλη Σπανουδάκη. Μαγειρεύει μόνη της, έχοντας ως βοηθό τη Φλώρα και τα δύο αδέλφια, τον Στρατή και τον Ιγνάτη, που σερβίρουν.

 

«Οι συνταγές είναι απλές, σπιτικές, φερμένες από τη Μικρά Ασία και καθημερινά χαίρομαι που οι πελάτες μας βρίσκουν πεντανόστιμα τα φαγητά μας», λέει η Κυβέλη.

 

Ποιο είναι, όμως, το μυστικό; «Η αγάπη», λέει και προσθέτει: «Να μαγειρεύεις με μεράκι και φυσικά να προσέχεις τα υλικά που βάζεις. Το λάδι που χρησιμοποιώ είναι Μυτιληνιό, βιολογικής καλλιέργειας. Στο μαγαζί μου δεν υπάρχει τίποτα κατεψυγμένο. Να σκεφτείτε ότι δεν έχω ούτε καταψύκτη. Όλα είναι της ημέρας, από τα λαχανικά μέχρι τα ψαρικά και τα κρέατα, που τα ψωνίζουμε και τα μαγειρεύουμε αυθημερόν. Βέβαια, με δυσκολεύει αυτό, καθώς αρκετοί πελάτες μου ζητούν παγωτό, για παράδειγμα. Κι εγώ, τους στέλνω στο περίπτερο απέναντι».

 

Η ιστορία του «Ερμή» συνεχίζεται, παρ΄όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Κυβέλη. «Χαίρομαι, όμως, που τόσος κόσμος εξακολουθεί και έρχεται ειδικά για να απολαύσει τα φαγητά και τη συντροφιά μας. Εδώ μέσα γνώρισα πολλούς: πολιτικούς, ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων, δημοσιογράφους, ηθοποιούς. Εδώ γυρίστηκαν και σκηνές και για την τηλεοπτική σειρά "Ο μεγάλος θυμός", του Κώστα Κουτσομύτη. Ελπίζω να κρατηθώ και να συνεχίσω την οικογενειακή παράδοση. Είναι δύσκολο και ίσως γι΄ αυτό ο πατέρας μου δεν με παρότρυνε να το αναλάβω, φοβούμενος ότι θα ‘σκλαβωθώ’. Ο ‘Ερμής’, όμως, είναι πλέον ένα με τη ζωή μου», καταλήγει.

  Διαμαντένια Ριμπά/ΑΠΕ

SHARE

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟ

Διαβάστε επίσης
Άρθρα απο την ίδια κατηγορία
Όλες οι προσεχείς εκδηλώσεις