Το κλειστό καφενείο του Πολιχνίτου: Ρεβίθια-φωτιά, έρωτες και δικαστικές ιστορίες που ζητούν αναβίωση
Ένα κείμενο από το χθες, το σήμερα και ίσως το αύριο*
Στην καρδιά της πάνω αγοράς του Πολιχνίτου, στη Λέσβο, υπήρχε κάποτε ένα παραδοσιακό καφενείο που δεν ήταν απλώς ένας χώρος για καφέ και φαγητό, αλλά ένας πυρήνας κοινωνικής ζωής, ένα σημείο συνάντησης, και ένας θεσμός που σφράγισε την καθημερινότητα του τόπου. Απέναντι από το Ειρηνοδικείο, το καφενείο αυτό ζούσε τις δικές του στιγμές δόξας, ιδιαίτερα κάθε Δευτέρα, όταν το δικαστήριο γέμιζε την περιοχή με κόσμο: δικηγόρους από τη Μυτιλήνη, μάρτυρες από τα γύρω χωριά, και κάθε λογής ανθρώπους που έψαχναν έναν τόπο να ξαποστάσουν και να ανταλλάξουν κουβέντες. Σήμερα, αν και κλειστό, το καφενείο παραμένει ένας σιωπηλός μάρτυρας μιας εποχής γεμάτης ζωντάνια, με την ελπίδα να ξαναπάρει ζωή, όπως υπαινίσσεται η πέτρινη πινακίδα στην πρόσοψή του: «Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, και ουδέποτε τινός».
Η Κίνηση της Δευτέρας και η Μαγειρική Τέχνη
Οι Δευτέρες ήταν η μέρα που το καφενείο γνώριζε το αποκορύφωμά του. Κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής διακοπής του Ειρηνοδικείου, ο χώρος γέμιζε ασφυκτικά. Οι δικηγόροι, με τις βαριές τους τσάντες γεμάτες έγγραφα, οι μάρτυρες με τις αγωνίες τους, και οι ντόπιοι που έβρισκαν ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, συνωστίζονταν για έναν καφέ και κάτι να φάνε. Η σπεσιαλιτέ της ημέρας, τα ρεβίθια, ήταν το «καζάνι» που έκλεβε την παράσταση. Η σύζυγος του καφετζή τα μαγείρευε με τέτοια μαεστρία που γίνονταν ανάρπαστα, αφήνοντας πίσω τους μια γεύση που έμενε αξέχαστη σε όσους τα δοκίμαζαν. Αυτή η απλή, αλλά πεντανόστιμη συνταγή, έγινε συνώνυμο της φιλοξενίας του καφενείου και της ζεστασιάς που πρόσφερε.
Ο ίδιος ο καφετζής, ένας άνθρωπος με πείρα και κοινωνικότητα, καυχιόταν ότι γνώριζε όλους τους δικηγόρους της Μυτιλήνης. Δεν ήταν απλώς ένας ιδιοκτήτης καφενείου, αλλά ένας άτυπος σύμβουλος: μπορούσε να συστήσει τον κατάλληλο δικηγόρο για κάθε υπόθεση, ανάλογα με τις ανάγκες του πελάτη. Αυτή η προσωπική επαφή και η εμπιστοσύνη που έχτιζε με τον κόσμο έκαναν το καφενείο κάτι περισσότερο από έναν χώρο εστίασης – το μετέτρεπαν σε σημείο αναφοράς.
Ένας Πολυχώρος της Κοινότητας
Πέρα από τις δικαστικές μέρες, το καφενείο φιλοξενούσε ποικίλες εκδηλώσεις που το καθιστούσαν τον παλμό της τοπικής κοινωνίας. Γαμήλια γλέντια, δημοπρασίες, ομιλίες πολιτικών – η αίθουσα γέμιζε με ήχους, γέλια και συζητήσεις. Ήταν ένας τόπος όπου η ζωή του Πολιχνίτου ξετυλιγόταν σε όλες της τις αποχρώσεις. Στην κεντρική κολώνα, κάτω από το ρολόγι, ο χρόνος έμοιαζε να σταματά, σημαδεύοντας στιγμές που έμεναν χαραγμένες στη μνήμη των ανθρώπων. Εκεί, πριν από 49 χρόνια, ο Γιώργος Σταυρινός γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, την κόρη του καφετζή. Εκείνη, δήθεν απασχολημένη με το κέντημά της, τον περίμενε να μπει στο καφενείο μετά τη δουλειά του στο εργοτάξιο της 6ης ΜΟΜΑ, όπου υπηρετούσε τη θητεία του, στον όροφο πάνω από το Ειρηνοδικείο. Μια τυχαία συνάντηση που έμελλε να γίνει η αρχή μιας ζωής μαζί.

Η Πέτρινη Πινακίδα και η Κληρονομιά
Η πρόσοψη του καφενείου κοσμείται από μια πέτρινη πινακίδα με τη φράση «Σήμερον εμού, αύριον ετέρου, και ουδέποτε τινός» – σήμερα δικό μου, αύριο κάποιου άλλου, αλλά ποτέ αδέσποτο. Αυτή η επιγραφή, που χρονολογείται από τον πρώτο κτήτορα, φανερώνει τη βαθιά πίστη ότι ο χώρος αυτός έχει μια διαχρονική αξία και αποστολή. Δεν προορίζεται να μείνει αλειτούργητος, αλλά να συνεχίσει να φιλοξενεί ζωή, ιστορίες και ανθρώπους. Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία από το βιβλίο της Τζέλης Χατζηδημητρίου, το εσωτερικό του παραμένει άθικτο, σαν να περιμένει τον επόμενο που θα του δώσει πνοή.

Ένα Μνημείο που Αναμένει Αναγέννηση
Σήμερα, το καφενείο στέκει κλειστό, αλλά η αύρα του δεν έχει σβήσει. Είναι κάτι περισσότερο από ένα κτίριο – είναι μια ζωντανή ανάμνηση μιας εποχής όπου οι άνθρωποι συναντιούνταν, μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες τους, και έχτιζαν σχέσεις. Η ελπίδα παραμένει ζωντανή: κάποιος νέος επαγγελματίας ίσως ανοίξει ξανά τις πόρτες του, φέρνοντας πίσω τη μυρωδιά του καφέ, τη γεύση των ρεβιθιών και τον ήχο των συζητήσεων. Μέχρι τότε, το καφενείο του Πολιχνίτου θα συνεχίζει να στέκει εκεί, απέναντι από το Ειρηνοδικείο, κρατώντας μέσα του τις ιστορίες μιας ολόκληρης γενιάς.
*με αφορμή ανάρτηση του Γιώργου Σταυρινού /Συνταξιούχος Τοπογράφος Μηχανικός