Ο Ερημίτης
της Μαίρης Μαργαρίτη *
Κάθε χρόνο, Μεγάλο Σάββατο, παρά το πλήθος των προετοιμασιών για το βράδυ της Ανάστασης και την Κυριακή του Πάσχα, βρίσκαμε πάντα χρόνο η μητέρα μου και εγώ να επισκεφτούμε το πέτρινο σπιτάκι του Αθανάση του ερημίτη. Το μικρό αυτό σπίτι ήταν χτισμένο εντυπωσιακά λιτό, με πέτρες στοιβαγμένες από χέρι ιδιώτη και τα κενά γεμισμένα με τσιμέντο, πάλι με ερασιτεχνικό τρόπο, ίσα που να προστατεύουν τον κάτοικό του από τις κακές καιρικές συνθήκες δίχως καμιά προσπάθεια καλλωπισμού. Το σπίτι απέπνεε ό,τι και ο ιδιοκτήτης του, εσωστρέφεια και απομόνωση, καχυποψία και αποστροφή.
Ο Αθανάσιος Κάτρης που αργότερα τον ανέφεραν ως Αθανάση Ερημίτη είχε καταγωγή από το χωριό αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην πρωτεύουσα και ποιος ξέρει που αλλού. Άγνωστο για ποιο λόγο και με ποια ενδεχομένως άσχημα βιώματα, όπως όλοι υποψιάζονταν, επέστρεψε μια μέρα μόνος του στο πατρικό σπίτι στο χωριό. Τότε θα’ πρέπει να διένυε το πεντηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας του. Διέσωσε το σπίτι απ΄ την κατάρρευση και το κατοίκησε διατηρώντας όσο λιγότερες επαφές μπορούσε με τους συγχωριανούς του. Έτσι, απομονωμένος στο πέτρινο σπιτάκι του λόφου, στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού, ξέχωρα απ΄τα άλλα σπίτια, βουτηγμένος στο φυσικό τοπίο του λόφου, με μόνη συντροφιά τα κατοικίδια του και τα άλλα τα περαστικά του βουνού τα ζώα που δεν τα φοβόταν, έζησε χρόνια πολλά ίσαμε εκείνο το Πάσχα, περίπου είκοσι.
Οι δυνάμεις του όμως τον εγκατέλειπαν χρόνο με τον χρόνο και ερχόταν όλο και πιο σπάνια στο χωριό, ειδικά όσο κρατούσαν οι χειμερινοί μήνες παρέμεινε κλεισμένος στο σπίτι. Είχε κάνει συμφωνία με έναν μαγαζάτορα απ’ το χωριό και του έφερνε τα τρόφιμα. Τη σύνταξή του δεν την έπιανε καν στα χέρια του. Την εισέπραττε ο μαγαζάτορας και τη διαχειρίζονταν αναλόγως με τις ανάγκες του ανθρώπου που είχε υπό την προστασία του κρατώντας για λογαριασμό του ένα συμφωνημένο ποσό κάθε μήνα για τον κόπο του. Ο Αθανάσης ο Ερημίτης άγνωστο για ποιο λόγο δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους.
Εκείνο το Πάσχα, λοιπόν, πήγαμε ξανά Μεγάλο Σάββατο στον Ερημίτη. Ένα πήλινο με φαγητό, βαμμένα αυγά και δυο τσουρέκια. Το σπίτι είχε μια υποτυπώδη αυλή και ένα πρόχειρο φράκτη. Βρήκαμε την εξώπορτα ανοιχτή και σύντομα διαπιστώσαμε ότι δεν ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες. Είδαμε κάμποσες σακούλες πιθανόν με τρόφιμα, σφραγισμένες καλά από φόβο μήπως φαγωθούν από κανένα πεινασμένο ζώο. Όλα αφημένα μπροστά στο κατώφλι. Κανείς δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα. Ο ιδιοκτήτης του πέτρινου σπιτιού δεν ήταν διόλου φιλόξενος και το ήξεραν όλοι. Πολύ περισσότερο απεχθανόταν τις ελεημοσύνες. Ακόμη πιο πολύ όμως τις χριστιανικές γιορτές. Λέγανε πως ποτέ δεν πάτησε το πόδι του σε εκκλησιά ούτε ορθόδοξη ούτε άλλη. Αλλά αυτά, βέβαια, μπορεί να ήταν και υπερβολές των χωρικών, των οποίων η φαντασία τροφοδοτείται από το απόλυτο και το εξαιρετικά σπάνιο. Σίγουρα πάντως δεν είχε πατήσει στην εκκλησία του χωριού ούτε μια φορά απ΄τη μέρα που ήρθε. Σχετικά με τα τρόφιμα υποθέσαμε ότι κάποια στιγμή ο μαγαζάτορας που θα ερχόταν να τον δει, θα κουβαλούσε τα πράγματα μέσα στο σπίτι - γιατί γνώριζε από προηγούμενες χρονιές ότι θα υπήρχαν απ’ έξω τρόφιμα εκείνη τη μέρα- και ο άλλος θα τα δεχόταν μην γνωρίζοντας την ακριβή τους προέλευση. Ίσως να το υποψιαζόταν αλλά δε θα τα γύριζε πίσω σίγουρα.
