Βουτάμε ανοιχτά της Λέσβου - «The Swimmers» στο Netflix
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια ταινία που θέλει να αφηγηθεί τις δυσκολίες μιας διαδρομής, και μάλιστα προσφυγικής, είναι να καταλήξει δακρύβρεχτη. Να υπερβάλει εκεί που η πιο απλή περιγραφή είναι τελικά και η πιο συγκλονιστική.
Τον κίνδυνο αυτόν η ταινία τον αποφεύγει εξαιρετικά επιδέξια. Μας συστήνει μια καθημερινή οικογένεια στη Συρία που, λόγω του εμφυλίου, συνειδητοποιεί σταδιακά ότι πρέπει να βοηθήσει τα παιδιά της να διαφύγουν στο εξωτερικό με κάθε κόστος.
Η κινηματογραφική αφήγηση πετυχαίνει να μας φέρει κοντά στις πρωταγωνίστριες, τη 17χρονη Yusra Mardini και την 20χρονη αδελφή της Sara, που ασχολούνται με την κολύμβηση. Μοιραζόμαστε την αγωνία τους, βουτάμε κι εμείς μαζί τους στα ανοιχτά της Λέσβου, απ’ όπου προσπαθούν να περάσουν για να καταλήξουν στη Γερμανία, τον αρχικό προορισμό τους.
Η ταινία επιμένει να ασχολείται με τις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής τους ζωής και να χρησιμοποιεί τη μεγάλη Ιστορία μόνο ως φόντο. Για παράδειγμα, από την αρχή βλέπουμε τις πρωταγωνίστριες να χορεύουν σε κάποια ταράτσα της Συρίας, ενώ στο βάθος πέφτουν ρουκέτες.
Βλέπουμε τις νεαρές να αστειεύονται ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. «Είδα ένα πεφταστέρι» λέει σε κάποια φάση η μία, για να της απαντήσει η άλλη: «Ήταν ένας άγγελος που πέταξε το τσιγάρο του για να μην τον πιάσει ο Αλλάχ να καπνίζει».
Η ιστορία δεν αποκρύβει το πώς κερδοσκοπούν διάφοροι εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ανθρώπων να περάσουν από τη μια χώρα στην άλλη. Παντού υπάρχει κάποιος ή κάποια για να τους προσφέρει «βοήθεια», στο υπερδεκαπλάσιο πάντα της τιμής που θα κόστιζε σε κανονικές συνθήκες.
Η Manal Issa υποδύεται την Sara Mardini.
Τα κλειστά σύνορα δημιουργούν τελικά «επενδυτικές» ευκαιρίες και η παρανομία αυξάνει τον κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα και την ίδια τη ζωή απλών, καθημερινών ανθρώπων. Οι δυο κοπέλες πέφτουν θύματα σεξουαλικών παρενοχλήσεων και μιας απόπειρας βιασμού.
Το ζήτημα των κλειστών συνόρων υποχωρεί γρήγορα στο παρασκήνιο –για να μη μετατραπεί η ταινία σε ντοκιμαντέρ– και η κεντρική ιστορία συνεχίζει να περιγράφει γενικότερα τη ζωή προσφύγων που προσπαθούν, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε όχι, να επιβιώσουν. Εδώ η σκηνοθέτις Sally El Hosaini θα μπορούσε να αφήσει να διαφανεί η σχέση των δύο κοριτσιών περισσότερο μέσα από τις κινήσεις τους παρά μέσα από τις λέξεις, αλλά αυτό είναι υποκειμενικό.
Η Yusra, φτάνοντας στη Γερμανία, αρχίζει να ασχολείται εκ νέου με το κολύμπι. Βρίσκει έναν Γερμανό προπονητή, διεκδικεί και πετυχαίνει να ξεκινήσει προπονήσεις μαζί του. Οι επιδόσεις της όμως δεν αρκούν για να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες με την εθνική ομάδα της Συρίας.
Ενημερώνεται ότι θα κατέβει στους αγώνες μια Εθνική Προσφύγων. Εκεί αμφιταλαντεύεται για το τι πρέπει να κάνει. «Αν είχες την ευκαιρία, θα ήθελες να συμμετάσχεις στην Ολυμπιάδα επειδή είσαι ικανός ή επειδή σε λυπούνται;» λέει στον προπονητή της.
Στο μεταξύ, η αδερφή της, η Sara, αποφασίζει να επιστρέψει στη Λέσβο για να βοηθήσει τους πρόσφυγες που κατέφθαναν αγεληδόν εκείνα τα χρόνια (2015-2016). Υπολογίζεται ότι από το 2011 5,7 εκατομμύρια Σύριοι έγιναν πρόσφυγες, ενώ πλήθος άλλων εθνικοτήτων μετακινούνταν παράλληλα μαζί τους.
Ίσως όμως, βλέποντας κανείς την ταινία, που προσπαθεί να δει ακριβοδίκαια το προσφυγικό ζήτημα, σκεφτεί ότι μια οικογένεια που στέλνει το ανήλικο παιδί της σε μια ξένη χώρα το κάνει εκ του πονηρού, για να μπορέσει μετά να επανενωθεί νόμιμα μαζί του, εκμεταλλευόμενη τη σχετική νομοθεσία της Γερμανίας. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα έπρεπε να αναρωτηθεί και αν τους έχει απομείνει άλλος τρόπος.
Άλλωστε, οι μη έχοντες δύναμη δεν προσεύχονται ποτέ σε κάποιον θεό σαν τον Θορ, μάλλον ζητούν βοήθεια απ’ τον αδερφό του, τον Λόκι, τον θεό της πονηριάς.
Τι γίνεται όμως όταν και η πονηριά τίθεται στην υπηρεσία των ισχυρών;
Μετά το τέλος της ταινίας κάποιες πληροφορίες περνούν από την οθόνη μας. Μερικές από αυτές μας αφορούν:
Το 2018 η Σάρα και οι συνεργάτες της συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές, κατηγορούμενοι για «διακίνηση μεταναστών», επειδή βοηθούσαν πρόσφυγες στη Λέσβο.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χαρακτήρισε τις κατηγορίες ως «πολιτικά υποκινούμενες» και η Διεθνής Αμνηστία είπε ότι είναι «άδικες και αβάσιμες».
Η Σάρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με 20 χρόνια φυλάκισης αν καταδικαστεί.