Μια αληθινή ιστορία, Πάσχα του 2012 στη Μυτιλήνη
Η ζωή αλλού... μια αληθινή ιστορία στη Μυτιλήνη
(Μια αληθινή ιστορία, Πάσχα του 2012 στη Μυτιλήνη.)
Όταν έφτασα στο λιμάνι της μυτιλήνης, ήταν πρωί.
Πολύ πρωί, γύρω στις έξι.
Ζήτησα από την Ίριδα να κάτσουμε για λίγο σε ένα από τα παγκάκια που εδώ και δεκαετίες φιλοξενούν κουβέντες δίπλα στην προκυμαία.
Και σύντομα, ίσως δευτερόλεπτα μετά, είδα μπροστά μου την πρώτη από τις εικόνες που σημάδεψαν αυτή την εκδρομή.
Δύο δελφίνια φάνηκαν να μπαίνουν στο λιμάνι. Να γυροφέρνουν νωχελικά μέσα του σα να είναι ο κήπος του σπιτιού τους.
Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Και ότι αυτή η εικόνα μπορεί να σήμαινε πως ετούτη η εκδρομή θα εξελισσόταν υπεροχα.
Και έτσι έγινε.
Γιατι ήταν γεμάτη από εικόνες.
Εικόνες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πρωί.
Πολύ πρωί, γύρω στις έξι.
Και πήγα μια βόλτα στη διπλανή παραλία. Την παραλία που αν είναι καλοκαίρι, σου μοιάζει με πόρνη. Γιατί πρέπει να πληρώσεις για να τη δεις. Και όπως με όλες τις πόρνες, εγώ να μπερδεύομαι τόσο, αν θα πρέπει να τις σιχαθώ. Ή να τις ερωτευτώ.
Όμως τώρα είναι άνοιξη και οι νταβατζήδες είναι ακόμα στα καβούκια τους.
Και έτσι, στα κλεφτά, πήδηξα τα κάγκελα, τα κάγκελα παντού, και μπήκα στην αγκαλιά της. Και έβγαλα τα ρούχα μου. Και κολύμπησα στα νερά της. Και τι ωραία, δεν ήμουν καθόλου μπερδεμένος: την είχα ερωτευτεί.
Και κάθισα στις όχθες της και κοίταζα τον ήλιο.
Και τραγουδούσα γι’ αυτόν.
Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα ξύπνησα πρωί.
Πολύ πρωί, γύρω στις έξι.
Και έκανα μια βόλτα στο λιμάνι.
Και σε μία από τις τράτες που αράζουν στη δυτική πλευρά, σε μία από τις τράτες που πάντα αναρωτιέσαι αν γίνεται πάνω τους κάποιος να δουλεύει, να ζει ή να ελπίζει, είδα έναν άνθρωπο να προσεύχεται. Να προσεύχεται πάνω στη λαμαρίνα.
Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Και μια άλλη στιγμή, έπινα ρακές. Σε ένα μαγαζί με παράξενο όνομα.
Και που όλοι -μα όλοι- όσοι περνούσαν από μπροστά μου, ήταν σα να τους ήξερα από πάντα. Σαν να είχα περάσει αμέτρητα βράδια έρωτα με τη σερβιτόρα, σαν να ήταν δικό μου το παιδί που έπαιζε με τα βρωμόνερα στους αρμούς, σα να ήταν ο παππούς μου αυτός ο μεθύστακας στο γωνιακό τραπέζι.
Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Και αργότερα βρέθηκα να ζωγραφίζω, με το χοντρό μου μαρκαδόρο, μια καρδιά στον τοίχο μιας τράπεζας. Να με μαζεύουν οι ασφαλίτες. Να με βάζουν στο ασφαλίτικο. Να μου μιλάνε ασφαλίτικα. Να με πηγαίνουν σε ένα από αυτά τα γκρίζα δωμάτια που ποτέ δεν θα δεις ζωγραφισμένη μια καρδιά. Να με ρωτάνε τι επάγγελμα κάνω και για ποιο λόγο ήρθα στο νησί. Και γω, να σκέφτομαι πόσο έγκλημα έχει γίνει να ζωγραφίζεις μια καρδιά.
Σκέφτηκα ότι ούτε αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα θυμάμαι να ξερνάω λέξεις (πολύ πιο έντονα από ότι αργότερα θα ξέρναγα τα σωθικά μου). Δεν τις θυμάμαι τις λέξεις. Θυμάμαι όμως να τις βλέπω. Να τις βλέπω να φεύγουν από το στόμα μου χωρίς να με πολυρωτήσουν. Και να καρφώνονται στις καρδιές των άλλων. Και να βλέπω λάμψεις στα μάτια τους και χαμόγελα στα χείλη τους.
Σκέφτηκα ότι αυτό δεν το είχα ζήσει ποτέ.
Σήμερα το πρωί ο Κώστας διάβαζε νέα στο ίντερνετ. Και άρχισε να λέει για νέους φόρους, για όρια του αφορολόγητου και για ακαθάριστα εθνικά προϊόντα. Και τις έβλεπα αυτές τις λέξεις να φεύγουν από το στόμα του. Και να προσπαθούν να καρφωθούν στο μυαλό μου, να μου θολώσουν το βλέμμα και να μου σβήσουν το πρωινό χαμόγελο.
Και χωρίς να το πολυσκεφτώ του ζήτησα να σταματήσει να μιλά.
Και σκέφτηκα ότι αυτό δεν του το είχα ζητήσει ποτέ.
Και τώρα πλησιάζει η ώρα που θα φύγω. Που θα γυρίσω σε μια ακόμα πόλη που αγαπώ. Και που θα χω μαζί μου στις αποσκευές, όλες αυτές τις στιγμές που δεν είχα ζήσει ποτέ. Και μαζί τους και μια σκέψη.
Τη σκέψη ότι όλες αυτές οι στιγμές θα ήθελα να τις ζω καθημερινά. Και γω και όλοι αυτοί που αφήνουν τις σωστές λέξεις να φτάσουν στην καρδιά τους.
Να είναι όλες αυτές οι σπάνιες μικρές στιγμές ο κανόνας.
Κάθε μέρα να βλέπουμε δελφίνια να τριγυρνάνε νωχελικά στο λιμάνι, σα να ναι ο κήπος του σπιτιού τους.
Να πηδάμε τα κάγκελα να βρισκόμαστε γυμνοί σε μία παραλία, να την ερωτευόμαστε και να τραγουδάμε για τον ήλιο.
Να θαυμάζουμε όποιον προσεύχεται πάνω στη λαμαρίνα.
Να είναι όλες οι τράπεζες ζωγραφισμένες με καρδούλες.
Και όλα τα μαγαζιά γεμάτα ανθρώπους που ξέραμε από πάντα.
Να ερωτευόμαστε όλες τις σερβιτόρες και να αγαπάμε όλα τα παιδιά.
Και φυσικά, να σταματάμε όποιον μιλά για όρια του αφορολόγητου.
Και ότι αυτός, ναι αυτός, θα ήταν ένας κόσμος υπέροχος.
Καλή αντάμωση.
-------------------