Έτσι, πιθανόν να έγινε και τότε. Γυρίζοντας από το πέτρινο σπίτι του Αθανάση του Ερημίτη ρωτούσα και πάλι τη μητέρα μου για τη ζωή εκείνου του ανθρώπου που έχασε την πίστη του στους ανθρώπους. Η μητέρα μου δεν ήξερε να μου πει τίποτα περισσότερο από φήμες και κουτσομπολιά που ακουγόταν γι’ αυτόν τον Αθανάσιο Κάτρη. Στην πραγματικότητα κανείς δε γνώριζε τίποτα σίγουρο. Όσα ήξεραν ήταν για τους προγόνους του και λοιπούς συγγενείς, οι περισσότεροι απ΄ τους οποίους δεν ζούσαν πλέον. Μωρό ήταν όταν τον πήραν οι γονείς του κι έφυγαν στην πρωτεύουσα.
Διάφορα ακούγονταν, όλα πιθανά σενάρια που ίσως αναλόγως το ταλέντο και τον ζήλο του αφηγητή έπαιρναν διαστάσεις μεγαλύτερες απ΄τα αληθινά γεγονότα. Άλλες ιστορίες τον παρουσίασαν ως θύτη και άλλες ως θύμα, άλλες ως αφελή και άλλες σαν κακούργο. Λέγανε ότι είχε παντρευτεί μια όμορφη γυναίκα που τον παράτησε για έναν νεώτερο αφού κατασπατάλισε την περιουσία του ή ότι τον άφησε επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά ή επειδή είχε μια κακιά αρρώστεια. Άλλοι λέγανε ότι ήταν τρομερός χαρτοπαίκτης που έφαγε όλη του την περιουσία στον τζόγο, άλλοι τον λέγανε μεθύστακα και άλλοι ναρκομανή. Κάποιοι λέγανε πως δεν είχε καν παντρευτεί και ότι απλά συζούσε με διάφορες. Είχε ακουστεί επίσης ότι είχε κάνει ένα έγκλημα- λέγανε πως σκότωσε τον αντίζηλό του ή αυτόν που τον πίεζε να πληρώσει τα χρέη του ή και την ίδια τη γυναίκα του ή ένα φίλο του πάνω σε μια παρεξήγηση- και ότι είχε έρθει στο χωριό να κρυφτεί. Όμως κανείς τόσα χρόνια δεν τον είχε αναζητήσει. Κάποιοι άλλοι λέγανε ότι ήταν στ’ αλήθεια κατάσκοπος που απ’ το σπιτάκι που έμενε βίγλιζε τους Τούρκους απέναντι στα παράλια και έστελνε ραπόρτο. Κάποιοι άλλοι είπαν πως υπήρξε μοναχός σε μοναστήρι και ότι μετά από ένα παράπτωμα που έκανε, διώχτηκε απ΄την μονή και ντροπιασμένος αποσύρθηκε στο πατρικό του σπίτι. Άλλοι τέλος είπαν ότι ήταν ζάμπλουτος, εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος, αηδιασμένος απ΄την πολλή συνάφεια με τον κόσμο και μπουχτισμένος απ΄την κοσμική ζωή που ήθελε λίγη ησυχία και ότι μια μέρα κάποιος θα τον αναζητούσε, μιας και αυτούς τους πλούσιους δεν τους αφήνουν ποτέ στην ησυχία τους.
