Μια αγκαλιά απόσταση: Η ζωντανή γέφυρα Λέσβου-Αϊβαλιού
Αρχές Ιουνίου, Πέμπτη πρωί, το καράβι της γραμμής με αφετηρία τη Μυτιλήνη ύστερα από μία ώρα και κάτι δένει στο Αϊβαλί. Από τους 130 επιβάτες, σχεδόν όλοι είναι Έλληνες. Μια παρέα Μυτιληνιών με τα μπαγάζια τους ταξιδεύει για την Ίμβρο, πηγαίνοντας με υπεραστικό λεωφορείο μέχρι το Τσανάκαλε. Άλλοι, όπως ο 83χρονος Αλέκος Ευαγγελινός, πρώην δήμαρχος Αγίας Παρασκευής Λέσβου, επισκέπτονται αυθημερόν τους γείτονες φίλους τους. Ο συγκεκριμένος θα βρεθεί με τον Οσμάν Οζγκιουβέν, πρώην δήμαρχο στο Δικελί και από τους πρωτεργάτες της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, για να πιουν ρακή, το δικό μας ούζο. Οι περισσότεροι, όμως, έρχονται για να χαζέψουν στο πολύβουο παζάρι που στήνεται κάθε Πέμπτη στην παλιά πόλη.

Μέχρι την πανδημία οι Έλληνες, οι οποίοι εισέρχονται στην Τουρκία απλώς με την επίδειξη ταυτότητας, αγόραζαν εδώ πλακάκια, κλιματιστικά, έπιπλα, αλουμίνια κι ένα σωρό άλλα οικοδομικά υλικά και ηλεκτρικές συσκευές. Μάλιστα, την περίοδο της οικονομικής κρίσης ψώνιζαν και είδη πρώτης ανάγκης, που ήταν πολύ φθηνότερα εκεί, όπως φρούτα και λαχανικά. Πλέον, με την άνοδο των τιμών στην Τουρκία και το άνοιγμα μεγάλων καταστημάτων στη Λέσβο με αντίστοιχα εμπορεύματα, το αγοραστικό ενδιαφέρον περιορίζεται στα ρούχα, άντε και σε καμιά αντίκα. Από την άλλη, αναπτύσσεται ο τουρισμός αναψυχής. Η μικρή απόσταση και το σχετικά προσιτό κόστος των μεταφορικών (30 ευρώ με την επιστροφή) δελεάζουν όσους θέλουν να αλλάξουν παραστάσεις. Άλλωστε το Αϊβαλί, εκτός από τα αρχαιολογικά αξιοθέατα που βρίσκονται σε ακτίνα 150 χλμ., όπως η Τροία και η Πέργαμος, φημίζεται και για τη γαστρονομία του.
Στο εξάωρο που περάσαμε στα τουρκικά παράλια, αφού το πλοίο αναχωρούσε για Μυτιλήνη στις επτά το απόγευμα, μας ξενάγησε ο Ουφούκ Οβά, αντιδήμαρχος Τουρισμού της πόλης από το 2014 έως το 2019. Με καταγωγή από τη Μεσαρά και το Ρέθυμνο και με άπταιστη ελληνική προφορά, είναι ένας ακόμη απόγονος Τουρκοκρητικών, που εγκαταστάθηκαν στο Αϊβαλί με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1924. Περιηγηθήκαμε στα στενά σοκάκια, όπου η ντόπια τριανταφυλλί πέτρα, γνωστή και ως «σαρμοσακόπετρα», μαρτυρά τη στενή σχέση με τη Λέσβο. Επισκεφθήκαμε το Αγίασμα της Παναγίας της Φανερωμένης, μπήκαμε στον Αϊβαλιώτη Ταξιάρχη, την πρώτη εκκλησία της πόλης, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, και περάσαμε από το εστιατόριο της Ελβάν Γικιλμαζντάγκ, με ρίζες από Γέρα και Κρήτη, η οποία από το 2012 σερβίρει κρητικές συνταγές. Περπατώντας, ο Ουφούκ με ενημέρωσε ότι οι Τούρκοι εξάγουν ελαιοπυρήνα στη Λέσβο για θέρμανση, όπως και λέβητες.

