Ακούω τις θάλασσες και τα ποτάμια σου Ακούω το γέλιο ακούω το κλάμα σου Τις μελωδίες που γεννιούνται στα σπλάχνα σου Τις πολιτείες και τους ανθρώπους που ταξιδεύουν κάτω απ’ το δέρμα σου Ακούω την αλήθεια σου κι ακούω το ψέμα Και μια μικρή ζεστή αγωνία μου γλυκαίνει το αίμα (Αγγελάκας)
«Η Μυτιλήνη δεν μοιάζει σε τίποτα με πέρσι», μου λένε εργαζόμενοι σε δομή φιλοξενίας του νησιού. «Στην πόλη, η ζωή έχει επιστρέψει στην κανονικότητα». Δεν βλέπεις πια πλήθη προσφύγων σε κάθε γωνία, πολλές ομάδες (αλληλέγγυων) έφυγαν, δεν υπάρχει ο παροξυσμός που υπήρχε πέρσι, «δεν υπάρχει η ζωντάνια». «Οι κάτοικοι του νησιού είναι και αυτοί ευπαθής ομάδα», μου λέει ένας ψυχολόγος, «αλλά δεν το ξέρουν», και καθώς μιλάει, σκέφτομαι κάτι που είχε πει ο Μπενίνι, καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που θα τρυγήσει, αλλά είναι αυτός που θα τραγουδάει, καθισμένος πάνω σ’ ένα δέντρο, στ’ αμπέλι, την ώρα που οι άλλοι θα τρυγάνε, για να κάνει τη δουλειά ίσως κάτι παραπάνω από υποφερτή.
Η ζωή έχει επιστρέψει στην κανονικότητα εδώ στη Μυτιλήνη, αλλά είναι μια σιωπηλή κανονικότητα. Μια στοιχειωμένη κανονικότητα. «Τον δίσκο των Liars, το Τhey threw us all in a trench and stuck a monument on top, τον ξέρεις; Έτσι είναι εδώ», μου λέει μια κοινωνική λειτουργός. «Μας έριξαν όλους σε μια τάφρο, και έχωσαν και ένα άγαλμα από πάνω»
Όλους αυτούς τους συνάντησα ξανά το βράδυ της Τρίτης 9 Αυγούστου, στο κάστρο της Μυτιλήνης. Οι περισσότεροι είχαν έρθει παρέα με δυο τρεις πρόσφυγες από τις δομές που εργάζονται, πρόσφυγες που δεν είχαν ξανακούσει ποτέ Αγγελάκα. Ήταν εδώ και ντόπιοι, πολλοί, γεμάτος ο χώρος, καθιστοί ή όρθιοι. «Ευχαριστώ τους όμορφους κατοίκους του νησιού, για αυτό που κάνουν», είπε ο Αγγελάκας, πρόσωπο με πρόσωπο, σε όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Δυο ώρες αργότερα το φεγγάρι μας είδε όλους να χοροπηδάμε μπροστά στη σκηνή σαν σεληνιασμένοι. Το πουκάμισο του τραγουδιστή μούσκεμα. Οι κιθάρες, τα πνευστά, η ντραμς, η ζωή η ίδια ξόρκιζε το θάνατο, μέχρι αύριο το πρωί, που η αναμονή θα ξανάρχιζε…
«Δεν μπαίνω πια στη θάλασσα. Δεν τ’ αντέχω… ήταν το σαγόνι της πρησμένο, τεράστιο, κατακόκκινο... Δεν ήξερε κολύμπι. Εφτά ώρες την κρατούσε ο άντρας της από το σαγόνι, να μην πνιγεί…»
«Η απώθηση είναι φυσιολογικός μηχανισμός, αλλά όταν γίνεται αποκλειστικός μηχανισμός διαχείρισης της πραγματικότητας, θα γεννήσει τέρατα, είναι το μόνο σίγουρο…»
Φωτογραφίες: Σπύρος Παυλής.
left.gr