Τα σενάρια για το άγνωστο παρελθόν του ερημίτη έδιναν κι έπαιρναν και από ένα σημείο και μετά κανείς δεν ενδιαφερόταν να μάθει την αλήθεια. Τους αρκούσε να φτιάχνουν με τη φαντασία τους πάντα μια νέα εκδοχή ή να αναπροσαρμόζουν τις παλιές εμπλουτίζοντας τες με νέα στοιχεία. Έτσι, τα χρόνια περνούσαν αλλά ο ερημίτης δεν έγινε ποτέ στη συνείδησή τους ένας απ΄αυτούς αλλά παρέμεινε ο μυστηριώδης ξένος.
***
Το βράδυ της Ανάστασης ο περισσότερος κόσμος είχε βγει στο προαύλιο της εκκλησίας. Έκανε αρκετή ζέστη στον εσωτερικό χώρο από τους πολυελαίους, τα αναμμένα κεριά και την πολυκοσμία. Στο προαύλιο η κατάσταση ήταν σαφώς καλύτερη. Όλοι περίμεναν υπομονετικά με τις στολισμένες λαμπάδες ανά χείρας και τα φαναράκια. Τα μεγάφωνα μετέφεραν αρκετά καλά τις ψαλμωδίες και στον προαύλιο χώρο, όπου όμως συχνά παρενέβαινε ο ήχος από τα ανυπόμονα βαρελότα που έσκαγαν στο σημείο όπου δε στεκόταν κόσμος. Τουλάχιστον, αυτή ήταν η αρχική πρόθεση ανεξάρτητα απ΄το αποτέλεσμα.
Όταν το μεγάλο ρολόι στο καμπαναριό πέρασε εντεκάμιση και κατευθυνόταν στο παρά δώδεκα, η ανυπομονησία μικρών και μεγάλων έφθασε στο αποκορύφωμα. Τα μικρά έτριβαν τα παπούτσια στο έδαφος και γκρίνιαζαν με την παραμικρή αφορμή και οι μεγάλοι κοιτούσαν συνεχώς το μεγάλο ρολόι σαν να το λοιδωρούσαν επειδή καθυστερούσε επίτηδες. Τότε, ξαφνικά φάνηκε μια άγνωστη σιλουέτα να περνάει τη μεγάλη καγκελόπορτα της εκκλησίας. Βάδιζε αργά σα να εισχωρούσε σε άγνωστο και επικίνδυνο έδαφος. Οι άνθρωποι που στέκονταν κοντά είχαν κιόλας διακρίνει το πρόσωπο και κοιτούσαν με απορία. Στο φως ενός βεγγαλικού φάνηκε ένας γέρος που έσερνε αργά τα πόδια του και προχωρούσε έχοντας μια κλίση προς τα δεξιά και κρατώντας μπαστούνι, μάλλον λόγω προβλήματος στην πλάτη, διέσχιζε το συγκεντρωμένο πλήθος με μεγάλη πλέον άνεση, μια και όλοι του έκαναν χώρο να περάσει.
Με το κεφάλι σκυφτό ο Αθανάσης ο Ερημίτης πλησίαζε όλο και πιο πολύ στην πόρτα της εκκλησίας χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Μόνο που και που σήκωνε ελαφρά το κεφάλι του για να προσανατολιστεί. Όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς σταμάτησε απότομα και έμεινε σα μαρμαρωμένος. Φαινόταν αναποφάσιστος. Το πρόσωπό του το έζωναν χαρακιές οι ρυτίδες και στο μέτωπό του γυάλιζε ιδρώτας. Τα δυο του χέρια τα είχε τοποθετήσει το ένα πάνω στο άλλο στηριγμένα στο μπαστούνι. Το φως απ΄το εσωτερικό της εκκλησίας που έλουζε το πρόσωπό του εκεί που στεκόταν, του έδινε μια όψη τρομαχτική. Τα μάγουλα του φαίνονταν ωχρά και τα χείλη του ξηρά. Το βλέμμα του είχε γίνει απροσδόκητα υγρό.
Κάποιος του έδειξε με προτεταμένο το χέρι ένα σημείο στο πεζούλι που είχε άδειασε για να κάτσει. Εκείνος προχώρησε υπάκουα μέχρι το σημείο αποδεχόμενος την σιωπηλή πρόσκληση του συγχωριανού του. Κάθισε, ακουμπώντας το μπαστούνι στο πλάι Έπειτα μάζεψε τα χέρια του πάνω στα γόνατά του σε μια στάση ευλάβειας και συστολής.