Σχέσεις παλιές
Όσο ψάχνω, τόσο ανακαλύπτω παλιούς δεσμούς. Όσο ακούω, τόσο μαθαίνω απίθανες ιστορίες. Για τους Τούρκους που πριν από το 1922 έκαναν βαρκάδα μέχρι τις ιαματικές πηγές της Ευθαλούς, για τους Λέσβιους που καλλιεργούσαν κτήματα και απέναντι, για τους αλιείς που αντάλλασσαν ψάρια. Οι Κυδωνιές, όπως είναι η αρχική ονομασία του Αϊβαλιού, ιδρύθηκαν στα τέλη του 16ου – αρχές του 17ου αιώνα από κατοίκους της Λέσβου που αποφάσισαν να μετοικήσουν εδώ. Επί τριακόσια και πλέον χρόνια υπήρξε η προέκταση του νησιού στη Μικρά Ασία· βίοι παράλληλοι: Λέσβιοι και Αϊβαλιώτες μοιράζονταν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών κοινές συνήθειες, όπως τη λατρεία του Ταξιάρχη, διάλεκτο και έθιμα. Σαφείς αναφορές σε αυτό το παρελθόν αποτελούν σήμερα τα μικρασιατικά νεοκλασικά, οι μιναρέδες, οι βιομηχανικές καμινάδες των παλιών σαπωνοποιών, τα σύγχρονα χαμόσπιτα και τα ανατολίτικα παζάρια, που συνθέτουν ένα ενιαίο σκηνικό. «Είμαστε σε απόσταση μιας αγκαλιάς, ένας τόπος. Επενδύουμε στην ανάπτυξη των σχέσεων και προσβλέπουμε στον τουρισμό από τη Λέσβο. Τώρα ετοιμάζουμε μια εφαρμογή όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να σκανάρει και να πληροφορείται για τα ιστορικά κτίρια της πόλης», σημειώνει ο δήμαρχος Αϊβαλιού, Μεσούτ Εργκίν.

Όπως οι Έλληνες είναι καλοδεχούμενοι στο Αϊβαλί, έτσι είναι και οι Τούρκοι στη Λέσβο. Σε ένα ημιορεινό χωριουδάκι βόρεια της Μυτιλήνης, στα Μιστεγνά, ο Αλέκος Ευαγγελινός κερνάει ούζο τον Χασάν Μπιράν, τον 37χρονο καπετάνιο που μας μετέφερε απέναντι. Αλήθεια είναι, το ούζο ενώνει. Ο Χασάν, που μεγάλωσε με κρητικές μαντινάδες από τους προγόνους του, μέχρι να επιστρέψει πίσω, απολαμβάνει την παρέα των φίλων που έχει στο νησί. Ενίοτε επισκέπτεται και τα αξιοθέατα, όπως τη Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στον Μανταμάδο. «Οι Τούρκοι είναι ανακατεμένοι. Έχει κρυφο-χριστιανούς που ανάβουν ένα κεράκι, άλλους που αναγνωρίζουν τη δύναμη των Ταξιαρχών και κάνουν τάματα κι άλλους που απλώς μας επισκέπτονται ως αξιοθέατο», περιγράφει ο νεωκόρος Χρήστος Σεβαστός. Μπροστά του ακριβώς, μια νεαρή Τουρκάλα προσεύχεται με τα χέρια στραμμένα στον ουρανό.
Στην πλειονότητά τους οι Τούρκοι έρχονται με οργανωμένα εκδρομικά πακέτα δύο έως τεσσάρων ημερών. Εκτός από το κεντρικό λιμάνι, τελωνεία λειτουργούν στην Πέτρα και στο Πλωμάρι, αφού υπάρχει σύνδεση με Σμύρνη και Δικελί. Συνήθως, το πρόγραμμά τους περιλαμβάνει βόλτα στην αγορά της Μυτιλήνης, όπου προτιμούν τις ηλεκτρονικές συσκευές λόγω αφορολόγητου, στάσεις σε σημαντικά μνημεία, λόγου χάριν το Γενί Τζαμί του 1825 στη συνοικία της Επάνω Σκάλας, και δείπνο σε ταβέρνα με ελληνική μουσική. Αρκετοί άντρες πηγαίνουν και στα πρακτορεία ΟΠΑΠ, αφού ο τζόγος απαγορεύεται στην Τουρκία. «Φέρνουμε κόσμο από Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αττάλεια και Μαύρη Θάλασσα, αλλά και Τούρκους που μένουν στη Γερμανία και επιστρέφουν στην πατρίδα τους για διακοπές», εξηγεί ο Οζτούρκ Τουρχάν, ιδιοκτήτης του τουριστικού γραφείου Meis, ο οποίος το 2023 μετέφερε πάνω από 10.000 Τούρκους στη Λέσβο.

Βίζα εξπρές
Συνολικά, το 2023 σημειώθηκαν στη Μυτιλήνη 73.000 αφίξεις Τούρκων και 10.000 Ευρωπαίων πολιτών που ήρθαν από την Τουρκία, ενώ φέτος, με την έκδοση της εξπρές βίζας που ενεργοποιήθηκε εκ νέου από την 1η Απριλίου, οι επισκέπτες εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τους 100.000. Μετά τη λύση της απαγόρευσης μετακίνησης επί κορωνοϊού, δικαίωμα εισόδου στην Ελλάδα είχαν μόνοι οι κάτοχοι πράσινου διαβατηρίου, δηλαδή οι κρατικοί υπάλληλοι της Τουρκίας κι όσοι εξασφάλιζαν τη βίζα. Όμως η έκδοση βίζας, με κόστος 150 ευρώ, είναι μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία –τον Ιούνιο το σύστημα έδινε διαθέσιμο ραντεβού για αρχές Αυγούστου– και σίγουρα δεν διευκολύνει τα ταξίδια που οργανώνονται τελευταία στιγμή. Αντιθέτως, η βίζα εξπρές, που κοστίζει 60 ευρώ και διαρκεί επτά ημέρες, εκδίδεται επιτόπου εντός δέκα λεπτών χωρίς γραφειοκρατικές δυσκολίες.
«Αν απλοποιηθεί η έκδοση της βίζας κι έρχονται οι Τούρκοι απλώς με την επίδειξη της αστυνομικής τους ταυτότητας, το νησί θα βουλιάξει. Προβλέπω πάνω από 1.000 επισκέπτες ημερησίως», υπογραμμίζει ο Άρης Λαζαρής, ο πρώτος πράκτορας που τόλμησε να φέρει τους Τούρκους στη Λέσβο στις αρχές του 2010, όταν και επιτράπηκε η είσοδος στους κατέχοντες πράσινο διαβατήριο. Ο ίδιος, Λέσβιος γέννημα-θρέμμα, με σπουδές (και) Τουρκολογίας, επίσημος διερμηνέας του νησιού, θυμάται πως αρχικά τον κατηγορούσαν για Τούρκο πράκτορα. Ήταν εκείνος που από το 2014 κι έπειτα, για να διαφημίσει το νησί, αξιοποιούσε το δίκτυό του κι οργάνωνε εκδρομές σε επώνυμους Τούρκους, π.χ. τους ηθοποιούς των τουρκικών σειρών που προβάλλονταν στην Ελλάδα. Μία δεκαετία αργότερα, στη Λέσβο δραστηριοποιούνται τουλάχιστον επτά γραφεία που δουλεύουν με Τούρκους τουρίστες.
Κοινά προγράμματα προβολής
«Κομβικό πρόσωπο για την καλλιέργεια καλών σχέσεων με τους γείτονες ήταν ο πρώην δήμαρχος Μυτιλήνης, Στρατής Πάλλης (1982-1990), και πολύ σημαντική ήταν η ίδρυση του Συλλόγου “Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο”. Αμφότεροι με τις δράσεις τους έφεραν πιο κοντά τους δύο λαούς», καταλήγει ο Άρης. Πάντως, όπως φάνηκε από τις συζητήσεις με τον Παναγιώτη Χριστόφα, δήμαρχο Μυτιλήνης, ο οποίος υπογράμμισε το υψηλό καταναλωτικό προφίλ των γειτόνων, και τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Αϊβαλί, Αλί Ουτσάρ, ωριμάζει η ιδέα για ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων τουριστικής προβολής Λέσβου-Αϊβαλιού. «Βλέπουμε τη Λέσβο συμπληρωματικά, καθώς μαζί με το Αϊβαλί συνθέτουν ένα πολύ ενδιαφέρον τουριστικό πακέτο μιας εβδομάδας. Γι’ αυτό τα προωθούμε μαζί στην εσωτερική μας αγορά», περιγράφει ο Αλί.

Το κατά πόσο Λέσβος και Αϊβαλί θα κατέβουν ποτέ μαζί σε παγκόσμια έκθεση τoυρισμού θα το δείξει ο χρόνος. Σίγουρα, σε έναν τόπο του οποίου η φήμη τσαλαπατήθηκε τόσο άγρια με το Μεταναστευτικό, οι Τούρκοι εκδρομείς αποτελούν μια οικονομική εφεδρεία. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αλλοίωσης του χαρακτήρα του νησιού από μια πιθανή στροφή στον μαζικό τουρισμό παραμένει στο τραπέζι. Γιατί μπορεί σήμερα οι κλίνες της Λέσβου να μην επαρκούν για να καλύψουν υπερπολλαπλάσια τουριστικά κύματα, αλλά στο κέντρο της Μυτιλήνης ήδη κυκλοφορούν μενού αποκλειστικά στα τουρκικά. Και η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού πάντα έχει ρίσκα, εφόσον κανείς δεν εγγυάται ότι η κατάσταση θα διατηρείται σταθερή. Η σταθερότητα αποτελεί εξάλλου βασικό ζητούμενο για τους κατοίκους και των δύο πλευρών.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 8ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Λέσβος», Ιούλιος 2024 εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