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να ξεπερνάει την πρώτη έκπληξη και να συνηθίζει την παρουσία του ερημίτη.Τα βλέμματα ξεκόλλησαν από τη φιγούρα του ερημίτη και κινήθηκαν στον γύρω χώρο. Πολύ σύντομα άρχισαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, να κοιτούν και πάλι το ρολόι του καμπαναριού. Οι λαμπάδες ίδρωναν στα ανυπόμονα χέρια. Τα παιδιά κλωτσούσαν τα πόδια των μεγάλων, τα βεγγαλικά έπεφταν με μεγαλύτερη συχνότητα. Όλα πλέον έβαιναν προς τη σπουδαία είδηση της βραδιάς.
Η Ανάσταση. Ένα πανδαιμόνιο από ήχους, καμπάνες, βεγγαλικά, ψαλμωδίες και βαβούρα. Οι λαμπάδες άναβαν η μια μετά την άλλη και το αναστάσιμο φως απλώνονταν από χέρι σε χέρι. Τα πρόσωπα που τα φώτιζε πλέον μόνο το φως των κεριών, έμοιαζαν βγαλμένα από μια παλιά ιστορία που πονούσε ακόμη με την αυτοθυσία και το μεγαλείο της ψυχής που δίδασκε, που συγκινούσε ακόμη με την εξαιρετική της μοναδικότητα.
Οι καμπάνες χτυπούσαν και τα μεγάφωνα μετέφεραν τις ψαλμωδίες. «Χριστός Ανέστη». Ο κόσμος πηγαινοερχόταν και μετέφερε το μήνυμα της αναστάσεως. Μια παλιά ιστορία για τη μοναξιά του θεανθρώπου, το βάρος της αμαρτίας, τη λύτρωση, την ψυχή που νικούσε τον θάνατο. Κάπου ένα μισάωρο ακόμη. Μετά ένας ένας έφευγε για το σπίτι του κουρασμένος από την ένταση της ημέρας ή τη στέρηση της νηστείας. Το προαύλιο άδειαζε σιγά σιγά.
Τότε κάποιος πρόσεξε ότι ο Αθανάσης ο Ερημίτης καθισμένος στο ίδιο εκείνο μέρος, στο πεζούλι, είχε γείρει και είχε ακουμπήσει το κεφάλι του πίσω στον τοίχο, λίγο προς τα πλάγια. Έμοιαζε να έχει αποκοιμηθεί. Κάποιοι που προθυμοποιήθηκαν να τον γυρίσουν στο πέτρινο σπιτάκι, πλησίασαν και δοκίμασαν να τον ξυπνήσουν. Και τότε κατάλαβαν ότι είχε πεθάνει. Μέσα στη τσέπη του βρήκαν μια φωτογραφία που έδειχνε ένα νεοσύλλεκτο μοναχό. Στο φόντο της φωτογραφίας, πίσω απ΄τον νεαρό καλόγερο, στο βάθος, ο φωτογράφος είχε κατά τύχη φωτογραφίσει μια όμορφη κοπέλα που φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Η ομορφιά της επισκίαζε τον μοναχό. Το κόκκινο φόρεμα τον εξουδετέρωνε.
Εκείνο το αναστάσιμο βράδυ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο μόνος είχε νιώσει ο ερημίτης του πέτρινου σπιτιού στο λόφο. Τόσο άδειος από πίστη σε Θεό και σε ανθρώπους. Τότε που κατάλαβε ότι έρχεται το τέλος. Μια παλιά φωτογραφία. Μια παλιά ιστορία που πονούσε ακόμη.
Η Μαίρη Μαργαρίτη κατάγεται από τον Σκουτάρο Λέσβου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ασχολείται με τη διδασκαλία μαθημάτων Λυκείου. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικά έργα καθώς σε λογοτεχνικές σελίδες στο διαδίκτυο.
Η στήλη του Lesvosnews.net "Λόγια ... της Λέσβου" είναι ανοιχτή σε κάθε φίλο της Λέσβου που γράφει ή θέλει να δοκιμάσει τις ικανότητές του στο διήγημα. Περιλαμβάνει διηγήματα με φόντο τη Λέσβο που δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στο info@lesvosnews.net